Η Δέσποινα Σιμάκη αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του βιβλίου της «Τούμπα στα πλακάκια» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος.

Ads

Όταν η κόρη μου ήταν στο νήπιο κι έβαζαν θέματα για συζήτηση, πότε για το περιβάλλον, πότε για την κοινωνία, πότε για την ειρήνη, πότε για το φθινόπωρο, πετάχτηκε –όπως μου είπε έκπληκτη η νηπιαγωγός της μια μέρα– και φώναξε δυνατά στην τάξη: «Ας μιλήσουμε για την αγάπη σήμερα!». Κάτι τέτοιο θέλησα κι εγώ να κάνω με αυτό το βιβλίο.

Η αγάπη των ανθρώπων σε πολλές μορφές, σε πολλές ηλικίες, σε αλλόκοτες περιστάσεις. Η παρεξηγημένη, η αδικημένη, εκείνη που δεν άνθισε, η ώριμη, η συχωρεμένη, εκείνη που προδόθηκε, η προαιρετική, η γνήσια, η χτυπημένη. Την αγάπη που είχα την τύχη να γνωρίσω σε ένα σπίτι φιλοξενίας παιδιών. Τα σπίτια αυτά που γεννούν συνήθως τον οίκτο και τη φιλανθρωπία, ενώ στην πραγματικότητα είναι σπίτια θαυμάτων. Τα θαύματα τα απλά, της μιας στιγμής, που δύσκολα λέγονται και δύσκολα νιώθονται. Αυτά που δεν εξαργυρώνονται με δωρεές, που δεν βγαίνουν στα κανάλια, αυτά τα δικά μας μυστικά θέλησα να πω.

Δίσταζα για χρόνια. Το είχα στο μυαλό μου, μα δεν το ’κανα. Χρειάστηκε να αλλάξω επάγγελμα, να μεγαλώσουν τα παιδιά, να τους το πω δειλά στην αρχή, να πάρω την έγκρισή τους. Να ξέρω ότι το θέλουν. Καθοριστική ήταν η φράση ενός κοριτσιού που είναι στα είκοσι έξι: «Πότε θα το γράψεις; Θέλω να λέω πως μεγάλωσα χωρίς γονείς και να μην με κοιτούν με λύπη. Βαρέθηκα. Γράψε το. Να μάθουν όλοι πόσο αγαπηθήκαμε κάποτε».

Ads

Το έκανα. Αλλά δεν είναι ύμνος στην αγάπη μας. Ούτε στο σπίτι μας. Δεν μου αρέσουν οι ύμνοι. Κάναμε και λάθη. Πολλά. Όπως όλοι οι γονείς. Ήθελα να γράψω λίγες γραμμές με αλήθεια. Τη δική μου έστω. Δεν επέλεξα ιστορίες, δεν έχω και το δικαίωμα άλλωστε, επέλεξα στιγμές.

Η Τούμπα στα πλακάκια δεν είναι ένα βιβλίο που μιλά για τα παιδιά μόνο. Ούτε και για το σύλλογό μας, το «Χαμόγελο του Παιδιού» μόνο. Ούτε και για το δικό μας σπίτι μόνο. Είναι για όλο αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας. Η στήριξη, η εξάρτηση, η απόρριψη, η συχώρεση, η συγγένεια που δεν έχει ανάγκη το κοινό αίμα, το κοινό αίμα που δεν σημαίνει πάντα συγγένεια, η αγκαλιά που θεραπεύει, η αποτυχία, τα όνειρα.

Εν τέλει θεωρώ πως έγραψα ένα βιβλίο που μιλά για συναντήσεις ανθρώπων. Γενναίων και δειλών, νοικοκύρηδων και ναρκομανών, μεταναστών και γηγενών, παιδιών και γονέων, υποψηφίων γονέων και υποψηφίων τέκνων, φοιτητών, δημοσιογράφων, δικαστών, μανάδων κάθε είδους. Ανθρώπων. Που ζουν δίπλα και δεν συνομιλούν. Ή που ζουν δίπλα και συνομιλούν με αφορμή το σπίτι. Αναγκαστικά ή και όχι. Αυτό το μωσαϊκό ήθελα να φωτίσω. Το σπίτι με τις ψυχές. Τη μικρογραφία ενός κόσμου ολάκερου, διαφορετικού και ελάχιστα γνώριμου.

Για το μεγάλο στοίχημα, ήθελα να γράψω, όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, να αγαπηθούν αληθινά οι άνθρωποι, δίχως της συγγένειας το σκοινί, δίχως της υποχρέωσης.

Έντεκα διηγήματα άντεξα να γράψω. Θα μπορούσε να ήταν εκατό. Διακόσια. Καμιά φορά αφηγούμαι σε φίλους αδιανόητες ιστορίες που ζήσαμε και με ρωτούν γιατί δεν τις έγραψα. Τους απαντώ πως η πραγματικότητα είναι τόσο απίστευτη, που θα φανεί σαν να ξεπέρασα κάθε όριο φαντασίας. Θα ’θελα ακόμη και να γράψω για τα καινούρια μου εγγονάκια που δεν είμαι η γιαγιά τους, για τους γαμπρούς και τις νύφες μου που δεν είμαι η πεθερά τους, για τ’ αδέρφια μου που είναι συνάδερφοι, για τον γονιό, φίλο κι αγαπημένο που είναι πρόεδρος, για πολλά γνήσια αληθινά που μοιάζουν να ’ναι ψεύτικα. Και ντρέπομαι, τους λέω.

Θέλω μόνο όσοι διαβάσουν το βιβλίο να πάνε στα σπίτια τους με λαχτάρα. Να φιλήσουν τα παιδιά τους και να τα βάλουν για ύπνο. Φροντισμένα. Κι όταν συναντιούνται με ανθρώπους που δεν το κατάφεραν αυτό, να σκέφτονται πως κι αυτοί οι δυστυχείς κάποτε ήταν παιδιά που δεν τα έβαζαν για ύπνο έτσι οι δικοί τους. Κι όταν περνούν έξω από σπίτια που φιλοξενούν παιδιά παραμελημένα ή κακοποιημένα, να σκέφτονται πως εδώ ανασαίνει ένας κόσμος ολάκερος που διψά για σεβασμό κι αγάπη. Σεβασμό κι αγάπη.-

Απόσπασμα από το βιβλίο (σελ. 71-72):

Όταν μπαίνεις σ’ ένα σπίτι, μαθαίνεις πρώτα τις πόρτες του. Το πώς κλείνουν και το πώς ανοίγουν. Τα τριξίματα. Τον θόρυβο που κάνουν όταν κλείνουν απότομα από τον αέρα ή από τα ξεσπάσματα. Μαθαίνεις τα κλειδιά του. Αν γυρνούν εύκολα, το σχήμα τους, το σκάλωμα. Το ελαφρύ ανασήκωμα της πόρτας, το πόμολο. Παράλληλα, σχεδόν, τα παράθυρα. Πώς και αν σφραγίζουν, πόσος αέρας μπαίνει, πόσο φως τα πρωινά, πόση σκόνη από τον δρόμο. Μετά τους τοίχους του. Αν περνούν τα κρύα, οι μυρωδιές, οι θόρυβοι. Τρυπιέται εύκολα το ντουβάρι άμα θέλεις να κρεμάσεις κάδρα; Φεύγουνε οι λεκέδες από τους μαρκαδόρους; Αντέχουν τη χλωρίνη; Και πιο μετά, σε συνάρτηση με τους τοίχους, τους ήχους. Τους δικούς του. Κάνει αντίλαλο η φωνή; Τσακώθηκε άλλος κανείς εδώ πριν από χρόνια; Το γέλιο ρέει καθάριο; Το νερό ακούγεται στο μπάνιο όταν τρέχει; Το ξυπνητήρι; Σε ποια θέση να το βάλω να ακουστεί ταυτόχρονα σε δεκαεφτά αυτάκια που κοιμούνται; Να σου πω τα μυστικά μου στις τέσσερις το ξημέρωμα; Μας ακούν από το δίπλα δωμάτιο; 

Μαθαίνεις τις μυρωδιές του. Μπορεί το κέικ λεμονιού που φουσκώνει στον φούρνο να μυριστεί στο μέσα το δωμάτιο; Το χριστουγεννιάτικο έλατο απλώνεται όσο θέλουμε; Το χνότο του μωρού; Τ’ ακούς; Να τ’ ακούς, είναι η πιο χαρούμενη οσμή του κόσμου. Η λερωμένη πάνα. Το σαμπουάν στα φρεσκοπλυμένα κεφάλια. Η υποψία μούχλας στα κάτω κάτω συρτάρια της ντουλάπας. Το καινούριο άρωμα της Αναστασίας. Ο Βασίλης που γίνεται δεκαπέντε.

Τις σιωπές του. Και τις σιωπές του τις μαθαίνεις. Απαιτείται σπουδή. Έξι με εφτά κοιμάται κάθε χάραμα. Μόνο. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού δύο με τέσσερις. Καμιά φορά τον ύπνο του ταράζουν γέλια κάτω από λουλουδάτα σεντόνια.

Έτσι το μάθαμε το σπίτι μας. Με τον καιρό. Βλέποντας, νιώθοντας, μυρίζοντας κι ακούγοντας. Με κλειστά μάτια το ξέραμε πια.

image

Δέσποινα Σιμάκη, Τούμπα στα πλακάκια (Συλλογή διηγημάτων), Εκδόσεις Τόπος – 2022

Ανάµεσα στα σπίτια τα συνήθη υπάρχουν και κάποια αλλιώτικα. Τα αποκαλούµε σπίτια φιλοξενίας παιδιών. Περνώντας, στρέφουµε το βλέµµα, πότε µε απορία, πότε µε θλίψη, αγνοώντας πως εδώ υπάρχει ένα µεγάλο στοίχηµα: να αγαπηθούν αληθινά οι άνθρωποι, δίχως της συγγένειας το σκοινί, δίχως της υποχρέωσης.

Τα διηγήµατα αυτής της συλλογής δεν ψάχνουν τις αιτίες, δεν καταδικάζουν κανέναν. Φωτίζουν µια πλευρά της πραγµατικότητας που µοιάζει αβάσταχτη και την αποφεύγουµε. Μιλούν για τον τρόπο που συναντιέται ένας άνθρωπος µε ό,τι τον γαληνεύει κι ό,τι τον συνταράζει. Τα παιδιά µε τα παραµύθια της παιδαγωγού, η ναρκοµανής µητέρα µε την παιδαγωγό της κόρης, η µάνα µε το µωρό που δεν γέννησε, ο γείτονας µε το δάκρυ του, ο δάσκαλος µε την καλοσύνη του, ο µετανάστης µε το µεγαλείο της δύναµής του.

Θα πονέσουν λίγο, ίσα ίσα για να µπορούµε να ξαναµπούµε στα δικά µας σπίτια µε τη διάθεση να τα γιάνουµε όλα. Λίγο θα πονέσουν, όσο µια τούµπα στα πλακάκια της αυλής.

*Η Δέσποινα Σιμάκη γεννήθηκε στην Ικαρία το 1971. Σπούδασε Φιλοσοφία στη Θεσσαλονίκη, εργάστηκε στην εκπαίδευση και ασχολήθηκε ως εργαζόμενη και ως εθελόντρια με τη φροντίδα παιδιών στο σύλλογο “Το Χαμόγελο του Παιδιού”. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις παραμυθιών και ιστοριών από τον τόπο της και έχει συγγράψει τον θεατρικό μονόλογο “Περί φωτός” που ανέβηκε στο χώρο του Μουσείου Φωταερίου στο Γκάζι. Μελέτησε τη στιχουργική τέχνη και την εικονογράφηση στο χώρο του Μικρού Πολυτεχνείου, ενώ το τελευταίο διάστημα ζει στον τόπο καταγωγής της και ασχολείται με την συγγραφή και την εικονογράφηση παραμυθιών.