Ο Χάρης Μελιτάς αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση ποιητή με σταθερή παρουσία στα ελληνικά γράμματα τα τελευταία χρόνια. Χωρίς καλλιτεχνικούς δεσμούς με τη λογοτεχνική του γενιά, ώριμος και δυναμικός εμφανίζεται στην εποχή της «ποιητικής αγανάκτησης», λίγο πριν την κρίση και δείχνοντας μία ιδιαίτερη αδυναμία στη βραχυλογία των χαϊκού και τον εκφραστικό πειραματισμό στο στίχο∙ προσθέτει τίτλο στα χαϊκού, μα κυρίως αξιοποιεί την ολιγόστιχη φόρμα προκειμένου με σαρκασμό να εξωτερικεύσει τον βαθύ πόνο που τον πνίγει, εγκαταλείποντας την ιαπωνική φυσιολατρία.

Ads

Ωστόσο, δεν εγκαταλείπει τη στιχουργία σε άλλες φόρμες[1]. Η ποιητική συλλογή «εξαιρέσεις» (Μανδραγόρας, 2018) αποτελεί έναν σταθμό στον μεγαλύτερο στίχο καταδεικνύοντας ακριβώς την πειραματική διάθεση του δημιουργού.

Στις συνθέσεις του διακρίνεται μία πολυκεντρικότητα. Ενώ αναπτύσσει ένα θέμα, παράλληλα γύρω του αποκαλύπτονται άλλα επιμέρους θέματα μικρότερης εμβάθυνσης. Δίαυλος σε αυτή τη θεματική επικοινωνία είναι ο συνυποδηλωτικός λόγος και η βαθιά ποιητική ειρωνεία. Προσωποποιήσεις (black is black, το υπόλοιπο, η άνοιξη δεν μένει πια εδώ, κούκος μονός, χρόνος φιλάργυρος) και συνυποδηλώσεις (το υπόλοιπο, ο κάβος) συνδέουν στοιχεία γλωσσοκεντρικά με τον έρωτα (bitter, δίψα, μακροζωία, βυθός) ή της προβληματικής για τον χρόνο με την τέχνη (δούρειος ίππος, βυθός, αυτόπτης μάρτυς) αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη ψυχολογία του ποιητικού υποκειμένου.

Το ποιητικό εγώ κυριαρχεί σε όλη τη συλλογή με μία σπάνια ποιητική ειλικρίνεια που οικοδομείται στη μετωνυμική έκφραση. Ήπιες μεταφορές, κινούμενες στον αφηγηματικό ή εξομολογητικό κυματισμό του στίχου, εκθέτουν την αγωνία και τον πόνο του πρωτοπρόσωπου ποιητικού ήρωα (η άνοιξη δεν μένει πια εδώ).
Καθώς όμως ο συνυποδηλωτικός λόγος του κινείται στο πεδίο της προφορικότητας, διανθισμένης με αποφθεγματικά στοιχεία, δεν κουράζει (δίψα, το τίμημα). Η γραφή του ακολουθώντας μια συνειρμική κίνηση γοητεύει και φωτίζει τις σκιές της ζωής που αισθητοποιεί ο ποιητής (η άνοιξη δεν μένει πια εδώ).

Ads

Άλλωστε, μία μελαγχολική διάθεση καλύπτει σα λυκόφως όλη τη συλλογή. Τούτη η απογοήτευση αισθητοποιείται από το σκοτεινό κάδρο. Συχνά ο ποιητικός χώρος είναι αποπνικτικός (ο κάβος, σχήμα πρωθύστερο, η διαδήλωση, βυθός, ο άγνωστος Χ, μουσική δωματίου) και κλειστός (δίψα, μακροζωία, ή ταν ή επί τας), ενώ το σκοτάδι συνυποδηλωτικά είναι κυρίαρχο (black is black, το υπόλοιπο, η άνοιξη δεν μένει πια εδώ).

Ακόμα και οι συνθέσεις σε ανοιχτούς χώρους εκτίθενται με μία ασπρόμαυρη διάθεση γεμάτη σκιές (μακροζωία). Η απώλεια του ονείρου και η απογοήτευση των ψευδαισθήσεων συμπληρώνουν τη σκοτεινή διάθεση (μηχανική βλάβη).

Ταυτόχρονα, όμως, πλήθος κοινωνικών στιγμιότυπων παρεισφρέουν στις συνθέσεις της συλλογής ισορροπώντας με τον κλειστό χώρο και φέρνοντας σε μία ακόμα αντίθεση τη μοναξιά του υποκειμένου προς τον κοινωνικό χώρο (σκυλίσια ζωή, το βλέμμα του αστακού). Εξάλλου, το συναίσθημα της μοναξιάς διατρέχει ως ατμόσφαιρα όλη τη συλλογή, σκοτεινιάζοντας το ποιητικό κάδο (διόδια).

Η μελαγχολική αυτή διάθεση ενίοτε φτάνει στην κατάθλιψη της αυτοχειρίας μέσα σε μια ατμόσφαιρα απόλυτης απογοήτευσης και μοναξιάς (διόδια, λευκή κόλλα, αυτόπτης μάρτυς) ή θανάτου (ρελάνς) οικείων προσώπων (σκληρό καρύδι, κούκος μονός, επανάληψη, Περσεφόνη) -ενίοτε με μεταφορική προσέγγιση (εθελουσία).

Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις (εκτός θέματος, ή ταν ή επί τας, το παιχνίδι) -και ενίοτε άλλες εικόνες- με την επιλογή συγκεκριμένων λέξεων ή φράσεων με αναφορά στην κρίση (πεινασμένος ή ληγμένες ψευδαισθήσεις κλπ) υποστηρίζουν την πολυκεντρικότητα της ποιητικής του (μηχανική βλάβη, λευκή κόλλα, αυτόπτης μάρτυς, βυθός, μουσική δωματίου), δίχως να δίνουν έμφαση στο επίκαιρο, μα απλώνοντάς τα στη διαχρονικότητα με τη βοήθειά του συνυποδηλωτικού λόγου (διόδια, το γενναίο πιόνι, μεγάλες προσδοκίες).

Ο Μελιτάς ως ταχυδακτυλουργός του λόγου ελέγχει τη συναισθηματική κλιμάκωση. Το τέλος των συνθέσεων οδηγεί σταθερά σε μία δυνατή κορύφωση, όχι σε κάθαρση αναγκαία. Βουτηγμένη η στιχουργική του στην ειρωνεία και τις αντιθέσεις ή την ανοικείωση των συνυποδηλώσεων κορυφώνει το συναίσθημα στο κλείσιμο (λευκή κόλλα, διόδια, σκληρό καρύδι, Περσεφόνη, κούκος μονός, ή ταν ή επί τας, ρελάνς). Ποιητική ειρωνεία, εξάλλου, αναδύεται και από τις παρωδίες (το γενναίο πιόνι, δικαστική πλάνη, εκτός θέματος) και τις διακειμενικές αναφορές (αυτόπτης μάρτυς, δούρειος ίππος).

Συχνά δε αντιθέσεις προς το στιχουργικό επίκεντρο (δούρειος ίππος, το παιχνίδι, το τίμημα, δίψα, το υπόλοιπο, ή ταν ή επί τας) ή αρνήσεις (μηχανική βλάβη, βυθός, ο κάβος) και άλλοτε κάποιο επιμύθιο (μακροζωία, η άνοιξη δεν μένει πια εδώ, bitter, σχήμα πρωθύστερο, εγκάρσια τομή, το γενναίο πιόνι, το παιχνίδι) ορίζουν διά της ποιητικής ειρωνείας το ψυχικό σκοτάδι που περικυκλώνει το αυτοαναφορικό υποκείμενο.

Με την ίδια άνεση ελέγχει και τον στιχουργικό ρυθμό. Με δημιουργική διάθεση πειραματίζεται τόσο με τον ελεύθερο στίχο όσο και με τον έμμετρο. Ξεχωρίζουν οι -ανισοσύλλαβοι- ίαμβοί του διαμορφώνοντας έναν μεταμοντέρνο ελευθερωμένο στίχο (το υπόλοιπο, bitter, η διαδήλωση, η άνοιξη, δεν μένει πια εδώ, μακροζωία, βυθός, δούρειος ίππος, το παιχνίδι, ή ταν ή επί τας).

Ο Χάρης Μελιτάς είναι ένας άριστος χειριστής του ποιητικού λόγου αξιοποιώντας τη μεταφορική και την εικονοπλαστική διάσταση της γλώσσας. Με μαεστρία μεταχειρίζεται ένα λόγο συμπυκνωμένο που απλώνει στην ποιητική πλοκή προς μία κορύφωση μέσα στο μελαγχολικό κλίμα, το οποίο εμποτίζεται από το κοινωνικό βίωμα.

Ας μη λησμονούμε πως ο ποιητής μετασχηματίζει την ατομική εμπειρία και τις κοινωνικές προσλήψεις στη συλλογική διάθεση και βίωμα περνώντας τα μέσα από τα δικά του ψυχικά φίλτρα. Είναι το αισθητήριο όργανο της κοινωνίας που αγγίζει όσα βλέπει και βιώνει και με τη μαγεία της τέχνης τα μετουσιώνει σε συναίσθημα.

[1] Ήδη έχουμε προσεγγίσει κριτικά παλαιότερα τις ποιητικές του συλλογές «ελεύθερη πτώση» (Μανδραγόρας, 2015) και ««κυνηγώντας το δολοφόνο μου» (Μανδραγόρας, 2015).