Ο Στρατής Μπουρνάζος είναι ένας αξιόλογος δημοσιογράφος και ιστορικός, απόφοιτος προτύπου σχολείου και με ευδόκιμη θητεία στην Αριστερά. Όταν λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος υπερασπίζεται στέλεχος της αντίπαλης πολιτικής παράταξης, πρέπει να ακούσουμε πολύ προσεκτικά: «Ο υφυπουργός Παιδείας Άγγελος Συρίγος», λέει σε πρόσφατη παρέμβασή του ο Μπουρνάζος, «μιλώντας, σε διαδικτυακή εκδήλωση, δεν επικαλέστηκε θετικά το χουντικό προηγούμενο.

Ads

Αναφερόμενος στην ύπαρξη αστυνομικού σταθμού εντός των Πανεπιστημίων το 1969, δεν το έκανε για να συνδέσει με το παρόν  νομοσχέδιο (το οποίο βεβαίως υποστήριξε με κάθε τρόπο). Έκανε την αναφορά, απαντώντας στον Ξενοφώντα Κοντιάδη, ο οποίος προηγουμένως είχε πει  ότι το σπουδαστικό της Ασφάλειας δεν έμπαινε μέσα στο Πανεπιστήμιο, ούτε η Αστυνομία χωρίς άδεια της Συγκλήτου  – ακόμα και επί χούντας. Ο Άγγελος Συρίγος απάντησε λοιπόν ότι, αντιθέτως, επί χούντας η αστυνομία ήταν διαρκώς μέσα στα Πανεπιστήμια, καθώς υπήρχε αστυνομικός σταθμός εντός».

Έστω. Δεν υπάρχει όμως εδώ μια λογική αντίφαση; Τι νόημα έχει η επεξήγηση του κ. Συρίγου, ότι δηλαδή επί χούντας δεν χρειαζόταν άδεια από τις πρυτανικές αρχές γιατί υπήρχε διαρκώς η Αστυνομία στα Πανεπιστήμια, όταν ο ίδιος εισηγείται σε άλλο σημείο της συζήτησης την (επαν)ίδρυση αστυνομικών σταθμών μέσα στα Ιδρύματα; Η διόρθωση που έκανε ο υφυπουργός Παιδείας μπορεί να ήταν τυπικά σωστή, αλλά, κανονικά, θα έπρεπε να είναι το προοίμιο για να υποστηρίξει την ακριβώς αντίθετη θέση!

Όντως, ο Άγγελος Συρίγος δεν υπερασπίστηκε τη δικτατορία αναφερόμενος στο τι συνέβαινε το 1969. Αλλά υπερασπίστηκε και εξακολουθεί να υπερασπίζεται τα ανομήματα και τις αμαρτίες εκείνης της εποχής: Να βρίσκεται ο ακαδημαϊκός χώρος υπό διαρκή αστυνομική επιτήρηση (και όχι μόνο). Το μόνο ελαφρυντικό είναι ότι τα σχόλια του κ. Συρίγου γίνονται έτσι, «ακαδημαϊκά». Που στην προκειμένη περίπτωση δεν σημαίνει προσήλωση στα ακαδημαϊκά ήθη, αλλά κάτι που λέγεται χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψιν τους συγκεκριμένους όρους που θέτει η πραγματικότητα.

Ads

Για χάρη της συζήτησης (και του υφυπουργού), ας προσθέσουμε λίγο χρώμα σ’ αυτή την εικόνα, που είναι σκόπιμα άχρωμη. Το 1969 τα αστυνομικά τμήματα δεν ήταν μια κρατική υπηρεσία, που είχε ως αποστολή την πάταξη της εγκληματικότητας και την εφαρμογή του νόμου. Ήταν οι κυψέλες και οι «οργανώσεις βάσης» του δικτατορικού καθεστώτος. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου, καίτοι ανενεργός πολιτικά, ήταν υποχρεωμένος να προσέρχεται «αυτοβούλως» στο αστυνομικό τμήμα σε όλες τις γιορτές και τα πανηγύρια, για να δείξει δημόσια την εκτίμησή του στο Σώμα και την ειλικρινή του μεταμέλεια (ως παλιός μακρονησιώτης). Ασήμαντο θα πείτε, τη στιγμή που άλλοι ήταν εξόριστοι ή βασανίζονταν. Ναι, αλλά για να το φανταστούμε σε ένα κάπως πιο προσωπικό επίπεδο: Δεν έφτανε ή ήττα δια των όπλων, δεν έφτανε η δήλωση μετανοίας, δεν έφτανε το καθημερινό άγχος μήπως χάσει τη δουλειά του· ο κάθε αριστερός έπρεπε να εξευτελίζεται εφ’ όρου ζωής. Αυτό μπορεί να το βρίσκει μια χαρά ο πρώτος τη τάξει υπουργός της κυβέρνησης Μητσοτάκη (αν και τον άλλαξε στη σειρά με τον Σταϊκούρα)· αλλά στους υπόλοιπους από μας η σκέψη και μόνο προκαλεί ρίγη.

Το 1969 η Αστυνομία ήταν πανταχού παρούσα, μερικές φορές με κωμικοτραγικό τρόπο. Παραδείγματος χάριν, στις γειτονιές και τις μικρές κοινωνίες, τα αυτοκίνητα της Ασφάλειας (παρότι είχαν συμβατικές πινακίδες) ήταν γνωστά τοις πάσι. Όταν λοιπόν έβλεπες τον «Μπάμπη» και τον «Κοντό» παρκαρισμένους σε κάποιο σημείο, καταλάβαινες αμέσως ότι η Ασφάλεια παρακολουθούσε κάποιον παραδίπλα. Λέω «παρακολουθούσε», αλλά στην πραγματικότητα εννοώ «τρομοκρατούσε», γιατί παρακολούθηση εν γνώσει του παρακολουθούμενου δεν έχει νόημα.

Ακόμα και μετά τη μεταπολίτευση, μέχρι να βγει το ΠΑΣΟΚ, η Αστυνομία παρακολουθούσε (τρομοκρατώντας) ό,τι ήταν, ακόμα και ανεπαίσθητα, προοδευτικό. Να πω ένα παράδειγμα. Το 1979, η θεατρική ομάδα του Δήμου Λαυρίου αποφάσισε να ανεβάσει το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η αυλή των θαυμάτων». Οι πρόβες γινόταν στη βιβλιοθήκη του παλιού Δημαρχείου και κράτησαν πάνω από 6 μήνες. Την παράσταση σκηνοθετούσε ο Χάρης Πλουμίδης (με προέλευση από το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν) και στην ερασιτεχνική ομάδα των ηθοποιών συμμετείχε ο Δήμαρχος Κώστας Πόγκας, φοιτητές κι εργαζόμενοι. Ε, λοιπόν, ας μάθει ο κ. Συρίγος ότι τόσο κατά τη διάρκεια των προβών όσο και τις ημέρες που γινόταν οι παραστάσεις, το κτίριο του Δημαρχείου βρισκόταν σε αστυνομικό κλοιό. Επιπλέον, οι αστυνομικοί προσέγγιζαν τους πολίτες στην ψαραγορά και τα καφενεία και τους συμβούλευαν να μην αφήνουν τα παιδιά τους να συναναστρέφονται με «κομμουνιστάς» και να μην πηγαίνουν στις παραστάσεις. Αυτά τα ωραία δεν συνέβαιναν επί δικτατορίας, αλλά επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μιλάω ευθαρσώς κι επωνύμως. Όποιος έχει τα κότσια, ας με διαψεύσει.

Θα μου πείτε, οι καιροί έχουν αλλάξει. Η μετά-ΠΑΣΟΚ Αστυνομία δεν είναι η ίδια με την προηγούμενη. Μπορεί. Εις πείσμα του κάθε Βορίδη, η Αριστερά έχει άλλωστε εδραιωθεί ως πολιτική και κοινοβουλευτική οντότητα και τα στελέχη της δεν χρειάζεται να παρακολουθούνται. Μην κάνουμε όμως το λάθος να θεωρήσουμε ότι η Αστυνομία είναι ένας «ουδέτερος» πολιτικά θεσμός. Δεν είναι. Ούτε στην Ελλάδα, ούτε σε κανένα άλλο σημείο του κόσμου. Γιατί διστάζουμε να πούμε ξεκάθαρα την αλήθεια; Είδατε πως δολοφονήθηκε ο Γρηγορόπουλος και τι έγινε στο μνημόσυνό του· θυμάστε ασφαλώς τα ποσοστά που έπαιρνε η Χρυσή Αυγή στα αστυνομικά τμήματα· και έχετε ίσως ξυλοκοπηθεί, χωρίς να προκαλέσετε κανέναν, από τα ΜΑΤ. Ανύποπτοι πολίτες και μετανάστες σύρονται διαρκώς στα αστυνομικά τμήματα για ψύλλου πήδημα, όπου ταλαιπωρούνται ή εξευτελίζονται. Και η αγένεια περισσεύει όταν πηγαίνεις να βγάλεις νέα ταυτότητα ή διαβατήριο. Τέρμα λοιπόν οι ευφημισμοί. Παρά την κάποια πρόοδο, η Ελληνική Αστυνομία δεν είναι ακριβώς μια υπηρεσία που προστατεύει και βοηθάει τους πολίτες, αλλά ένας κατασταλτικός μηχανισμός, που ακόμα και σήμερα διαπνέεται από άκρατο αντικομμουνισμό, ακραίο εθνικισμό κι εκείνο το ιδιότυπο «τσαμπουκαλίκι» που έχουν όσοι κρατούν (και μάλιστα νόμιμα) όπλο.

Δεν προτείνω να καταργήσουμε την ΕΛ.ΑΣ (υπάρχουν ευφυέστερες λύσεις). Με δεδομένο όμως ότι τα αστυνομικά τμήματα και οι σταθμοί δεν είναι και δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών ή καταφύγια των κυνηγημένων, η ερώτηση προς τον υφυπουργό Παιδείας είναι η εξής: Σε τι χρειάζεται η διαρκής παρουσία ή η απρόσκλητη είσοδος της ΕΛ.ΑΣ. στο Πανεπιστήμιο; Δεν μας προβληματίζουν τα φαινόμενα αυθαιρεσίας στους κόλπους της Αστυνομίας και οι μάλλον χαμηλές επιδόσεις της στον τομέα του σεβασμού των δικαιωμάτων; Δεν θα πρέπει να ανησυχούμε για την επίδραση που μπορεί να έχει ο συστηματικός εκφοβισμός των νέων; Δεν είναι αλήθεια ότι στα χέρια των λάθος ανθρώπων το γκλομπ μπορεί να γίνει φονικό όργανο κι οι χειροπέδες μέσον για την ικανοποίηση κάθε λογής απωθημένων;

Η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι χούντα και έχει προκύψει μέσω μιας δημοκρατικής διαδικασίας. Ο στόχος του Υπουργείου δεν είναι όμως η ειρήνη στα ΑΕΙ, αλλά ο παλιός-καλός εκφοβισμός που ξέραμε από τα νιάτα μας. Κατά τούτο λοιπόν, ο νόμος που προωθεί το Υπουργείο Παιδείας είναι πράγματι χουντικής εμπνεύσεως και κοπής. Δεν έχει προηγούμενο στον πολιτισμένο κόσμο και διέπεται από τη χοντροκομμένη λογική του «πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι», που είναι ιδιαίτερα προσφιλής στα ανελεύθερα καθεστώτα.

Φίλτατε, γενναιόδωρε και ευγενέστατε Στρατή, όποιος βάζει το κύριο ανάμεσα σε δυο κόμματα (ή εντός παρενθέσεως), όποιος εξαρθρώνει το σημαίνον από το σημαινόμενο, όποιος υπερασπίζεται την «τοπική αλήθεια» του υφυπουργού χωρίς να λογαριάζει τη βασική θέση του, κάνει μάλλον πολιτικό λάθος. Να το δούμε αυτό, μ’ όλη την καλή προαίρεση και την αθωότητα που μας χαρακτηρίζει, γιατί είναι κομμάτι σοβαρό. Πολιτικά εννοώ.