Το χαϊκού είναι ίσως μια από τις πιο παρεννοημένες μορφές ποίησης, ίσως λόγω των δυσκολιών προσαρμογής της λογοτεχνικής μορφής από τον έναν πολιτισμό στον άλλον. Προσαρμόζεται στη γλώσσα μετά τη γλώσσα, στον τόπο μετά τον τόπο. Παρεννοημένη είναι και η υποτιθέμενη φόρμα που συχνά την αντιλαμβάνονται πολλοί ως ποιήματα σε 5-7-5 συλλαβές -μάλιστα συχνά στην αγγλική δεν γράφονται ούτε σε τρεις γραμμές. Ένα χαϊκού είναι ένα σύντομο ποίημα που καταγράφει την ουσία μιας στιγμής ως εξωτερικής εικόνας ή σκέψης, έντονα αντιληπτής, στην οποία -στην αρχική του έκφραση- η φύση συνδέεται με την ανθρώπινη φύση.

Ads

Γιατί όμως οι εκπρόσωποι της τελευταίας ποιητικής “γενιάς” το προτιμούν δίνοντας διαστάσεις μόδας, αντί να ασκούνται σε άλλες φόρμες, όπως για παράδειγμα σε μέτρα δίστιχα οιασδήποτε τοπικής προέλευσης; Έτσι, είναι αλήθεια ότι ξαφνιαστήκαμε από τη στροφή της Ασημίνας Ξηρογιάννη στο χαϊκού με τη συλλογή «δεύτερη φύση» (ΑΩ, 2018). Βέβαια η Ξηρογιάννη, που αποτελεί μία από τις πιο εναργείς ποιητικές φωνές της αγανάκτησης κι ίσως την πιο δυναμική, πειραματίζεται διαρκώς με τη φόρμα και την έκφραση, άλλοτε στιχουργικά κι άλλες φόρμες μέσα από ένα λόγο υβριδικό. Άλλωστε ο πειραματισμός είναι η πεμπτουσία της τέχνης.

Παρά την εμμονή μας στην αναγκαιότητα του πειραματισμού, όμως, θεωρούμε ότι η φόρμα πρέπει να εξυπηρετεί το περιεχόμενο και να συνδέεται με την έκφραση. Ένα βασικό στοιχείο πέρα από τον πειραματισμό είναι η λειτουργικότητα της φόρμας σε ένα ποίημα. Είναι αναγκαίο να θεμελιώνεται μία εγγενής σχέση μεταξύ φόρμας, έκφρασης και περιεχομένου. Ο τρόπος θραύσης του στίχου και η έκτασή του, όλα συνδέονται διαλεκτικά στην πορεία προς τη συναισθηματική κλιμάκωση. Καταγράφουμε μία διάθεση ανατροπής του ρυθμού σε αρκετές συνθέσεις, όπου το υποτακτικό μόριο διαλύεται και απομονώνεται στιχουργικά από τη βουλητική πρόταση, μόλο που δεν αντιλαμβανόμαστε ποιος ρυθμός απαγγελίας υποστηρίζει ένα μετέωρο “να”.

Παρά στον στοχαστικό ή ειρωνικό και κοινωνικό χαρακτήρα που άρχισε να αποκτά τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας και παρά τους νεωτερισμούς που ενίοτε καταγράφουμε, η φόρμα επιβάλλει τις δικές της ιδιαιτερότητες, τόσο στη γλώσσα όσο και στον ρυθμό. Το χαϊκού είναι η αποτύπωση ενός στιγμιότυπου, μιας εικόνας –φύσης κατά παράδοση-μιας σκέψης. Όταν όμως σε μία σύνδεση “δεν χωρά” μία εικόνα ή μία σκέψη, αλλά απαιτεί άλλο χώρο/ποίημα τότε απλώς δεν αρμόζει η ιαπωνική φόρμα. Σε αυτή χωράνε μόνο ολοκληρωμένες εικόνες ακολουθώντας την ελευθερόστιχη ρυθμικότητα μέσα στο βραχυλογικό κλίμα που επιβάλει η φόρμα.

Ads

Η Ξηρογιάννη σέβεται και υιοθετεί την αποφθεγματικότητα της έκφρασης μέσα σε μία λιτή προσέγγιση της ποιητικής γλώσσας έχοντας επίγνωση ότι το χαϊκού δεν είναι απλά ένα τρίστιχο (κάτι που συχνά ξεχνούν κριτικοί και ποιητές). Το χαϊκού είναι η ανάδυση του στιγμιαίου και πρόσκαιρου στην αιωνιότητα. Το χαϊκού δεν είναι μία εισηγμένη φόρμα ποιητική, αλλά ο ποιητικός λόγος της σχέσης του χρόνου προς την εικόνα και το συναίσθημα.

Δεν είναι μία μέτρηση συλλαβών, όπου κάθε λέξη μπαίνει ελεύθερα όπου θέλουμε αρκεί να ταιριάζει ο αριθμός στο μοτίβο 5-7-5. Ακόμα κι αν γράφαμε συνθέσεις σε 7-5-5 (ή 5-5-7) παραμένει χαϊκού αρκεί να διατηρείται ο χαρακτήρας του στιγμιαίου και της εκφραστικής λιτότητας. Το χαϊκού απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή τόσο στον ρυθμό όσο και στη συναισθηματική κλιμάκωση που ενισχύεται μέσα από την αποφθεγματική ιδιοσυγκρασία που θα του προσδώσει ο κάθε δημιουργός.

Στην εξέλιξή του συνδέει την εικόνα με μία στοχαστική διάθεση για τη ζωή και στις ρίζες του γεννά αναστοχασμούς για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τον χρόνο μέσα από την προβολή πάντα του επίκαιρου, της τυχαίας σύλληψης μιας παράστασης, του στιγμιαίου ως αντανάκλαση της ζωής.