Αυτή τη βδομάδα παρακολουθήσαμε μία από τις καλύτερες ταινίες που βγήκαν φέτος στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η «Ανάσα Ελευθερίας» μια Ισλανδική παραγωγή σε σκηνοθεσία της  Ισόλντ Ιγκατότιρ, καταφέρνει να σχολιάσει τα πιο ζωτικά θέματα της σύγχρονης Ευρώπης και όχι μόνο, μέσα από τη σχέση μιας άνεργης Ισλανδής ανύπανδρης μητέρας με μια πρόσφυγα από την Αφρική η οποία προσπαθεί να φτάσει στον Καναδά χωρίς να διαθέτει τα κατάλληλα έγγραφα.

Ads

Μια ανύπαντρη μητέρα που αγωνίζεται σκληρά για να τα βγάλει περά, δικιμαζεται ως ελέγκτρια διαβατήριων σε αεροδρόμιο της Ισλανδίας. Κατά τη διάρκεια μιας βάρδιας εντοπίζει το πλαστό διαβατήριο μιας γυναίκας από τη Γουινέα-Μπισσάου, που επιχειρεί να ταξιδέψει παράνομα προς τον Καναδά.

Ενώ στην αρχή της ταινίας φαίνεται οι δύο γυναίκες να ανήκουν σε δύο ανταγωνιστικούς κόσμους, στην πορεία αντιλαμβάνονται πως τις ενώνουν πολλά και στην ουσία δεν τις χωρίζει τίποτα απολύτως. Μέσα από τα αυξανόμενα διλήμματα των ηρωίδων ο θεατής καλείται είτε να επιβεβαιώσει είναι να αντιληφθεί για πρώτη φορά, πως έχουν χρησιμοποιηθεί τα στερεότυπα από διάφορες μορφές εξουσίας προκειμένου να μην γίνει αντιληπτό το προφανές. Ο θεατής αντιλαμβάνεται μέσα από μια λιτή αφήγηση πως η κρίση στην Ευρώπη έχει πρωτίστως ταξικά χαρακτηριστικά.

Οι ηρωϊδες, Ευρωπαία η μία Αφρικανή η άλλη είναι παρέα στο περιθώριο της ζωής αλλά ωστόσο μέσα στη σκληρή μάχη της επιβίωσης κρατούν ζωντανή την ενσυναίσθηση. Η μία έχει σταθερά το βλέμμα στην ανάγκη της άλλης αφού διαγράφουν πορείες παράλληλες μέσα σε μια Ευρώπη σχεδόν αποκτηνωμένη από τις πολιτικές λιτότητας, που αδυνατεί να σκύψει στο προσωπικό δράμα του καθενός ξεχωριστά, που βλέπει τους ανθρώπους σαν νούμερα και τις δυνατότητες για εργασία σαν το τηλεοπτικό survival.

Ads

Με ένα άψογο σέναριο, υπαινικτικό εκεί που χρειάζεται ώστε να εμποτίζει την ταινία με μια διακριτική ποιητικότητα, με αρκετές δόσεις γερής δράσης, με δραματικές διαστάσεις στην πλοκή χωρίς να γίνεται στιγμή μελό, η σκηνοθέτρια καταθέτει μέσα από τη μινιμαλιστική της ταινία την γεμάτη ανθρωπιά το πολιτικό της σχόλιο. Το βαθιά αντιρατσιστικό της βλέμμα είναι ό,τι χρειαζόμαστε σήμερα σε μια Ευρώπη που μοιάζει να κοιτάζει όλο και πιο έντονα προς την ακροδεξιά, σε μια Ευρωπη που ο φασισμός επανέρχεται με φόρα εντός και εκτός κοινοβουλίων.

Παρά το γεγονός ότι η ταινία έχει αποσπάσει Βραβείο Σκηνοθεσίας στο σημαντικό  Φεστιβάλ του Σάντανς και Βραβείο Κοινού στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας  2018, αυτό δεν φάνηκε στην σχεδόν άδεια αίθουσα του Άστυ. Αναζητήσαμε τη γνώμη των κριτικών για να διαπιστώσουμε για άλλη μία φορά πως η «Ανάσα Ελευθερίας» δεν ήταν από τις πρώτες επιλογές των Ελλήνων κριτικών κινηματογράφου.

Αυτό τόνισε κι ο ταμίας της αίθουσας όταν τον ρωτήσαμε πως πάει η ταινία εισπρακτικά.  Στην καλύτερη περίπτωση (2.5 – 3 αστέρια), την παρουσιάζουν ως μια αξιοπρεπή προσπάθεια με αναμενόμενη εξέλιξη. Αντιθέτως είδαμε ταινίες παντελώς αδιάφορες με θέματα χιλιοειπωμένα και αρκετές αδυναμίες, να είναι στις πρώτες θέσεις των προτεινόμενων ταινιών. Το ίδιο είχαμε διαπιστώσει και σε άλλες περιπτώσεις όπως στην τελευταία ταινία του Κεν Λόουτς.

Πολλοί Έλληνες κριτικοί μάλλον διαφώνησαν με τη Βράβευσή του με τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών και ορισμένοι δεν δίστασαν να γράψουν για μια «… εύκολη βράβευση». Φυσικά είναι σεβαστή η υποκειμενική ματιά του καθένα. Όταν όμως το κοινό διαπιστώνει διαρκώς τέτοιες αναντιστοιχίες καλό είναι να μην το κατηγορούμε για καχυποψία όταν αναρωτιέται μήπως αρκετές κριτικές είναι αποτέλεσμα συνεξάρτησης εντύπων με διαφημιστές.

Η καλύτερη διαφήμιση μιας καλής ταινίας διαχρονικά είναι το «από στόμα σε στόμα», πρακτική που δεν ευνοεί η σύγχρονη βιομηχανία του κινηματογράφου αφού αν μια ταινία δεν πάει καλά κατεβαίνει σε χρόνο dt. Οπότε ένα καλό σερφάρισμα σε διεθνή μέσα και η επιμονή σε δημιουργούς που δίνουν το παρόν με γενναίες ταινίες,  είναι η μόνη λύση. Σε συνδιασμό φυσικά με τους λίγους κριτικούς που παραμένουν άγρυπνοι ανήσυχοι και σταθερά προσανατολισμένοι στην ποιότητα.