Μας κυκλώνουνε απόψε, Ρωμαίων προσταγές, επιταγές των λεγεώνων, μια άγρια νύχτα στρατιωτικών σχηματισμών. Μια καταιγίδα στην άκρη της βελόνας. Δες τον στρατό να μπαίνει μέσα στη λασπωμένη Αθήνα, μια πόλη που ποτέ δεν έμαθε να φτιάχνει τους χειμώνες, μόνο στολίζει με χιονόνερο τα έλκηθρά της, ζητιανεύει κακούς στολισμούς και κόστος ευωχίας. Ακου τα πόδια τους να τρίζουνε τους δρόμους, φερμένοι από άλλο χρόνο, απ’ άλλες πυρκαγιές. Τώρα ξεχύνονται, ψάχνουν και διατάζουν. Ανοίγουν πόρτες, αναποδογυρίζουνε αμάξια, λένε τα λόγια που πρέπει να ειπωθούν. Φωνές σκληρές γεμάτες σφραγίσματα, προσταγές και επιταγές των λεγεώνων. Κάθε τι που εισβάλλει θα παραμένει πάντοτε σιδερόφραχτο, μια όψη κοινή να μπορείς να την αναγνωρίσεις. Είναι κι αυτή μια νύχτα σαν τις άλλες.

Ads

Γιατί το μέσα μας πραξικόπημα είναι ολοστρόγγυλο σαν δαχτυλίδι υπόσχεσης ή σαν θηλιά. Μπορείς να το περάσεις σε οποιοδήποτε δάχτυλο δεν σηκώθηκε, να το κρεμάσεις σε όποιο στήθος δεν φούσκωσε ή απλά να το χάσεις. Γιατί ναι, χάνεται εύκολα σαν κέρμα ανάμεσα σε μαξιλάρια καναπέδων, μέσα σε νεροχύτες ή κάτω από τον καιρό. Και η παραίτηση που ήταν κάποτε χειρονομία, γίνεται εδώ πολίτευμα. Φτιάχνει υδραγωγεία και στρώνει δρόμους, υπόσχεται μια καλύτερη οικονομία και ένα αύριο ευρύχωρο για κάθε μοναξιά. Με ένα αντίτιμο λογικό και επιπλωμένο. Είναι που μέσα δεν υπάρχει αντιπολίτευση. Μόνο μια κίνηση που όλα τα παρασέρνει. Μια διαρκής κατάφαση σε ό,τι παρασέρνει.

Κύριε, μην με παρεξηγείς, δεν είναι γκρίνια ή μοιρολατρία, μόνο μια αναίτια πολιορκία. Ενας κλοιός από πράγματα γνωστά και συνηθισμένα, από αποδοχές και αιτιάσεις, από τρόπους και αναγωγές. Και οι Ρωμαίοι σου που πολιορκούν τις πόρτες δεν θα μπουν, όσο και αν πληθαίνουν οι τάξεις τους, όσο και αν απειλούν. Μόνο άμα τους ανοίξουμε τις πόρτες. Δεν φτιάχτηκαν για να κατακτούν, μονάχα για να πολιορκούν. Για να στέκονται εκεί, λίγο έξω από την πόρτα. Να σε κυκλώνουν και να σε ξεκόβουν, κυρίως για να σου υπενθυμίζουν αυτό που εκκρεμεί, που περιμένει και απειλεί.
Γιατί ότι και να γεννάται, κύριε, σήμερα, είναι στην τελική μια σταύρωση. Καμία γέννα δεν θα άντεχε χωρίς αυτήν την προϋπόθεση. Πέρνα στα δάχτυλά της το δαχτυλίδι της υπόσχεσης και άσε την να ψάχνει τη φάτνη που της αναλογεί και της ταιριάζει. Γιατί στην τελική –όπως έχει ήδη ειπωθεί– η σταύρωση ήταν το πρώτο αυτοκινητικό δυστύχημα. Κι εγώ, κύριε, δεν έχω καν δίπλωμα οδήγησης. Ισως μοναχά μια τάση να παρασέρνομαι από τα βήματά μου.

Απ’ έξω ακούς τα βήματά τους. Είναι οι ανάσες τους σε στάση προσοχής που σου χτυπούν παράθυρα και πόρτες. Τα κόκκινα λοφία τους, οι θώρακες και οι επικαλαμίδες. Ορθιοι σαν βία, ακίνητοι σαν κάτι ήδη συντελεσμένο. Και εδώ, κύριε, όλα παραμένουνε πολιορκημένα. Σε μια διαρκή αναμονή με πείνα ακόρεστη για το οτιδήποτε ακολουθεί.

Ads

Κύριε, φέρε πίσω αυτούς που έφυγαν, έστω για μια νύχτα. Και πάρε μαζί σου αυτό που η κάθε απώλεια μας επιβεβαιώνει. Κάτω από τον θρήνο και το σφίξιμο και κάτω από το μαύρο ρούχο. Για τη βεβαιότητα του αναπόφευκτου, για την Απώλεια πίσω από κάθε μας απώλεια. Φέρε τους πίσω για μια νύχτα. Να κατοικήσουν το ψωμί μας. Κι εμείς με δύο κινήσεις. Να τους κόψουμε, να τους μοιράσουμε και να τους φάμε. Μπας και κάτι ξεπαγώσει. Μπας και ζεσταθούν τα πόδια μας. Μπας και βράσει η ησυχία.

Τώρα εδώ και τώρα έξω. Ησυχία. Σαν να μαζεύτηκαν οι ανάσες. Κουβάρι να αποθηκεύτηκαν στο ίδιο πηχτό βαρέλι. Να στάλθηκαν πέρα μακριά. Πίσω στη Ρώμη μαζί με τους Ρωμαίους. Μαζί με τα λοφία, τις επικαλαμίδες, τα αυτοκινητικά τους δυστυχήματα. Ανοίγεις την πόρτα. Κανείς. Ούτε μισή ανάσα. Να μια έρημος στο μπόι μας. Να και οι δικές σου σαράντα εκεί ημέρες. Να στέκεσαι και να κοιτάς. Χωρίς πειρασμούς και τέτοια. Μα η πολιορκία δεν λύεται. Συνεχίζει. Διαρκώς συνεχίζει. Ακόμα και χωρίς πολιορκητές. Ακόμα και χωρίς πολιορκημένους. Ακόμα και όταν εσύ βγεις και πάρεις τον δρόμο σου παρασυρμένος από τα βήματά σου.

Η πολιορκία συνεχίζει. Και εσύ είσαι η κερκόπορτά της.

*Μπλεζ Σαντράρ, «Πάσχα στη Νέα Υόρκη»

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών