Είναι ο λαϊκισμός αναγκαίος για την κατανόηση των αδιεξόδων της δημοκρατίας; Είναι ο λαϊκισμός εχθρός της δημοκρατίας, όπως ισχυρίζονται οι αντιλαϊκιστές, ή μήπως πορεύεται παράλληλα με αυτή, αποτελώντας συστατικό στοιχείο της; Και ο αντιλαϊκισμός; Πού οφείλει την καταγωγή του και ποια είναι η ιδεολογική λειτουργία του;

Ads

Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν τον Αμερικανό ιστορικό, δημοσιογράφο και πολιτικό αναλυτή Τόμας Φρανκ στο βιβλίο του «Λαός δίχως εξουσία. Μια σύντομη ιστορία του αντιλαϊκισμού», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Εκκρεμές. Η πρωτοτυπία του εγχειρήματος έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί ένα από τα πρώτα βιβλία παγκοσμίως που μελετούν το φαινόμενο του αντιλαϊκισμού στη διαλεκτική του σχέση με τον λαϊκισμό, λαμβάνοντας υπόψη το ευρύτερο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίστηκαν.

Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται στη δημιουργία του Λαϊκού Κόμματος (People’s Party), που απέκτησε μαζικό χαρακτήρα στη δεκαετία του 1890, όταν προσπάθησε να φέρει κοντά τους αγρότες του Νότου και της Δύσης με τους εργάτες των εργοστασίων του Βορρά και να κλονίσει τον δικομματισμό, την κυριαρχία δηλαδή των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών στο πολιτικό σκηνικό. Οι κυριότεροι στόχοι του Λαϊκού Κόμματος ήταν ο κυβερνητικός έλεγχος των σιδηροδρόμων, η νομισματική μεταρρύθμιση, η εξάλειψη της πολιτικής διαφθοράς, το ελεύθερο εμπόριο, το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες και η μυστική ψηφοφορία στις εκλογές. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι ιδέες του λαϊκισμού, η λαϊκή κυριαρχία, η ισότητα και η δικαιοσύνη αποτελούσαν κληρονομιά της ριζοσπαστικής παράδοσης του 19ου αιώνα, με εκπροσώπους τους Τόμας Πέιν και Τόμας Τζέφερσον.

Ο συγγραφέας, παραθέτοντας ποικίλες πηγές, δείχνει πώς το μεταρρυθμιστικό κίνημα της δεκαετίας του 1890 συκοφαντήθηκε από την αμερικανική ελίτ: επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, κληρικοί και ακαδημαϊκοί ένιωσαν να απειλούνται. Ο λαϊκισμός θα έφερνε τον κόσμο ανάποδα, όπου ο πλούτος, η μόρφωση και η ευγενική καταγωγή δεν θα είχαν καμία σημασία, και αυτό δεν έπρεπε να συμβεί. Το 1896, στην πιο ακριβή προεκλογική εκστρατεία της αμερικανικής ιστορίας οι ρεπουμπλικάνοι ηγέτες αξιοποίησαν κάθε μέσο για να πλήξουν την απήχηση που είχε ο δημοκρατικός υποψήφιος, ο οποίος προερχόταν από το Λαϊκό Κόμμα, και το πέτυχαν. Το αξιοσημείωτο είναι ότι, μετά την ήττα, τα δύο μεγάλα κόμματα άρχισαν σιγά σιγά να αποδέχονται και να υποστηρίζουν τις λαϊκιστικές καινοτομίες.

Ads

Η πολιτική του New Deal, που ακολούθησε ο Φράνκλιν Ρούζβελτ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 για την ανακούφιση των φτωχών στρωμάτων και των ανέργων μετά το κραχ του 1929, πολεμήθηκε, επίσης, από τις ενώσεις ισχυρών επιχειρηματιών, βιομηχάνων και τραπεζιτών, με τη στήριξη πάντα των δημοσιογράφων. Το πρόβλημα για τους αντιλαϊκιστές, που αποστρέφονταν τον λαό, ήταν η «υπερβολική δημοκρατία» και η οχλοκρατία, τις οποίες υποτίθεται ότι αντιπροσώπευε ο Ρούζβελτ, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας. Σύμφωνα με την ανάλυση του βιβλίου, ο λαϊκισμός του Ρούζβελτ στη διάρκεια των τεσσάρων προεδρικών θητειών του οικοδόμησε τη δημοκρατία της μεσαίας τάξης και έδωσε στους δημοκρατικούς μια σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων για δεκαετίες.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο λαϊκισμός, και, κατά συνέπεια, και ο αντιλαϊκισμός αλλάζουν περιεχόμενο. Τώρα δεν είναι τα συντηρητικά επιχειρηματικά συμφέροντα που κατευθύνουν τον αντιλαϊκιστικό λόγο, αλλά η ακαδημαϊκή ελίτ στα πεδία των κοινωνικών επιστημών και της ψυχολογίας. Ο αντιλαϊκισμός γίνεται ακαδημαϊκός με την έννοια ότι τα άτομα με υψηλή μόρφωση επικρίνουν την εργατική τάξη για τη μισαλλοδοξία της απέναντι στους άριστους. Στη δεκαετία του 1960 συμβαίνει μια ακόμη αλλαγή στο περιεχόμενο της λέξης «λαϊκισμός»: παύει να αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα και δαιμονοποιείται. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου ο Γιάννης Σταυρακάκης, καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, η έννοια του «λαϊκισμού» αποκτά με την πάροδο του χρόνου τόσο αρνητικό περιεχόμενο, ώστε κανείς πλέον δεν αυτοπροσδιορίζεται ως «λαϊκιστής». Έφτασε μάλιστα να συνδέεται με τη ρατσιστική πολιτική του Τραμπ και των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη.

Σε όλες τις περιόδους άρθρωσης του αντιλαϊκιστικού λόγου κυριαρχούν μύθοι και στερεότυπα για τον λαϊκισμό, τα οποία ο συγγραφέας αποδομεί με τεκμηριωμένο λόγο ένα προς ένα. Ποια είναι αυτά τα στερεότυπα; Ότι ο λαϊκισμός είναι νοσταλγικός και, άρα, συντηρητικός, αφού υπόσχεται την επιστροφή σε ένα παρελθόν που έχει χαθεί, ότι είναι αυταρχικός, αφού επιτίθεται στα κόμματα που κυβερνούν και στους δημοκρατικούς θεσμούς με την κατηγορία ότι έχουν διαφθαρεί από την ελίτ που κυβερνά, ότι είναι μια «άτακτη υποχώρηση στην τυραννία της πλειοψηφίας», ότι είναι «εκ φύσεως διχαστικός και μπορεί να γίνει επικίνδυνος αρωγός του πολεμοχαρή εθνικισμού», ότι είναι καχύποπτος με τα ΜΜΕ, ότι είναι αντιπλουραλιστικός, δηλαδή ρατσιστικός και σεξιστικός και ότι είναι, τέλος, εναντίον της ελίτ και των διανοουμένων.

Λαϊκισμός κατέληξε να σημαίνει μίσος για τους άριστους και απειλή για τη δημοκρατία. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η κατηγορία εναντίον του λαϊκισμού πως είναι «εγγενώς αντιδημοκρατικός» συνιστά κατάφωρη επίθεση στην αμερικανική ριζοσπαστική παράδοση, από την οποία προέρχεται. Ακόμη, η σύγχρονη ταύτιση του λαϊκισμού με τη δημαγωγία είναι απότοκο της «δημοκρατοφοβίας» (Democracy Scare), του φόβου δηλαδή ότι ο λαός θα ανατρέψει την κυριαρχία των ελίτ και θα επιβάλει τη δική του «τυραννία», κάτι που απασχολούσε ήδη τον φιλόσοφο Τζων Στιούαρτ Μιλ. Κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης του καπιταλισμού θεωρείται «απάτη, κόλπο, μια εξέγερση ενάντια στον ίδιο τον Θεό» (σ. 97). Τέλος, ο αντιλαϊκισμός πάντα χρησίμευε ως άλλοθι για τη νομιμοποίηση της ασύδοτης εξουσίας και, στη σύγχρονη εποχή, κατάφερε έξυπνα να  εργαλειοποιήσει τον αντιελιτισμό του λαϊκισμού, όπως δείχνει η ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ. Αν υπάρχει μια ελπίδα να ανακοπεί η συντηρητικοποίηση της Αμερικής, λέει ο Φρανκ, είναι να επιστρέψει η πολιτική στις αξίες του αυθεντικού λαϊκισμού, όπως αυτός εκφράστηκε στις δεκαετίες του 1890, του 1930 και του 1960.

Η ιστορία του λαϊκισμού και του αντιλαϊκισμού είναι μια «διαλεκτική της ελπίδας και του κυνισμού» και το γεγονός ότι το δημοκρατικό κόμμα εκφράζει σήμερα τις ελίτ, ενώ οι ρεπουμπλικάνοι θεωρούνται σύμμαχοι του απλού Αμερικανού πολίτη, έχει ως αποτέλεσμα η σπουδαιότερη δημοκρατία στον κόσμο να είναι παράδεισος για τους προνομιούχους (σ. 313). Επιπλέον, ο Φρανκ θεωρεί επικίνδυνες τις θεωρίες που υποστηρίζουν πως ο αδαής λαός δεν μπορεί να έχει βαρύνουσα γνώμη στα πολιτικά θέματα και πως μια πεφωτισμένη σύγχρονη κυβέρνηση θα λύσει το πρόβλημα της «τυραννίας της πλειοψηφίας».

Εντέλει, η ιστορία του αμερικανικού αντιλαϊκισμού δεν είναι τίποτε άλλο από μια εμπνευσμένη υπεράσπιση του αυθεντικού λαϊκισμού, ο οποίος είναι η μόνη ελπίδα για τη δημοκρατία σήμερα, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Το βιβλίο είναι τεκμηριωμένο και διαβάζεται απνευστί. Μπορεί να αναφέρεται στο παράδειγμα των ΗΠΑ, θεωρώ, ωστόσο, ότι είναι ένα βιβλίο χρήσιμο για την κατανόηση του αντιλαϊκιστικού λόγου, έτσι όπως εμφανίζεται και στην Ελλάδα. Όποιος επιχειρεί σήμερα να αρθρώσει κριτικό λόγο απέναντι στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης και της πανδημίας κατηγορείται ως «λαϊκιστής». Πρέπει, από την άλλη, να έχουμε υπόψη μας ότι όλοι όσοι επικαλούνται τη «λαϊκή κυριαρχία» δεν έχουν πάντοτε αγαθά δημοκρατικά κίνητρα, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία. Η απόρριψη της αδρομερούς διαίρεσης μεταξύ του «αγνού λαού» και της «διεφθαρμένης ελίτ» θα πρέπει να συνοδεύεται από την άσκηση κριτικής στις αντιδημοκρατικές πρακτικές, που υιοθετούνται ενίοτε και από τους δύο.

image

Λαός δίχως εξουσία
Μια σύντομη ιστορία του αντιλαϊκισμού

Τόμας Φρανκ
Μετάφραση: Αντώνης Γαλανόπουλος
Εκδόσεις Εκκρεμές – 2021

Ο Τόμας Φρανκ, ιστορικός, πολιτικός αναλυτής και δημοσιογράφος, επιμένει ότι ο λαϊκισμός δεν είναι το πρόβλημα της εποχής μας, αλλά η θεραπεία για ό,τι μας βασανίζει. Στην πιο πρόσφατη αποκρυπτογράφηση της αμερικανικής πολιτικής ζωής, ο Φρανκ παρακολουθεί την ιστορία των μαζικών δημοκρατικών κινημάτων μέσα από τις κοινωνικές αναταραχές του περασμένου αιώνα, αποκαλύπτοντας μια δύναμη διαφωτισμού και απελευθέρωσης ‒ την ουσία της ίδιας της δημοκρατίας. Εξέχουσα θέση στην αφήγηση του Φρανκ κατέχουν οι ομάδες της ελίτ που αντιτάχθηκαν στον λαϊκισμό για δεκαετίες ‒ αυτές που λένε «όχι» στον λαό. Ακολουθώντας το ιστορικό του αντιλαϊκισμού από τις ξέφρενες ημέρες της δεκαετίας του 1890 μέχρι την εποχή μας, ο Φρανκ περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι υποστηρικτές του αντιλαϊκισμού έχουν επανειλημμένα υποβάλει διαφορετικά ελπιδοφόρα δημοκρατικά κινήματα στην ίδια σκληρή κριτική.

Σπάνια ένα ιστορικό έργο εμπεριέχει τόσο εντυπωσιακές προεκτάσεις για το παρόν. Στο Λαός δίχως εξουσία ο Φρανκ απευθύνει μια προειδοποίηση για την εποχή μας, μια προειδοποίηση ενάντια στους ειδήμονες που μας λένε να φοβόμαστε τους απλούς ανθρώπους, να παραμείνουμε στον δρόμο του κεντρώου εφησυχασμού, να αφήσουμε τους ειδικούς να χειριστούν τις ζωές μας και το μέλλον μας.

Μια συγκλονιστική αποκατάσταση της αμερικανικής λαϊκιστικής παράδοσης και μια αποκαλυπτική κριτική των ανθρώπων που τη μισούν.