O γονέας ενός ανηλίκου ο οποίος το Σάββατο πήγε με το παιδί του σε γνωστό σινεμά εμπορικού κέντρου στο Μαρούσι για να δει την ταινία «Joker», έγραψε μια επιστολή στην εφημερίδα «Έθνος», περιγράφοντας τα όσα συνέβησαν.  Όπως περιγράφει στο γράμμα του ο γονέας, αμέσως οι αστυνομικοί ζήτησαν από τα παιδιά να τηλεφωνήσουν στους γονείς τους και να τους ενημερώσουν ότι συνελήφθησαν και πως πρέπει να οδηγηθούν στο Α.Τ. της περιοχής τους. Αμέσως εκείνα, σύμφωνα με τον γονέα, άρχισαν να τηλεφωνούν, λέγοντας: « Έλα, μπαμπά, με συνέλαβαν γιατί έβλεπα το Τζόκερ». 

Ads

Η παρακάτω παραγραφος είναι χαρακτηριστική: «Έξω από την κινηματογραφική αίθουσα επικράτησε πανικός. Οι αστυνομικοί μαζί με τους γονείς που βρίσκονταν εκεί προσπαθούσαν να βρουν τρόπο για να μεταφερθούν τα παιδιά στο Α.Τ. της περιοχής. Τότε, σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, ειπώθηκε ότι τα παιδιά θα μεταφέρονταν στο Α.Τ. με κλούβες. Κάποιοι αντέδρασαν και έτσι οι μαθητές πήγαν με τα περιπολικά και άλλοι συνοδεία των γονέων τους. Στο αστυνομικό τμήμα, όμως, συνεχίστηκε το δράμα τους. Και αυτό γιατί άλλοι έμειναν στην αυλή του Α.Τ. και άλλοι ήταν μέσα ανάμεσα σε κρατούμενους και περίμεναν για περίπου έξι ώρες».

* ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο Τζόκερ και το ταξικό χαρτί

Οι γονείς αντέδρασαν και πολύ σωστά έκαναν. Καλά έκαναν, επίσης, όλοι που καταδικάζουν την παραμονή εφήβων στα κρατητήρια μαζί με άλλους που βρίσκονται εκεί όχι επειδή είδαν «ακατάλληλη» ταινία.

Ads

Θυμήθηκα αντίστοιχα τα ρεπορτάζ σε ραδιόφωνο και τηλεόραση, όπου οι δημοσιογράφοι, χωρίς να δραματοποιούν την κατάσταση, εμμέσως πλην σαφώς συντάχθηκαν με την επικρατούσα αποψη και συναντίληψη ότι δεν νοείται να σύρονται παιδιά στα κρατητήρια επειδή έβλεπαν μια ταινία κι ούτε νοείται αυτού του είδους παρέμβαση της αστυνομίας.

Και σκέφτομαι, λοιπόν, και αναρωτιέμαι γιατί ως κοινή γνώμη όλα αυτά που θεωρούμε αδιανόητα για τα δικά μας παιδιά, τα προσπερνούμε έτσι για τα παιδιά μεταναστών και προσφύγων;

Όπως είναι αδιανόητο να μεταφέρεται με κλούβα ένα παιδί που έβλεπε ταινία, το ίδιο αδιανόητο είναι να μεταφέρεται με κλούβα ένα προσφυγάκι που διέμενε σε οργανωμένη εστία (ας μην εστιάζουμε στο «κατάληψη», αγνοώντας τα υπόλοιπα) με την οικογένειά του.

Συμπεραίνω ότι και οι δύο αυτές ομάδες παιδιών, τα ντόπια και τα ξένα, ζούνε σε ένα κράτος, το οποίο τα μεν πρώτα μπορεί να τα πετάξει σ’ ένα κρατητήριο μαζι με ναρκομανείς, κλέφτες και κάθε είδους παραβάτες, τα δε δεύτερα μπορεί να τα πετάξει σε μια ανοιχτή φυλακή μακριά από την κοινότητα.

Συμπεραίνω ότι και τα δύο συμβαίνουν, γιατί, μεταξύ άλλων, ο νόμος δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του 21ου αιώνα, με όρους ελευθερίας, παιδείας και ισοπολιτείας.

Συμπεραίνω ότι και τα δύο συμβαίνουν, γιατί, μεταξύ άλλων, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας έχει εμποτιστεί στην κουλτούρα του φόβου, της μισαλλοδοξίας και του κοινωνικού αυτοματισμού.

Και συμπεραίνω ότι αυτή η συνθήκη κράτους-κοινωνίας το μόνο ουσιαστικά διαφορετικό που προσφέρει στα ντόπια παιδιά από τα ξένα είναι τη δυνατότητα να πάρουν τηλέφωνο και να πουν «έλα, μπαμπά, με συνέλαβαν γιατί έβλεπα το Τζόκερ». Τα «άλλα» δεν έχουν ούτε αυτό.

Δεν μπορούν να πάρουν τηλέφωνο τον μπαμπά τους να έρθει να τα γλιτώσει. Κάποιοι παραξενεύονται ακόμα κι αν αυτά τα παιδιά κρατούν τηλέφωνο. «Έλα μπαμπά, με συνέλαβαν, γιατί έπαιζα με άλλα παιδιά». Και οι ίδιοι κάποιοι αυτόν τον μπαμπά τον φοβούνται. Στο μυαλό τους είναι κάποιος άγριος που θα έρθει για να μας αλλάξει τον τρόπο ζωής και όχι για να μεγαλώσει το παιδί του με τον ίδιο τρόπο ζωής.

Σαν να είναι ο τρόπος ζωής ζήτημα του πότε και πού προσεύχεσαι κι όχι η κοινότητα όπου κυρίως και πρωτίστως βιώνεται απ’ όλους το αυτονόητο δικαίωμα στην ελευθερία και τη συνύπαρξη, με τις ευεργετικές συνέπειες που έχουν στην καθημερινότητα και την ιστορία, με την καθολική και αυτονόητη παραδοχή πως στον τόπο μας, που θα ‘ταν τιμή μας να ‘ναι κοινός τόπος κι όχι δυστοπία, τα παιδιά δεν μπαίνουν φυλακή κι ούτε έχουν ανάγκη να πάρουν το μπαμπά τους τηλέφωνο να τα βγάλει απ’ τη φυλακή, γιατί τα παιδιά μας είναι στο σχολείο όλα μαζί, μαθαίνουν, αναπτύσσονται, αγαπούν και αγαπιούνται, για να γίνουν άξιοι πολίτες που τιμούν τον τόπο τους, τον τόπο μας, τιμούν τις ρίζες τους και αναζητούν το μπόλιασμά τους σ’ ένα καλύτερο καρπό, γιατί τα παιδιά μας δεν είναι απόκληροι.

Και συμπεραίνω ότι αυτή η συνθήκη κράτους-κοινωνίας, που θεωρεί ακατάλληλη για παιδιά την ιστορία του απόκληρου Άρθουρ Φλεκ, έχει γίνει απο μόνη της στην πραγματικότητα η φανταστική συνθήκη που μετέτρεψε τον απόκληρο Άρθουρ Φλεκ σε εκδικητή Τζόκερ. Έχουν καταφέρει οι θεσμοί μας απαγορεύοντας τη μυθοπλασία κι οδηγώντας την στα κρατητήρια να την κάνουν πραγματικότητα. Έχουν καταφέρει να κάνουν ολοένα και περισσότερους (πλέον ακόμη και τους υπεράνω υποψίας) να νιώθουν απόκληροι. Κι αυτό θέλει τέχνη για να το καταφέρει κανείς, θα μπορούσαμε να πούμε ειρωνικά.

Παρόλα αυτά υπάρχει ελπίδα. Η εξουσία είναι πάντα τόσο γελοία, που αρκεί ένα γέλιο για να την νικήσει. Τα παιδιά, δεν τα βλέπετε πώς γελούν;