Το «Πρώτο Πλάνο», το περιοδικό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ζήτησε από δέκα σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ να μοιραστούν από μια εμπειρία, μια αληθινή ιστορία που έζησαν στα γυρίσματα των ταινιών τους. Από εδώ έως το Εκουαδόρ και από την πιο αισιόδοξη πλευρά της ζωής έως την πιο σκοτεινή, οι αφηγήσεις τους είναι γεμάτες από το υλικό της ζωής. Συναρπαστικό. Αστείρευτο.
 
ΑΣ ΤΟΝ ΠΟΥΜΕ Ψ
ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΠΑΤΡΩΝΗ
 
Πριν από 15 περίπου χρόνια γυρνούσα ένα ντοκιμαντέρ σε ένα εμπορικό πλοίο με θέμα την ζωή των ναυτικών. Σε ένα λιμάνι ένας ναυτικός, ας τον πούμε Ψ, αφού βγήκε έξω και ήπιε, επιστρέφοντας στο πλοίο το βρήκε γεμάτο κορίτσια που είχαν ανέβει για να βρεθούν με τους ναυτικούς. Για κάποιους από αυτούς, οι γυναίκες αυτού του λιμανιού οι οποίες ανέβαιναν στο πλοίο τις λίγες ώρες που έπιανε εκεί, ήταν η σημαντικότερη στιγμή του ταξιδιού και πολλοί πήγαιναν πάντα με την ίδια γυναίκα που την θεωρούσαν το “κορίτσι” τους. Όταν λοιπόν ο Ψ επέστρεψε στο πλοίο πιωμένος, άρχισε να ρωτάει τα κορίτσια που βρίσκονταν παντού, στην τραπεζαρία, στους διαδρόμους, στα δωμάτια, ποια θα πάει μαζί του. Καμία όμως δεν τον ήθελε επειδή ήταν πιωμένος αλλά και γιατί όλες ήταν εκεί με τα “αγόρια” τους. Και όταν ο Ψ έγινε λίγο πιο πιεστικός σε μία δεν άργησε να  εμφανιστεί ο ναύτης, της που περίμενε να τελειώσει η βάρδια του για να αποσυρθεί μαζί της, και τον έδιωξε θυμωμένος, παρεξηγημένος που ο Ψ τόλμησε να ενοχλήσει το “κορίτσι” του.   
 
Όταν μαζί με τον συνεργάτη μου Λαουρέτσιου Κάλσιου, που γύρισε αυτήν τη σκηνή, είδαμε τα πλάνα, ενθουσιάστηκα και θεώρησα πως θα ήταν μία από τις σημαντικότερες σκηνές της ταινίας αφού έδειχνε τόσο έντονα την μοναξιά, την απελπισία, την ανάγκη αυτής της ιδιότυπης ζωής, αυτά δηλαδή που ήταν το θέμα μου. Ένα χρόνο αργότερα όμως, στο μοντάζ, αποφάσισα να μην την συμπεριλάβω επειδή, κυρίως, σκεπτόμουν πως θα αντιδρούσα εάν ο Ψ ή οι γονείς του καθόταν δίπλα μου σε μία προβολή και έβλεπαν τη σκηνή αυτή. Η απάντηση μέσα μου ήταν πάντα η ίδια. Θα έκλεινα τα μάτια. Θα ντρεπόμουν. Είχα γυρίσει έναν άνθρωπο πιωμένο, εκτός απολύτου ελέγχου, σε στιγμές κινηματογραφικά δυνατές στα όρια όμως του ηθικού κώδικα κάθε  σκηνοθέτιδος/τη ντοκιμαντέρ.  Και αν και ο ίδιος, μέχρι το τέλος του ταξιδιού, δεν μου είπε τίποτα, θεώρησα πως θα πρόδιδα την εμπιστοσύνη του, την ανοιχτότητά του και θα τον εκμεταλλευόμουν εάν την έβαζα.
 
Δεν ήταν η μοναδική φορά που έχω βρεθεί σε τέτοιο δίλημμα, ούτε η τελευταία που χρειάστηκε να αφήσω έξω από μία ταινία την πιο ωραία μου, ίσως, σκηνή. Είναι όμως αυτή που ακόμα, 15 χρόνια μετά, με βασανίζει: εάν η ταινία θα ήταν πληρέστερη με αυτήν, εάν ήμουνα υπερπροστατευτική προς τον ήρωά μου, εάν προέταξα την συνείδησή μου της ταινίας κλπ. Μάλιστα πολλές φορές έχω σκεφτεί να ξαναμπώ στο μοντάζ και να τη βάλω, αλλά δεν το έχω κάνει. Ακόμα.
 
Οι ταινίες, για εμάς που τις φτιάχνουμε, δεν τελειώνουν στην οθόνη. Παίρνουν μία προσωρινή μόνο μορφή στο μοντάζ, μέσα μας όμως η ζωή τους συνεχίζεται, μέρος της δικής μας, και συχνά σκέπτομαι, πως η αμφιβολία που με κατατρέχει τόσα χρόνια έχει στοιχεία όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά, ίσως, και μιας κάποιας ματαιοδοξίας.
 
Τον Ψ δεν τον ξανασυνάντησα ούτε γνωρίζω εάν είδε ποτέ την ταινία.