Περιδιαβαίνοντας πρόσφατα στον Κήπο των Ηρώων στο Μεσολόγγι, και παρατηρώντας τα μνημεία των Ευρωπαίων εθελοντών που πολέμησαν και σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, σου δημιουργείται η αίσθηση ότι επρόκειτο για ένα πανευρωπαϊκό κίνημα αλληλεγγύης προς τον επαναστημένο ελληνικό λαό, αποτέλεσμα του ρομαντισμού και του φιλελληνισμού. Υπάρχουν μνημεία για Ρώσους και Αμερικανούς φιλέλληνες, για Βρετανούς και Γάλλους, για Σουηδούς και Πολωνούς, για Γερμανούς και Ιταλούς, ακόμη και για Ελβετούς. Οι Σουηδοί έφεραν τον γρανίτη από την πατρίδα τους για να κατασκευάσουν το μνημείο τους, οι Ιταλοί έφεραν μια αρχαία κολώνα από τη Ρώμη και την τοποθέτησαν εδώ.

Ads

Οι περισσότεροι εθελοντές που πολέμησαν και πέθαναν στον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία ήταν Γερμανοί και Ιταλοί, παραδόξως από δύο χώρες με τις οποίες η Ελλάδα βρέθηκε τον 20ο αιώνα σε αντίπαλα στρατόπεδα, οι δυνάμεις τους εισέβαλαν και κατάκτησαν τη χώρα και οι Έλληνες πολέμησαν εναντίον τους. Ωστόσο χωρίς η συνδρομή τους στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας υπήρξε πολύτιμη.

Η ανάδειξη της κλασικής αρχαιότητας

Η ανάδειξη της κλασικής αρχαιότητας υπήρξε κυρίως έργο της γερμανικής διανόησης των αρχών 19ου αιώνα. Τότε, ο κύριος στόχος της γερμανικής ηγεσίας ήταν η αντιμετώπιση της γαλλικής ιδεολογικής και πολιτικής υπεροχής. Κι εφόσον η Γαλλία στήριζε την υπεροχή της στην ταύτισή της με την αρχαία Ρώμη, η γερμανική διανόηση, συνειδητά ή υποσυνείδητα, πρόβαλλε τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας διεκδικώντας το ρόλο του θεματοφύλακα και του ενσαρκωτή του. Εξάλλου, ο αρχαίος ελληνικός κόσμος με τον «γαλαξία» των δημοκρατικών πόλεων-κρατών αντιστοιχούσε με την πολιτική πραγματικότητα της πολυδιασπασμένης Γερμανίας των αρχών του 19ου αιώνα. Με δυο λόγια η Γερμανία φλέρταρε με την ιδέα ότι αποτελούσε την «αρχαία Ελλάδα» της εποχής της.

Ads

image

Είτε οφειλόταν στη γερμανική διανόηση του 19ου αιώνα (ο φιλέλληνας λόρδος Μπάιρον ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στις γερμανόφωνες χώρες) είτε στο γενικότερο ρεύμα του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού, που ερωτοτροπούσε με την κλασική αρχαιότητα, είτε στις προόδους της αρχαιολογίας, είναι γεγονός η Δύση υποστήριξε τους Έλληνες αλλά και τους μη ελληνόφωνους Ρωμιούς της νότιας βαλκανικής, στον αγώνα τους κατά των παρηκμασμένων Οθωμανών με την άρρητη όμως προϋπόθεση να αποδεχθούν, ως ανταπόδοση, το ρόλο των «ζωντανών προγόνων» του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Προηγουμένως, όσο οι Έλληνες εντάσσονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τόσο οι Δυτικοί «θεσμοφύλακες των αρχαίων αξιών», έτειναν να τους μεταχειρίζονται ως βάρβαρους και πονηρούς ανατολίτες. Μέχρι το 19ο αιώνα οι Δυτικοί αντιμετώπιζαν τους Έλληνες ως μοιρολάτρες και δουλοπρεπείς Λεβαντίνους.

Περιφρόνηση για το Βυζάντιο

Οι ίδιοι θεωρούσαν τους Βυζαντινούς, προγόνους των υπόδουλων στους Τούρκους Ρωμιών, ως εκφυλισμένους και για τον επιπλέον λόγο ότι πρόφεραν άσχημα την «ωραίαν» αρχαία ελληνική γλώσσα! Οι Δυτικοί, που πρώτοι χαρακτήρισαν αυθαίρετα την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως Βυζάντιο, δεν έκρυβαν την προκατάληψή τους για το πολυεθνικό οικοδόμημα του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Γι’ αυτούς το Βυζάντιο ήταν η προσωποποίηση της παρακμής, της διαφθοράς, των ραδιουργιών και της βαρβαρότητας.

Ο συγγραφέας Έντουαρντ Γκίμπον έγραψε χαρακτηριστικά για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία: «Στην εξέλιξη των δέκα αιώνων, δεν έγινε τίποτε, ούτε μια ανακάλυψη για να εξάρει την αξιοπρέπεια ή να προωθήσει την ευτυχία του ανθρώπινου είδους. Ούτε μια ιδέα δεν είχε προστεθεί στο εκπληκτικό σύστημα της αρχαιότητας, και μια διαδοχή από παθητικούς μαθητές έγιναν με τη σειρά τους δογματικοί δάσκαλοι της επόμενης δουλοπρεπούς γενιάς!»

Μια σιωπηρή συμφωνία

Αφού λοιπόν πείστηκαν από την ευρωπαϊκή ρομαντική επιχειρηματολογία των αρχών του 19ου αιώνα και από τη «νοσταλγική αρχαιολογία» του Μπάιρον, οι Έλληνες αναζήτησαν τη γενετική επιβεβαίωση του πολιτισμικού τους πεπρωμένου στο σύνδεσμό τους με το κλασικό παρελθόν. Έτσι κλήθηκαν να παίξουν ένα διττό ρόλο: από τη μια των πρώτων Ευρωπαίων κι από την άλλη του ταπεινωμένου ανατολίτη υποτελή, που όφειλε την απελευθέρωσή του στη φωτισμένη Ευρώπη. Κατά κάποιο τρόπο εδώ και δύο αιώνες οι Έλληνες τελούν κάτω από την πολιτική και πολιτισμική ηγεμονία της Δύσης, με την οποία άλλωστε συνδέονται γεωπολιτικά και οικονομικά. Η ηγεμονία αυτή φαίνεται, σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Michael Herzfeld, κι από το γεγονός ότι οι Έλληνες πείστηκαν τελικά ότι οι Τούρκοι, με τους οποίους ως το 19ο αιώνα ήταν «δουλικοί συνεργάτες», αποτελούσαν το χειρότερο εχθρό τους.

image

Αυτή η «σιωπηρή συμφωνία» δεν εμπόδισε βέβαια τη Δύση να θεωρεί την Ελλάδα «θλιβερό απομεινάρι περασμένων μεγαλείων» (Μπάιρον) και τους Έλληνες εκβαρβαρισμένους, επειδή είχαν «μιασμένη» γλώσσα, «ανατολίτικες» πρακτικές, δουλοπρέπεια, μοιρολατρία κτλ. Οι δε Έλληνες υποχρεώθηκαν να αντικατοπτρίσουν την αρχαία Ελλάδα με το να «καθαρίσουν» τη γλώσσα τους κ.ά. και άρχισαν να ταυτίζονται με τον τόπο τους, ενώ με διάφορες «επιστημονικές μελέτες» επιχείρησαν να συνδεθούν ακόμη και γενετικά με τους αρχαίους Έλληνες.

Αντί για «αρχαίους» Έλληνες έβρισκαν λήσταρχους

Οι Ευρωπαίοι ρομαντικοί περιηγητές του 19ου αιώνα, που επισκέπτονταν την, πρόσφατα απελευθερωμένη, χώρα μας αναζητούσαν μια αρχαία Ελλάδα, φτιαγμένη από φως και λευκό μάρμαρο, αδιαφορώντας για τα «μνημεία της βυζαντινής βαρβαρότητας» (ορθόδοξες εκκλησίες). Αναζητούσαν μια Ελλάδα τεχνητή, μια ουτοπία που δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα. Αναζητούσαν Περικλήδες και Λεωνήδες και συναντούσαν ληστές, απατεώνες και κατεργάρηδες. Αντί για ένδοξους «αρχαίους» Έλληνες έβρισκαν Homo Katafertzidikus, ένα είδος «μεταραγιάδων» με πρότυπο τον Καραγκιόζη, που είχαν συνηθίσει να τα βολεύουν ξεγελώντας συνεχώς τους μέχρι τότε δυνάστες τους, Τούρκους: μια τακτική που συνέχισαν και με τους «κουτόφραγκους» (Δυτικούς).

Υπήρχαν ωστόσο και ορισμένοι Δυτικοί φιλέλληνες που δυσανασχετούσαν με την ταύτιση της Ελλάδας με το «χαμένο Παράδεισο» της αρχαιότητας, όπως ο Γάλλος συγγραφέας Houssaye που το 1879 αναρωτιόταν: «Η Ελλάδα θα πρέπει είναι ο ξανακερδισμένος Παράδεισος και οι Έλληνες ο τέλειος λαός;» Η Ελλάδα της εποχής εκείνης δεν ήταν παρά μια «ψωροκώσταινα», ένα «λημέρι λήσταρχων» που φιλοδοξούσε ωστόσο να μετατραπεί σε «πρότυπον Βασιλείου εν τη Ανατολή» με αποστολή την αναγέννηση της Ανατολής κατά τα ευρωπαϊκά εκσυγχρονιστικά πρότυπα.

Η απογοήτευση των φιλελλήνων

Ωστόσο καμιά αναγέννηση δε συνέβη και σύντομα οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες απογοητεύτηκαν. Ο διαψευσμένος φιλελληνισμός γέννησε πολλές μελέτες που κατέδειξαν την έλλειψη συνέχειας μεταξύ της αρχαίας Ελλάδας και της εκφυλισμένης κατάστασης του σύγχρονου κληρονόμου της. Σ’ αυτό το κλίμα εντάσσονται και οι μελέτες του σλαβόφοβου Φαλμεράγιερ, που έβλεπε την Ελλάδα της εποχής του ως ανεπανόρθωτα «εκβαρβαρισμένη» από την εποχή της καθόδου των Σλάβων στη Πελοπόννησο (Μοριάς είναι η σλαβική ονομασία της Πελοποννήσου, που σημαίνει «περιτριγυρισμένος από θάλασσα») και χωρίς βιολογική σχέση με την αρχαία Ελλάδα.

image

Η «κλασική γη» ξεφεύγει από τον έλεγχο των Φαναριωτών

Η δημιουργία του μικρού ελλαδικού κράτους στο Μοριά και στη Ρούμελη, δηλαδή σε φτωχές, ερειπωμένες και προπαντός έκκεντρες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν μια έκπληξη για την τότε ελίτ της Ρωμιοσύνης, που ήταν Φαναριώτες. Αυτοί οι «μεταβυζαντινοί αριστοκράτες» δεν μπορούσαν να αποδεχτούν εύκολα ότι το νέο ελληνικό κράτος θεμελιώθηκε σε μια από τις λιγότερο εξελιγμένες ελληνόφωνες περιοχές της αυτοκρατορίας. Υπήρχαν κι άλλες περιοχές με πλειοψηφική και ιστορική παρουσία ελληνικών πληθυσμών και με εύρωστα αστικά κέντρα, όπου άκμαζε η ελληνική αστική τάξη, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα ν’ αποτελέσουν τον πυρήνα ενός ελληνόφωνου εθνικού κράτους.

Ωστόσο όμως το πλεονέκτημα των νότιων άκρων της βαλκανικής χερσονήσου, εκτός του ότι αποτελούσαν «κλασική γη», ήταν το άνοιγμά τους στη θάλασσα, που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης. Ενώ π.χ. η Θράκη διέθετε συμπαγείς αστικούς και αγροτικούς ελληνικούς πληθυσμούς, εντούτοις είχε το μειονέκτημα ότι αποτελούσε τη στρατηγική ενδοχώρα μιας αυτοκρατορίας με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Αν μια επανάσταση ξεσπούσε στη Θράκη θα απειλούσε αυτομάτως και την ύπαρξη της ίδιας της αυτοκρατορίας, πράγμα αδιανόητο για τις αρχές του 19ου αιώνα.

Από την αρχή λοιπόν οι Φαναριώτες, αλλά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν είδαν με καλό μάτι αυτό το «Δυτικό προτεκτοράτο» που ξεφύτρωσε στο νότο της βαλκανικής χερσονήσου. Το κατηγόρησαν μάλιστα ως υπαίτιο για την απώλεια των προνομίων τους και το κατέστησαν υπεύθυνο για τις συνεχείς τεταμένες σχέσεις τους με τους Οθωμανούς.

Μεγάλη Ιδέα: γεφυρώνοντας την «κλασική γη» με το βυζαντινό Imperium

Αμέσως μετά την ίδρυσή του το μικρό εθνικό κράτος της νότιας Βαλκανικής αυτοανακηρύχτηκε «μητέρα πατρίδα» του Ελληνισμού και ξεκίνησε μια «μυθικο-μυστική» προσπάθεια ολοκλήρωσης της «εθνικής ιδέας», που δεν ήταν άλλη από τη δημιουργία μιας Μεγάλης Ελλάδας, η οποία θα συγκέντρωνε όλο το «γαλαξία» των ελληνικών κοινοτήτων σ’ ένα ομοιογενές εθνικιστικό κράτος. Η Μεγάλη Ιδέα, παρότι ήταν ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα του νεωτερικού εθνικισμού, συμπεριέλαβε και στοιχεία της παραδοσιακής Ρωμιοσύνης. Έτσι ο «ιδανικός» γεωγραφικός χώρος για την αποκατάσταση του Ελληνισμού δε συμπεριλάμβανε μόνο «κλασικές» περιοχές, αλλά και «βυζαντινές», όπως π.χ. η Κωνσταντινούπολη.

Στα πλαίσια αυτού του σχεδίου επιχειρήθηκε η «πνευματική χαρτογράφηση» της πατρίδας, με τη δημιουργία ενός ενιαίου πολιτιστικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα συνενώνονταν τα ετερογενή στοιχεία του Ελληνισμού. Έτσι ο γεωγραφικός τόπος έγινε «οργανισμός» με το δικό του «πνεύμα». Στο εξής η «κλασική γη», αφού επεκτεινόταν και σε πιο «βυζαντινές» περιοχές (Μακεδονία και Θράκη), θα ήταν και ο «κοινός τόπος» στον οποίο θα συγκατοικούσαν όχι μόνον οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί, αλλά και διάφορες άλλες εθνότητες της νότιας Βαλκανικής (Αρβανίτες, Βλάχοι, Σλαβομακεδόνες, τουρκόφωνοι ορθόδοξοι κ.ά.), που επιθυμούσαν να υιοθετήσουν τη νέα ελληνική ταυτότητα μέσω της οικουμενικής παράδοσης της Ορθοδοξίας και της ελληνικής παιδείας.
 
Απουσιάζουν οι Βαλκάνιοι επαναστάτες

Στο Κήπο των Ηρώων πάντως στο Μεσολόγγι απουσιάζουν τα μνημεία για τους χιλιάδες Βαλκάνιους εθελοντές (Αλβανούς, Σέρβους, Μαυροβούνιους, Ρουμάνους και Βούλγαρους), που πολέμησαν και σκοτώθηκαν στην Ελληνική Επανάσταση μαζί με τους Έλληνες, κατά της οθωμανικής τυραννίας, πιστεύοντας πως το έκαναν και για το δικό τους καλό. Για αυτούς δεν υπάρχει κανένα μνημείο. Ίσως γιατί τους οι Έλληνες τους θεωρούσαν τότε «δικούς τους» λόγω της κοινής θρησκείας. Άνηκαν όλοι τους στο «Ρουμ Μιλετι», εκείνο των Ορθόδοξων, σε μια εποχή που η θρησκευτική ταυτότητα υπερτερούσε της εθνικής. Παρόλα αυτά η συνεισφορά τους τείνει να ξεχαστεί, εξαιτίας των εθνικισμών που αναδύθηκαν στα Βαλκάνια από τα μέσα του 19ου αιώνα.

image

Ειδικά η συνεισφόρα των Σέρβων, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει δύο φορές προηγουμένως (1804 και 1812) κατά των Οθωμανών, στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, όχι μόνο ήταν σημαντική, αλλά μας επιτρέπει να κάνουμε αναπόφευκτες συγκρίσεις και να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Άλλωστε αρκετοί Σέρβοι οπλαρχηγοί μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία, με σκοπό να συμμετάσχουν κι αυτοί σε μια κοινή, και υπό ρωσική υποστήριξη, εξέγερση των υπόδουλων βαλκανικών λαών.

Αν και οι δυο εθνικές επαναστάσεις έλαβαν χώρα περίπου την ίδια περίοδο δεν έτυχαν της ίδιας αποδοχής από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η Δύση πάντα έβλεπε στον αγώνα των Σέρβων τον «ρώσικο δάκτυλο», τον πανσλαβισμό και την ενίσχυση του σλαβο-ορθόδοξου πολιτισμού στα Βαλκάνια. Κοντολογίς η Σερβία δεν έχαιρε ιδιαίτερης εύνοιας μεταξύ των διεθνών παραγόντων, ούτε των διανοούμενων, ούτε τέλος και της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.

Αντίθετα η Ελλάδα από την αρχή ακόμη έτυχε της συμπάθειας, της εύνοιας της κοινής γνώμης και -κυρίως- της ισχυρής πολιτικής και οικονομικής υποστήριξης εκ μέρους της Δύσης. Το φιλελληνικό κίνημα, που εμφορούταν από ρομαντισμό κι ενθουσιασμό για την αρχαία Ελλάδα, αλλά και η εκλογή μελών των ευρωπαϊκών δυναστειών για τον ελληνικό θρόνο, συνετέλεσαν ώστε η μικρή Ελλάδα να λάβει σημαντική υποστήριξη εκ μέρους της Δύσης και ιδιαιτέρως από την Αγγλία, που την έβλεπε κι ως έναν εν δυνάμει φραγμό στην επέκταση της Ρωσίας προς τη Μεσόγειο. Το γεγονός αυτό, που οδήγησε και στην ένταξη της Ελλάδας στο μπλοκ των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης, επρόκειτο να καθορίσει τις εξελίξεις στη χώρα κατά τους δύο επόμενους αιώνες.

Ενώ η Σερβία απομονώθηκε τη δεκαετία του 1990 και αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τη Δύση, η Ελλάδα, κατά την πρόσφατη κρίση χρέους της (2010-2015), έγινε αποδέκτης, όχι μόνον τεράστιων δανείων εκ μέρους της Δύσης, αλλά κι ενός μεγάλου κύματος αλληλεγγύης από τους προοδευτικούς, φιλελεύθερους και δημοκρατικούς πολίτες των Δυτικών χωρών. Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες.

Φωτογραφίες: Γιώργος Στάμκος

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.