Δέκα αληθινές ιστορίες λίγο πριν τα Χριστούγεννα.

Ads

Το «Πρώτο Πλάνο», το περιοδικό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ζήτησε από δέκα σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ να μοιραστούν από μια εμπειρία, μια αληθινή ιστορία που έζησαν στα γυρίσματα των ταινιών τους. Από εδώ έως το Εκουαδόρ και από την πιο αισιόδοξη πλευρά της ζωής έως την πιο σκοτεινή, οι αφηγήσεις τους είναι γεμάτες από το υλικό της ζωής. Συναρπαστικό. Αστείρευτο.

Το tvxs.gr δημοσιεύει σήμερα την πρώτη.

ΦΥΓΕ ΣΟΥ ΕΙΠΑ…

ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΨΥΛΛΑΚΗ

Ζεφύρι, άνοιξη 2014. Μια περιοχή στις παρυφές της Αθήνας, με αρκετούς τσιγγάνους, δύσκολη και προβληματική που συχνά τον τελευταίο καιρό είχε τραβήξει αρνητικά τα φώτα της δημοσιότητας. Προετοιμασίες γυρισμάτων για το ντοκιμαντέρ ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΡΟΜΑ.

Ads

Πολλά από όσα συνήθως κυριαρχούν στις εικόνες που έχουμε για τους τσιγγάνους, εδώ απουσίαζαν. Υπήρχαν όμως πολλά νέα στοιχεία που σιγά, σιγά ανακαλύπταμε. Θέλαμε, στα νέα δεδομένα ένταξης των Ρομά σε αστικό περιβάλλον αλλά και κρίσης, να εστιάσουμε στα όνειρα, τις φιλοδοξίες και τη ζωή συγκεκριμένων προσώπων-χαρακτήρων.

Στα αρχικά στάδια της έρευνας μου γνώρισαν τον κ. Διονύση. Μια ξερακιανή, γεροντική, φιγούρα, γύρω στα 60, άνθρωπος χαμηλών τόνων, ταλαιπωρημένος και φιλάσθενος αλλά με πολύ καθαρά μάτια και φωνή. Παρέα με το πρόσωπο που μας σύστησε φτάσαμε στο σπίτι του. Φτωχική αλλά αξιοπρεπής κατάσταση, ένα λυόμενο που τους είχαν παραχωρήσει, με αυτοσχέδιες προσθήκες. Δεν μπήκαμε μέσα. Καθίσαμε στην αυλή συζητώντας. Σιγά, σιγά εμφανιζόταν κάποιοι από τους δικούς του και περαστικοί φίλοι. Όλοι ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν. Είχαν και ενδιαφέρουσες ιδέες. Χωρίσαμε με θερμή χειραψία και πολλές υποσχέσεις. Ήμουν στην αυλή των θαυμάτων. Είχα βρει τον κεντρικό μου “ήρωα” και κάποιους περιφερειακούς. Η φαντασία μου κάλπαζε… 

Σύντομα ξαναβρέθηκα στην αυλή με μια κούτα γλυκά αυτή τη φορά. Ο κ. Διονύσης δεν ήταν εκεί με πληροφορούν η γυναίκα και η κόρη του. Κάτι έλειπε, κάτι πέρασε από το νοσοκομείο, κάτι … Πάντως δεν ήταν εκεί και ούτε υπήρχε λόγος να περιμένω. Άφησα τα γλυκά και τους χαιρετισμούς μου και έφυγα χωρίς να αποσπάσω κάποια χρήσιμη πληροφορία για το πότε θα επέστρεφε.

Περνούν λίγες μέρες και ξαναπάω. Στην έρημη αυτή τη φορά αυλή μια σχετικά νέα γυναίκα πλένει. Δεν την έχω ξαναδεί. Μου απαντά απρόθυμα. Είναι  κόρη του και ξέρει για την περίπτωσή μου. Ο κ. Διονύσης δεν είναι εκεί και τίποτα περισσότερο. Προσπαθώ, ευγενικά, κάτι να μάθω αλλά αυτή ανένδοτη επαναλαμβάνει: δεν είναι εδώ, σου είπα.  Συνεχίζει για λίγο τη δουλειά της, εγώ επιμένω και με πλησιάζει απειλητικά: φύγε σου είπα.

Έφυγα ντροπιασμένος και φοβισμένος. Δεν είχα ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Το ότι ξαφνικά δεν είχα τίποτα όσον αφορά την ταινία, ήταν το λιγότερο. Η προσβολή και η ντροπή κυριαρχούσαν μέσα μου. Δεν χωνευόταν εύκολα. Ξαφνικά, αργά το βράδυ, θυμήθηκα τους τσιγγάνους που  μας πλησιάζουν, στο δρόμο ή στην ταβέρνα, για μια μικρή βοήθεια. Ένα ξερό “δεν θέλω ή δεν έχω” είναι η ήπια άρνηση. Το “φύγε σου λέω” το λέμε συχνά και το αισθανόμαστε συχνότερα.

Τούτη τη φορά, στην αυλή του κ. Διονύση, ήταν το μόνο ίσως μέρος στο κόσμο που η κόρη του μπορούσε να εκστομίσει και να επιστρέψει σε ένα μπαλαμό, εμένα, το καθημερινό λουτρό ντροπής που τους φιλοδωρούμε: φύγε σου λέω.    

Τον κ. Διονύση δεν τον ξαναείδα. Μου έμεινε ένα μεγάλο μάθημα. Ντρεπόμουν, όχι για αυτό που είχα ακούσει αλλά γι’ αυτό που τόσες φορές έχω πει, έστω και με τη σκέψη μου μόνο…