Η θνησιμότητα ή ρυθμός θνησιμότητας είναι μέτρο του αριθμού των θανάτων (είτε γενικά είτε λόγω συγκεκριμένης αιτίας) σε ένα συγκεκριμένο πληθυσμό, ως προς το μέγεθος του πληθυσμού, ανά μονάδα του χρόνου. Δηλαδή πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν γενικά ή ειδικά από μια συγκεκριμένηη νόσο στη μονάδα του χρόνου. Κατά κανόνα, η μονάδα μέτρησης της θνησιμότητας είναι ο αριθμός θανάτων ανά 1.000 άτομα ανά έτος.

Ads

Η θνησιμότητα είναι ο ρυθμός ή η πυκνότητα επίπτωσης, εφόσον εκφράζεται ως αναλογία θανάτων ανά μονάδα του χρόνου. Η θνητότητα  είναι απλή αναλογία, εφόσον εκφράζεται ως ο αριθμός των θανάτων από κάποια νόσο σε σχέση με τον συνολικό αριθμό ανθρώπων που έχουν διαγνωστεί με την νόσο σε δεδομένο χρονικό διάστημα.

Συνεπώς η θνητότητα, μέτρο που χρησιμοποιείται στην επιδημιολογία είναι η αναλογία των θανάτων από κάποια νόσο σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που έχουν διαγνωστεί με τη συγκεκριμένη νόσο σε δεδομένο χρονικό διάστημα. Η θνητότητα παίρνει τιμές από 0 μέχρι και 1 (ή από 0% μέχρι και 100%). Η θνητότητα εκφράζεται συνήθως ως ποσοστό και είναι δείκτης της σοβαρότητας της νόσου. Επίσης, η θνητότητα δεν είναι ρυθμός (rate) ή πυκνότητα επίπτωσης, εφόσον δεν μετράει αλλαγές με την πάροδο του χρόνου. Επομένως, παρόλο που ο όρος «ρυθμός θνητότητας» (case fatality rate ή CFR) εμφανίζεται συχνά στην επιστημονική βιβλιογραφία, στην πραγματικότητα η έκφραση που χρησιμοποιείται, δεν αποδίδει στην κυριολεξία την έννοια του όρου. Η θνητότητα χρησιμοποιείται συνήθως για νόσους με περιορισμένη χρονική διάρκεια, όπως οξείες λοιμώξεις, που διαδράμουν σε ενδημική ή πανδημική μορφή.

image

Ads

Η μεγαλύτερη δυσκολία στην εκτίμηση της θνητότητας είναι η διασφάλιση της ακρίβειας του αριθμητή και του παρονομαστή. 

Η θνητότητα χρησιμοποιείται κυρίως για οξείες λοιμώδεις νόσους, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει πιθανότητα λανθασμένης εκτίμησης. Για παράδειγμα, κατά την διάρκεια μιας έξαρσης κρουσμάτων με υψηλές ημερήσιες αυξήσεις και μεγάλη περίοδο μέχρι την οριστική έκβαση, είναι πιθανό να υποεκτιμηθεί η θνητότητα. Από την άλλη, σε μια έξαρση όπου καταγράφονται μόνο τα κρούσματα με σοβαρά συμπτώματα και όπου πολλοί ασθενείς με ήπια ή καθόλου συμπτώματα δεν προσέρχονται για διάγνωση, η θνητότητα θα υπερκτιμηθεί.

Ωστόσο με δεδομένα ότι:

  • η θνητότητα μετράει τον κίνδυνο, δηλαδή αποτελεί δείκτη επικινδυνότητας μιας συγκεκριμένης νόσους
  • οι επιδημίες πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα και έγκαιρα, με όσα μέσα έχουμε στη διάθεσή μας, κυρίως με γνώμονα την αρχή της προνοητικότητας, εφαρμόζοντας μεθόδους πρόληψης, διότι ενδεχομένως τα φαρμακευτικά και μη φαρμακευτικά μέτρα, δεν παρέχουν αποτελεσματικότητα, ικανή να αντιμετωπίσει τη νόσο και να αναχαιτήσει τα πανδημικά κύματα
  • η θνητότητα αποτελεί έναν μεταβαλόμενο χρονικά δείκτη, που μας δίνει τη δυνατότητα να εκτιμούμε τον κίνδυνο στα διάφορα στάδια εξέλιξης της πανδημίας
  • δεδομένου ότι αντιθέτως προς τη θνητότητα η θνησιμότητα υπολογίζεται ανά έτος, καθιστώντας τον δείκτη αυτό ακατάλληλο για την εκτίμηση επικινδυνότητας της νόσου στη διάρκεια εξέλιξης της πανδημίας
  • η θνητότητα επομένως καθίσταται ένας σοβαρός και πολύτιμος επιδημιολογικός δείκτης, που συνυπολογίζεται στην εκτίμηση κινδύνου, παρά τις δυσκολίες που προαναφέραμε.

Στην περίπτωση της τρέχουσας πανδημίας, η οποία αποτελεί τη σοβαρότερη απειλή που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή ολοκληρη η ανθρωπότητα, έχοντας προκαλέσει εκατόμβες νεκρών μέσα σε οκτώ περίπου μήνες,

  • όταν μέχρι στιγμής εκατοντάδες μελέτες επιβεβαιώνουν το θανατηφόρο χαρακτήρα του ιού SARS-  COV – 2 και της νόσου COVID-19 που προκαλεί, αναφερόμενες στον αυξημένο αριθμό θανάτων παγκοσμίως
  • όταν πλείστες όσες μελέτες τονίζουν ότι οι θάνατοι καταγράφονται με σοβαρή καθυστέρηση, ακόμη και στις πλέον εξελιγμένες χώρες, με σύγχρονα πληροφοριακά διασυνδεδεμένα ψηφιακά συστήματα, όσον αφορά τα δημογραφικά δεδομένα.
  • όταν το ίδιο το EUROMO, που ο κος Τσιόδρας επικαλέστηκε αρκετές φορές, επιχειρώντας να δώσει την εικόνα μιας ικανοποιητικής και «ελεγχόμενης» πορείας της πανδημίας στη χώρα μας, επισημαίνει ότι η οποιαδήποτε εκτίμηση περί θνησιμότητας ενωρίτερα από το τέλος του χρόνου είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη, δεδομένου κάτω από τις καλλίτερες προϋποθέσεις, οι καταμετρήσεις και οι υπολογισμοί των στοιχείων γίνονται με έξη μήνες καθυστέρηση. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίον οι θάνατοι παρουσιάζουν συνηθως  αύξηση στο τέλος κάθε έτους, όταν δηλαδή οι διάφορες χώρες ολοκληρώνουν την καταγραφή και αποστολή των στοιχείων τους, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι αποτελούν πλήρη και επιβεβαιωμένα δεδομένα που προέρχονται από τα ληξιαρχεία της κάθε χώρας και όχι μόνον από τα νοσοκομεία !! 

Αυτή η τελευταία λεπτομέρεια είναι κρίσιμη και μένει να διευκρινισθεί…..!

Έχει πολύ μεγάλη σημασία να αποφεύγει κανείς τις «γκάφες» και να αναφέρεται σε δείκτες που αποτυπώνουν φτωχά πινακάκια με αναρτήσεις στα facebook και twitter, υπό τον τύπο της «ατάκας», όπως συνηθίζει ο κος Σαπουνάς απεικονίζοντας τη θνησιμότητα, μια παράμετρο που απαιτεί για τον υπολογισμό της, συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες υπό ομαλές συνθήκες και πάγια στατιστική πρακτική θα έπρεπε να αποτελούν αντικείμενο μεταγενέστερης επεξεργασίας και όχι να αποτελούν μέτρο σύγκρισης μεταξύ χωρών με διαφορετικά δημογραφικά χαρακτηριστικά και διαφορετικά συστήματα επιτήρησης και καταγραφής των θανάτων. Εξάλλου είναι πασίγνωστο ότι η θνησιμότητα δεν αποτελεί δείκτη με παγκόσμια ομοιομορφία (valeur universelle).

Εξάλλου άλλοι είναι οι δείκτες που χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση της δυναμικής και της εξέλιξης της πανδημίας και στους οποίους βασίζονται οι προβλέψεις και η εκτίμηση κινδύνου.

Δυστυχώς αυτούς του δείκτες αγνόησε ο ΕΟΔΥ και δημιούργησε κλίμα εφησυχασμού και αδράνειας, με αποτέλεσμα το έλλειμα στην οργάνωση του συστήματος της Δημόσιας Υγείας και τη μειωμένη ευαισθητοποίηση των ελλήνων πολιτών απέναντι στη πρόσφατη αναζωπύρωση της πανδημίας.

Επιπλέον άστοχες και αδόκιμες καθώς και πλημελείς επιστημονικά αναρτήσεις, κινδυνεύουν αναπαραγόμενες να τροφοδοτήσουν το κλίμα της συνωμοσιολογίας.

Δυστυχώς οι αναρτήσεις αυτές όπως φάνηκε απο την αλληλουχία της αναπαραγωγής τους, δείχνουν ότι απετέλεσαν τη βάση εσφαλμένων, κατά τη γνώμη μας, κυβερνητικών προσεγγίσεων που συνέβαλαν σε έναν ατυχή ετεροπροσδιορισμό της εικόνας  της πανδημίας στη χώρα μας.

Ωστόσο καλό θα ήταν να μελετά κάποιος πιο προσεκτικά τους επίσημους δείκτες που επιβάλλεται να χρησιμοποιούνται στην επιδημιολογία και όχι στις επικοινωνιακές «ατάκες»
Μια προσεκτική ματιά στο συγκριτικό πίνακα ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Πορτογαλία, όσον αφορά τη θνητότητα, δίνει τελείως διαφορετική εικόνα από εκείνη που προσπαθούν να παρουσιάσουν.

image

Παρεπιπτόντως πριν προβαίνουν σε τέτοιου είδους «αναρτήσεις», καλό θα ήταν να ρίχνουν προηγουμένως και μια ματιά σε δεδομένα που αφορούν τις πραγματικές δηλώσεις θανάτων από τα ληξιαρχεία.

Επειδή για παράδειγμα δεν μπορεί να μην υποπέσει στην αντίληψη οποιουδήποτε παρατηρητή, το γεγονός ότι στην περίοδο που «τα πήγαμε καλά» το πρώτο εξάμηνο του 2020, οι θάνατοι παραυσιάζουν αύξηση στις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης σε ποσοστό 4,94% και στη Κεντρική Μακεδονία κατά 1,57, συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2019.

Επειδή οι περιοχές αυτές επλήγησαν ιδιαίτερα από τον ιό, το στοιχείο αυτό θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο προσεκτικής διερεύνησης. (Πηγή: 20 Ιουλίου 2020 – Εβδομαδιαία Στοιχεία Θανάτων (2020) της ΕΛΣΤΑΤ). 

Επιπλέον επειδή οι αναρτήσεις αυτές, παρόλου που γράφονται στα ελληνικά, διαβάζονται και από εκπροσώπους άλλων χωρών που διαμένουν στη χώρα μας και γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, αποτελεί όνειδος για την Ελλάδα, επίσημοι εκπρόσωποί της να επαίρονται σε βάρος των άλλων χωρών, παρουσιάζοντας ακόμη κι αυτά τα αδόκιμα στοιχεία, ως «επιδόσεις» μιας ανταγωνιστικής διαδικασίας, στην οποία το συγκρίσιμο μέγεθος είναι ανθρώπινες ψυχές που χάνονται καθημερινά.

Ειδικότερα η περίπτωση του κου Σαπουνά, δεν μας εκπλήσει καθόλου, δεδομένου ότι μας έχει συνηθίσει σε ανάλογες αναρτήσεις.

Και κάτι ακόμη, καλό θα ήταν να μελετάει πιο προσεκτικά όταν κάνει αναρτήσεις που αφορούν «υποτίθεται» τον τομέα του.

image

image

Ωστόσο σύμμφωνα με τα επίσημα στοιχεία η Ελλάδα είναι η χώρα που κάνει τα λιγότερα test, από τις χώρες που αναφέρονται στο «πινακάκι» που δημοσιεύει η δημοσιογραφική «πηγή», που επικαλείται ο κος Σαπουνάς.

image

Αυτά παθαίνει κανείς όταν έχει «έλλειμα στοιχείων», όπως επιβεβαιώνεται άλλωστε καθημερινά και από τη σκληρή για τον ΕΟΔΥ, πραγματικότητα.