Ο πατέρας μου προέρχεται από μια πολύ φτωχή οικογένεια. Ο ίδιος γεννήθηκε στη Μελβούρνη, παιδί μεταναστών. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, μία από τις δουλειές που έκανε ήταν να καθαρίζει τα παράθυρα στου Zonar’s και να κάνει delivery τις τούρτες του ζαχαροπλαστείου. Η μητέρα μου, από την άλλη, προέρχεται από μια αστική οικογένεια δικηγόρων ‒ έκαναν παρέα με τον Ρίτσο. Κάπως συναντήθηκαν, ερωτεύτηκαν και ενώθηκαν αυτοί οι δύο κόσμοι. Η ιστορία τους μου θυμίζει πάντα την ταινία The way we were, γιατί, στο κάτω-κάτω, αυτός ήταν ένας ωραίος ξανθός που τα έπαιρνε όλα στην πλάκα κι εκείνη μια ονειροπόλα κομμουνίστρια. Κάποια στιγμή αποφάσισαν να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής του πατέρα μου, στην Κεφαλονιά. Έτσι, μετά τη γέννηση της αδελφής μου ήρθα κι εγώ στον κόσμο, το 1991, στα Μεταξάτα, ένα χωριό κοντά στο Αργοστόλι.

Ads

• Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου υπήρχε το δίπολο της μητέρας και του πατέρα. Από τη μια η μητέρα μου, λόγω της παιδείας που είχε, αγαπούσε το σινεμά του Μιχάλκοφ, ανέλυε τον Αγγελόπουλο, μου μίλαγε για τον Κουλέσοφ, και από την άλλη ο πατέρας μου ήταν ο τύπος που του άρεσαν ο Ζαν-Κλοντ Βαν Νταμ και ο Ράμπο. Εκεί που θα εκτιμούσα μια ταινία του Κουστουτρίτσα, αντίστοιχα λάτρευα και τον Τζέιμς Μποντ και θεωρούσα ότι και τα δύο είναι τέχνη. Μου έκανε καλό αυτό, γιατί με βοήθησε να μην είμαι σνομπ σε σχέση με αυτό που ονομάζεται εμπορική τέχνη. Με εκνεύριζε πάντα το γεγονός ότι συνήθως οι άνθρωποι της τέχνης είναι λίγο ξιπασμένοι και μειωτικοί απέναντι σε πράγματα που καταλαβαίνουν οι πολλοί. Υπάρχει ένας ελιτισμός τον οποίο απεχθάνομαι και δεν ήθελα ποτέ να γίνω έτσι. Κι αυτό το οφείλω στον πατέρα μου.

• Στα χρόνια του δημοτικού, άκουγα αποκλειστικά κλασική μουσική, συνέχεια, στο walkman και στο στερεοφωνικό που είχα στο δωμάτιό μου. Ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί μου συνέβαινε αυτό. Είχα πάρει τα CDs από τη δισκοθήκη των γονιών μου και δεν τα άφηνα στιγμή. Μια φορά, σε κάποια γενέθλιά μου, τέλη δεκαετίας του ’90 ακόμα, είχα μαζέψει τη μουσική που θα έβαζα στο πάρτι όταν θα έρχονταν τα άλλα παιδάκια: Στράους, Σοπέν, Στραβίνσκι. Τα βλέπει η αδερφή μου, «καλά, είσαι βλαμμένο;» μου λέει. Τα εξαφάνισε και εν τέλει στο πάρτι ακούγαμε «Mακαρένα» και Bomfunk MC’s. 

• Έχω τους ίδιους φίλους από το νηπιαγωγείο. Είμαστε η ίδια παρέα. Αυτοί έρχονται και με βοηθάνε στις ταινίες μου, με αυτούς κουβεντιάζω κάθε μέρα, μια και μένουν σχεδόν όλοι στην Αθήνα πλέον. Ο πρώτος άνθρωπος που διαβάζει τα σενάριά μου είναι ένας από τους αδελφικούς μου φίλους, ο Ανδρέας, ο οποίος είναι οικονομολόγος. Δεν είναι καν σινεφίλ, αλλά ακούω πάντα με μεγάλη προσοχή τα σχόλιά του, διότι πιστεύω ότι είναι η καρδιά του mainstream κοινού. Ο Νίκος και ο Παναγής, που έχουν εντελώς διαφορετικές καριέρες, είναι οι βοηθοί παραγωγής μου και ξέρω πως όταν είναι εκεί, τα πράγματα είναι στη θέση τους. Ο Παύλος, που είναι πολιτικός μηχανικός, είναι ο runner στις ταινίες μου. Και έχω και τον καλύτερό μου φίλο, τον Γιώργο (σ.σ. Βαλσαμή), που μου κάνει τη διεύθυνση φωτογραφίας. Είναι ο άνθρωπός μου στον κινηματογράφο, διότι είναι αυτός που οπτικοποιεί το όραμά μου.

Ads

• Με αυτά τα παιδιά, όταν πηγαίναμε ακόμα σχολείο, δεν χάναμε ευκαιρία να πηγαίνουμε στο απίστευτα trash κλαμπ του νησιού μου, που ήταν κάτι σαν μπουζούκια. Αυτά είναι τα ωραία της επαρχίας! Εκεί ήταν εύκολο να το κάνουμε, γιατί, ο μπουζουκτζής, για παράδειγμα, ήταν θείος μου ή ο πορτιέρης φίλος της αδελφής μου. Ήμασταν κάγκουρες μάλλον, αλλά υπήρχε μια γλύκα σε όλο αυτό, γιατί διαβάζαμε πού και πού και κανέναν Καρυωτάκη. Ένα περίεργο κράμα, το οποίο νομίζω ότι υπάρχει και στις ταινίες μου. Έχω την αίσθηση ότι δεν φοβούνται να κλείσουν το μάτι στο ευρύ κοινό, αλλά συγχρόνως φλερτάρουν και με την ποίηση. 

• Ένα άλλο ωραίο του να μεγαλώνεις σε νησί είναι ότι τα πάντα συμβαίνουν με φόντο τη θάλασσα. Όλες οι μεγαλοστομίες για το τι θα γίνουμε στο μέλλον, όλα τα γέλια, όλες οι ερωτικές απογοητεύσεις, τα πάντα γίνονταν μπροστά σε μια ακτή. Aυτό μου θυμίζει μια φράση από την Αιολική Γη του Βενέζη, όπου λέει το αγόρι στη μάνα του: «Αχ, μητέρα, πάντα είναι ωραία με τη θάλασσα!». Ή το άλλο που λέει ο e.e.cummings: «For whatever we lose (like a you or a me) it’s always ourselves we find in the sea». Με τους ανθρώπους με τους οποίους μεγάλωσα μάθαμε να βρίσκουμε τον εαυτό μας δίπλα στη θάλασσα και να παίρνουμε θάρρος απ’ αυτήν. 

• Δεν ήξερα ότι θα γίνω σκηνοθέτης. Ακόμα και όταν τελείωσα τη σχολή, δεν το πίστευα. Δεν είχα πίστη στον εαυτό μου. Είχα μάθει να μην τα καταφέρνω. Όποιο στόχο και να έβαζα, δεν τον κατακτούσα. Στις πανελλήνιες εξετάσεις απέτυχα παταγωδώς. Για την ακρίβεια, δεν προσπάθησα καθόλου. Βρίσκω φριχτό αυτόν τον θεσμό. Όταν με ρωτούσαν «τι θέλεις να γίνεις;», εγώ απαντούσα πάντα «τίποτα». Εφόσον δεν πέρασα πουθενά, πήγα στο Λονδίνο για να σπουδάσω νομική. Δεν υπήρχε κάποιος λόγος γι’ αυτό, ήταν η κλασική επιλογή των γονιών: «αρχιτέκτονας, γιατρός ή δικηγόρος». Για τα δύο πρώτα ούτε λόγος, οπότε η δικηγορική φαινόταν μια καλή λύση. Όμως συνειδητοποίησα πολύ σύντομα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω δικηγόρος, τα παράτησα και προσανατολίστηκα στις σπουδές κινηματογράφου, γιατί είχα την εντύπωση πως δεν θα χρειαζόταν να κοπιάσω πολύ. Οτιδήποτε είχε να κάνει με υποχρεώσεις δεν το ήθελα. Και είναι αστείο, γιατί σήμερα αγαπώ πολύ την ευθύνη.

• Αν και δεν ήμουν καλός φοιτητής, εν τέλει κατάφερα να τελειώσω με αριστείο τη σχολή χάρη σε μια ταινία που έκανα για την πτυχιακή μου. Η ταινία, βέβαια, ήταν τραγωδία, αλλά, μέσα στο χάος των συμφοιτητών μου, φάνηκε αριστούργημα. Λεγόταν Κίρκη και ήταν μια rave μεταφορά του μύθου της Κίρκης, δηλαδή ό,τι να ‘ναι. Σήμερα είναι καταχωνιασμένη σε έναν σκληρό δίσκο, κάπου όπου δεν μπορεί να τη βρει κανείς.

• Ο Ανάδρομος ‒έτσι λεγόταν η πρώτη μου μικρού μήκους ταινία‒ με έφερε σε επαφή με τρομαχτικές απογοητεύσεις, γιατί εγώ νόμιζα ότι ήμουν ο Γουόνγκ Καρ-βάι του ελληνικού σινεμά όταν την έκανα. Πίστευα ότι θα με πάρουν στο Λοκάρνο, στο Βερολίνο, στις Κάννες. Έκανα αιτήσεις παντού και, φυσικά, δεν με πήραν πουθενά. Με πήραν όμως στη Δράμα. Κι εκεί είδα έναν ενθουσιασμό από τους κριτικούς και από τους σκηνοθέτες. Μου έλεγαν ότι έχω ταλέντο κι έτσι την «άκουσα» πάλι. Όμως την πάτησα γι’ άλλη μία φορά. Ενώ πίστευα ότι θα φύγω με βραβείο, δεν πήρα τίποτα. Αλλά δεν με ένοιαζε. Γνώρισα ένα ωραίο κορίτσι εκεί και έζησα μια ωραία ιστορία για λίγο. 

• Δεν ξέρω αν θυμάμαι σωστά έναν στίχο του Ελύτη τον οποίο έγραψε στην αρχή της πορείας του και έλεγε περίπου πως «κάποιες φορές νιώθω πως είμαι τόσοι πολλοί που χάνομαι», για να καταλήξει, δεκαετίες αργότερα, νομίζω στον Μικρό Ναυτίλο, να πει «Αυτός που γύρευα είμαι». Εγώ ακόμα χάνομαι, δεν ξέρω ποιος είμαι και μου αρέσει πολύ αυτή η φάση, που δεν ξέρω ακόμα αν θέλω να κάνω θρίλερ ή κωμωδία. Αισθάνομαι ότι θέλω να κάνω τα πάντα και φοβάμαι πως αν μάθω ποιος είμαι θα είναι πολύ βαρετό και δεν θα έχω πια ιδέες.

• Η ιδέα στην οποία βασίστηκε η ταινία Η Απόσταση ανάμεσα στον ουρανό και εμάς μού ήρθε εντελώς απροσδόκητα. Το σενάριο γράφτηκε επίσης άμεσα, γιατί στην ουσία πρόκειται για μια συζήτηση. Επικεντρώνεται στην τυχαία συνάντηση δύο νεαρών ανδρών σε κάποιο ξεχασμένο βενζινάδικο της εθνικής οδού, μέσα στη νύχτα. Πρόκειται για μια σύντομη ερωτική ιστορία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών.

• Ο αδελφός του πατέρα μου, ο θείος μου ο Σπύρος, που έχει φύγει πια από τη ζωή, ήταν ομοφυλόφιλος. Μια εντελώς ροκ εν ρολ προσωπικότητα που είχε κάνει coming out στα 16 του χρόνια σε δύσκολες εποχές, σε μια φτωχή και συντηρητική οικογένεια. Έναν χρόνο αργότερα έφυγε για την Αυστραλία, όπου και έζησε μόνος του. Αυτός ήταν η έμπνευση για την ταινία μου και σε αυτόν την αφιερώνω.

• Υπήρξαν άνθρωποι του κινηματογράφου που βγήκαν και είπαν ότι τα queer θέματα «πουλάνε» και πως αυτό είχα κι εγώ στο μυαλό μου όταν έκανα την ταινία. Το να λένε ότι εκμεταλλεύτηκα μια ολόκληρη κοινότητα και την χρησιμοποίησα ως όχημα για να φτάσω κάπου το θεωρώ φοβερά προσβλητικό όχι μόνο για μένα προσωπικά αλλά και για όλους τους ανθρώπους που δούλεψαν γι’ αυτή την ταινία. Είναι σαν να τα ισοπεδώνουν όλα. Τέτοιου είδους σχόλια, πάντως, δέχτηκα μόνο στην Ελλάδα.

• Υπάρχει ένας φοβερός κομπλεξισμός, επειδή είμαι πολύ νέος και έφτασα σε έναν στόχο πάρα πολύ γρήγορα. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει τίποτα, γιατί αυτό το βραβείο μπορεί να είναι η κορυφή της καριέρας μου και να μην ξαναφτάσω ποτέ εκεί. Μπορεί να κάνω μόνο μαλακίες από δω και πέρα. Δεν ξέρει κανείς τι θα γίνει.

• Στις Κάννες είχα ένα πολύ ωραίο ενσταντανέ με τον Κριστιάν Ζεν, διευθυντή του φεστιβάλ, ο οποίος με σύστησε στη Ζανγκ Ζιγί, την οποία λάτρευα ως πιτσιρικάς λόγω του Καρ-βάι και του Ανγκ Λι, λέγοντάς της: «Ο Βασίλης είναι ένας νέος σκηνοθέτης ο οποίος έκανε μια γκέι ταινία, ενώ ο ίδιος είναι στρέιτ. Κι αυτό είναι το πιο φανταστικό πράγμα στον κόσμο!». Ένιωσα τρομερή περηφάνια εκείνη τη στιγμή, γιατί δεν σου κρύβω ότι φοβόμουνα λόγω της πολιτικής ορθότητας μήπως βγουν να μου πουν «εσύ τι δουλειά έχεις να κάνεις γκέι ταινία;». 

• Αισθάνομαι ότι η χώρα μου, ενώ με έχει αναγνωρίσει σε επικοινωνιακό επίπεδο, σε ένα πιο ουσιαστικό δεν μου έχει αναγνωρίσει την αξία που μου αναλογεί. Γιατί; Επειδή είμαι 28 χρονών και δεν έχω ούτε ένα ευρώ πάνω μου αυτήν τη στιγμή. Διότι το υπουργείο Πολιτισμού δεν λέει να χρηματοδοτήσει το γαμημένο ελληνικό σινεμά. Μας καλούν να κάνουμε καλές ταινίες με ετήσιο budget για όλες τις ελληνικές ταινίες αντίστοιχο με το budget μιας μέσης ευρωπαϊκής ταινίας. Είναι ολοφάνερο ότι μας έχουν για φτύσιμο. Και μετά βγαίνει το υπουργείο Πολιτισμού και δίνει συγχαρητήριο μήνυμα στα media. Το γράφω στ’ αρχίδια μου! Δεν χρειάζομαι την περηφάνια του υπουργείου όταν παίρνω τον Χρυσό Φοίνικα, γιατί αυτό το βραβείο το πήραμε εγώ και η παρέα μου. Δύο ηθοποιούς είχα στην ταινία. Στον έναν έδωσα 100 ευρώ και στο άλλον ένα μπουφάν, απλώς και μόνο για να τους δώσω κάτι. Οπότε, ας μη νιώθουν εθνικά υπερήφανοι, δεν έχουν το δικαίωμα.

• Ο Λάνθιμος είναι γαμώ τα παιδιά, κρίνοντας από το λίγο που τον συναναστράφηκα στις Κάννες. Προσιτός και προσγειωμένος. Με συμβούλευσε για τα επόμενα βήματά μου με χιούμορ και αμεσότητα, χωρίς να προσπαθήσει να με πατρονάρει ούτε στιγμή. Μάγκας, μου άρεσε! Και ήταν και πλάι σε αυτό το τόσο ευγενικό και γοητευτικό πλάσμα, την Αριάν Λαμπέντ, η οποία ήταν στο φεστιβάλ με την πρώτη της σκηνοθεσία. Έκανε μια υπέροχη ταινία μικρού μήκους, το Olla, με τη Ρομάνα Λόμπατς, η οποία διαγωνίστηκε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών.

• Αυτό που θα κράταγα από τις Κάννες ως momentum ήταν μια στιγμή που είχα με την Κατρίν Ντενέβ. Όταν πήρα τον Φοίνικα μας πήγαν στο backstage. Εκεί, λοιπόν, ήταν όλοι αυτοί που είχαν έρθει για να δώσουν τα βραβεία, συν οι νικητές, οι οποίοι έφταναν ένας-ένας στην αίθουσα. Έτσι, ξαφνικά βρέθηκα ανάμεσα στον Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, στον Βίγκο Μόρτενσεν και τον Μάικλ Μουρ, ενώ ακριβώς απέναντί μου καθόταν εκείνη. Την παρατηρούσα μέσα στο λαμπερό πράσινο φόρεμά της, καθώς είναι ακόμα μια εκπληκτικά όμορφη γυναίκα. Έχει φοβερό στυλ και γοητεία.

• Εγώ ήμουν φανερά ο νεότερος άνθρωπος στην αίθουσα. Εκεί, λοιπόν, έδιναν σε όλους σαμπάνια. Είχα πιει τη δική μου και μου είχε μείνει ένα ποτήρι νερό. Εκείνη καθόταν ακόμα με το ποτήρι της σαμπάνιας στο χέρι να με κοιτάζει, να μου χαμογελάει και να μου υψώνει το ποτήρι της. Υψώνω κι εγώ το ποτήρι του νερού που μου είχε απομείνει. Οπότε χαμογελάει πολύ πλατιά, κατεβάζει το ποτήρι με τη σαμπάνια και ζητά από τον σερβιτόρο να της φέρει ένα ποτήρι νερό και το υψώνει και πάλι, κλείνοντάς μου το μάτι. Μετά από λίγο, πηγαίνοντας προς τη σκηνή για να δώσει ένα βραβείο, ήρθε από πάνω μου, μού χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε απλώς «felicitations!». To βρήκα τόσο πολύ γενναιόδωρο και τρυφερό! Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν τη στιγμή που είχα με αυτή την υπέροχη γυναίκα, την πάντα flirtatious Βelle de Jour

• Αν είχα να διαλέξω με το μαχαίρι στον λαιμό μεταξύ αναγνώρισης μέσω ενός βραβείου και της αποδοχής από το κοινό, θα διάλεγα το δεύτερο. Εδώ που τα λέμε, κανείς δεν θυμάται ποιος πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1970 για παράδειγμα, αλλά όλοι λατρεύουν τον Λόρκα, που δεν πήρε ποτέ κανένα βραβείο. Ε, σε αυτό το δίλημμα θα προτιμούσα να είμαι ο Λόρκα.

• Την ταινία τη γύρισα μέσα σε ένα βράδυ. Αυτό είχαμε στη διάθεσή μας, λόγω budget, οπότε έπρεπε πάση θυσία να γίνει έτσι. Πέρα από τους οικονομικούς περιορισμούς, όμως, αγαπώ το guerrilla filmmaking. Μια κάμερα στο χέρι, μικρό crew, οι φίλοι μου, πραγματικά locations, δρόμος, η τύχη μας πάντα να βρίσκεται στα χέρια των καιρικών συνθηκών και με το ρίσκο πάντα το γύρισμα να τιναχτεί στον αέρα. Στην Απόσταση, φέρ’ ειπείν, πήγαν να μας δέσουν οι μπάτσοι των διυλιστηρίων. Νόμιζαν πως τραβάγαμε το εργοστάσιο. Δεν χωρούσε το στενό τους μυαλουδάκι ότι κινηματογραφούσαμε με φόντο τη θάλασσα. Νόμιζαν πως μας είχαν κλέψει την καρδιά τα ανέραστα φουγάρα τους. Έτσι, παραλίγο να χάσουμε το magic hour για το τελευταίο πλάνο της ταινίας έτσι. Δεν το χάσαμε, εν τέλει, και μας χάρισαν κι ένα ωραίο inside story να θυμόμαστε. 

• Το guerrilla έχει όλη την ομορφιά του κόσμου, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι να περιμένεις. Θα ήθελα να συνεχίσω να το εφαρμόζω για πάντα, απλώς με μεγαλύτερη οικονομική άνεση. Εκεί έξω είναι η ομορφιά. Δεν μπορώ να με φανταστώ με τίποτα να γυρίζω κάτι μέσα σε στούντιο. Νομίζω πως θα αισθάνομαι σαν συνταξιούχος.  

• Η διάρκεια της ταινίας είναι μόλις 9 λεπτά. Πριν κάνουμε το γύρισμα, είχαν προηγηθεί 50 ώρες προβών. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά αυτό βοήθησε πολύ γιατί στο γύρισμα δεν έπεφτε καρφίτσα. Ο Νικολάκης και ο Ιώκο είχαν γίνει ένα με τους χαρακτήρες που υποδύονταν. Με συνεπήρε, δε, τόσο πολύ αυτό, που θέλησα να γράψω και τη μεγάλου μήκους μου πάνω τους.

• H μεγάλου μήκους, την οποία έχω ξεκινήσει να δουλεύω σε επίπεδο σεναρίου, είναι ένα road trip romance. Ακολουθεί τη σχέση των δύο αγοριών που γνωρίσαμε (και γνωρίστηκαν) στο βενζινάδικο της μικρού μήκους. Στην ουσία, ακολουθεί τη διαδρομή που ακολουθούν όλες οι σχέσεις. Από τον απόλυτο εορτασμό στον απόλυτο μαρασμό και όσα ακολουθούν. Με απασχολεί το τι γίνεται μετά. Και το μετά βρίσκει τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας, που τον υποδύεται ο Νικολάκης, να ψάχνει αυτό που έχασε στις αχανείς εκτάσεις της Αμερικής. Η ταινία θα γυριστεί στην Ελλάδα και στο Τέξας. Αλλά δεν θέλω να πω κάτι άλλο ακόμα.

• Ο Χρυσός Φοίνικας, εκτός του ότι είναι το πιο σπουδαίο αντικείμενο που έχω στην κατοχή μου, είναι και οριακά πιο ακριβός από το σπίτι μου. Κοστίζει όσες ταινίες έχω κάνει μέχρι τώρα και ακόμα παραπάνω. Όμως δεν έχω βιοτικό επίπεδο τέτοιο ώστε να χτίσω ένα πλέγμα ασφαλείας γύρω από αυτό κι έτσι δεν μπορώ να τον έχω μέσα στον χώρο όπου ζω. Επίσης, επειδή είμαι στην κοσμάρα μου, μπορεί να το σπάσω ή, ακόμα χειρότερα, να μου το σπάσει κατά λάθος κάποιος άλλος και να τον μισώ θανάσιμα για την υπόλοιπη ζωή μου. Με συμβούλευσαν και από το φεστιβάλ να το βάλω σε μια θυρίδα. Έτσι κι έκανα. Μου λείπει πάρα πολύ, αλλά έχουμε πλέον σχέση εξ αποστάσεως. 

• Για μένα, η ποίηση είναι η ύψιστη μορφή τέχνης, είναι η τέχνη του ελάχιστου και αυτό είναι που προσπαθώ να προσεγγίσω μέσα από το σινεμά μου. Μπορώ να πω με σιγουριά πως, όπου κι αν φτάσει ένας κινηματογραφιστής, κάνοντας ταινίες, ένας συγγραφέας, γράφοντας λογοτεχνία, ή ένας φιλόσοφος, αναπτύσσοντας φιλοσοφικές θεωρίες, ίσως να μην μπορέσει ποτέ να πλησιάσει τις κορυφές που έχουν φτάσει ποιητές χιλιετίες πριν. Επίσης, υπάρχει κι αυτό που λέμε ποιητική πραγματικότητα. Θυμάμαι κάτι που έλεγε ο Ελύτης στο «Εν Λευκώ», που με συγκινεί πολύ. «Θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφούς, από το φεγγάρι του Άρμστρονγκ». Δεν είναι σπουδαία σύλληψη αυτή; Την ποίηση εν τέλει τη θεωρώ πολύ πιο σπουδαία από το σινεμά. Νομίζω ότι έγινα σκηνοθέτης, επειδή δεν μπορώ να γίνω ποιητής. Μου αρέσει πολύ να μελετάω τα πρόσωπα. Όταν βλέπω ανθρώπους, σκέφτομαι κατευθείαν τα κοντινά τους. Δηλαδή από ποια γωνία και σε ποιο χαρακτηριστικό θα εστίαζα για να μου αποκαλυφθούν περισσότερα για τον χαρακτήρα τους. Επίσης, μου αρέσουν πολύ και τα χέρια. Θεωρώ ότι μπορείς να εκφράσεις απίστευτα πράγματα μέσα από αυτά.

• Αν έπρεπε να διαλέξω μια ταινία για να τη βλέπω όλη μου τη ζωή, αυτή θα ήταν ο ΕΤ. Δεν έχει ξαναϋπάρξει ταινία που να μιλάει τόσο ωραία για την επαφή μας με το ανοίκειο, με τον ξένο. Είναι ό,τι πιο τρυφερό, αστείο, πρωτότυπο και heartbreaking έχω δει στο σινεμά. Περιμένω πώς και πώς να μεγαλώσει λίγο ακόμα ο ανιψιός μου για να το δω μαζί του.

• Δεν έχω βάλει στόχο κάποιο επόμενο βραβείο. Ούτε τον Χρυσό Φοίνικα είχα βάλει στόχο, γι’ αυτό ήρθε στα χέρια μου. Δεν μπορείς να σκέφτεσαι με βάση τα βραβεία, γιατί θα τρελαθείς. Ξέρω πως η ταινία μας βρίσκεται ήδη σε ένα shortlist κάπου 50 ταινιών για την πεντάδα των Όσκαρ. Ακόμα, όμως, βρισκόμαστε πολύ μακριά. Θα ήταν πολύ ωραία μια υποψηφιότητα στην Αμερικανική Ακαδημία. Και να μην κάτσει, όμως, δεν πειράζει. Οι δικοί μου, για να με πειράξουν, κάθε φορά που διαγωνίζομαι για ένα βραβείο μού απονέμουν τη δική τους εκδοχή του εκάστoτε αγαλματιδίου. Όταν ήμουν στο Λοκάρνο, φέρ’ ειπείν, ο πατέρας μου μού έδωσε μια λεοπάρδαλη πλαστική μινιατούρα. Λίγο πριν πάω στις Κάννες, ο ανιψιός μου μού χάρισε ένα πλαστικό φοινικάκι απ’ τα παιχνίδια του. Αν δεν παίξει το Όσκαρ, είμαι σίγουρος πως όλο και κάποιος θα μου πάρει κανένα κυκλαδικό ειδώλιο και θα το καλύψει με χρυσόσκονη. Πιο funky. Μ’ αρέσει.

• Για την Αθήνα έχει μιλήσει πιο βαθιά απ’ όλους τους ανθρώπους της εποχής μας ο Τhe Βoy. «Μας πονάει και μετά κλαίει, και θέλει χάδια κι αγκαλιές και Αθήνα μου “σ’ αγαπάω” να της λες». Τι να πω εγώ; Την αγαπώ αυτή την πόλη με έναν δικό μου τρόπο, πληθωρικό και πληγωμένο. Με κουράζει η κίνηση, η βρομιά, το τόσο χαμηλό ταβάνι της που μας ξύνει το κεφάλι. Από την άλλη, όμως, με γοητεύει η αναρχική ομορφιά της, η τραχύτητα και η ειλικρίνειά της. Είναι μια πόλη που λέει αλήθεια. Δεν σου κρύβεται. Τη σκληράδα και την τρυφεράδα της σ’ τη δίνει με το που σε δει. Δεν είναι σαν το Παρίσι, ας πούμε. Δεν έχει συμμαζεμένη και τακτοποιημένη την ωραιότητά της στο κέντρο και αν βγεις λίγο παραέξω, τη γάμησες. Είναι ντόμπρα. Παντού το ίδιο. Πλάι-πλάι ο άπορος με τον φραγκάτο. Το ερείπιο με το υπερσύγχρονο διαμέρισμα. Δεν σου κρύβεται η Αθήνα και δεν σε αφήνει να κρυφτείς.

• Η δική μου προσωπική Αθήνα, η πόλη μου μέσα στην πόλη, είναι η Κυψέλη. Τα σύνορα της πόλης μου βρίσκονται στην Κοδριγκτώνος απ’ τη μια μεριά, στη Μυτιλήνης απ’ την άλλη. Η καρδιά της είναι η πλατεία Κανάρη και κεντρική αρτηρία η Φωκίωνος Νέγρη. Αν μετά την Αγίου Γεωργίου φράξει από την πολυκοσμία και η Φωκίωνος, καταλαβαίνεις πως κινδυνεύει να πάει από έμφραγμα η Κυψέλη. Μέχρι τότε, όμως, εγώ δεν την αλλάζω. Το να ζεις εδώ είναι σαν ζεις σε μια μικρή γειτονιά με κατοίκους απ’ όλον τον πλανήτη. Όταν βγαίνω απ’ την Κυψέλη, νιώθω σαν να βγαίνω απ’ τη χώρα.

Πηγή: lifo.gr