Ήμουν από τους τυχερούς. Μόλις κλείσαμε, βγήκα σε αναστολή και πήρα το 800άρι που μετά έγινε 500άρι. Κανονικά, θα τη χαιρόμουν την καραντίνα. Έψαχνα χρόνο για το σπίτι. Να φτιάξω τις ντουλάπες, να βάψω τα κάγκελα στη βεράντα, να πλύνω τα χαλιά.

Ads

Αλλά μ’ έτρωγε η αγωνία. Πότε θα ξανανοίξουμε; Και θα αντέξουμε; Θα ’ρχεται κόσμος σε ξενοδοχεία ημιδιαμονής, όταν ολόγυρα θα καίγεται το σύμπαν;

Θυμάμαι την πτώση που είχαμε μετά το ’10. Δεν ξεχνιούνται αυτά. Μειώνονταν διαρκώς οι πελάτες, νομίζω μέχρι το 2013. Από κει και πέρα, τσούκου τσούκου, όλο και μαζευόταν περισσότερος κόσμος. Ακόμα και την Κυριακή του δημοψηφίσματος, δεν θα το ξεχάσω ποτέ, υπήρχε κίνηση! Η φετινή σεζόν θα ήταν η καλύτερή μας στη δεκαετία, αν δεν έσκαγε ο κορονοϊός. Η συνάδελφος που αλλάζουμε βάρδια λέει ότι τον ιό τον έφτιαξε ο Μπιλ Γκέιτς. Κι ότι υπάρχει φάρμακο, αλλά μας το κρύβουν. Της το ’πε ο άντρας της, που ασχολείται μ’ αυτά. Το θέμα είναι πότε θα γλιτώσουμε απ’ αυτό το κακό. Γιατί δεν είναι μόνο μην το τσιμπήσεις, είναι και η δουλειά. Εμένα πιο πολύ η δουλειά με νοιάζει.

Εντάξει, πάντα θα υπάρχουν παράνομα ζευγάρια που δεν θα ’χουν πού να κρυφτούν. Και δεν θα κολλήσουν στον κορονοϊό. Θα το ρισκάρουν. Το σεξ νικάει τον φόβο. Όμως άμα έχει χάσει τη δουλειά του ο άλλος; Άμα είναι άδειο το μαγαζί του; Άμα χρωστάει;

Ads

Τόσα χρόνια στη ρεσεψιόν, τους έμαθα καλά. Ο άντρας έχει το πορτοφόλι. Μάλιστα οι γυναίκες συνήθως στέκονται πίσω, δεν πλησιάζουν. Ο άντρας δίνει την ταυτότητα και πληρώνει. Με τα γυαλιά ηλίου τις περισσότερες φορές. Μόνο οι τακτικοί πελάτες δεν κολλάνε καθόλου. Χαμογελάνε, χαιρετάνε, σαν να αγοράζουν τσιγάρα δίνουν τα λεφτά. Μετρητά συνήθως. Δεν δίνουν εύκολα κάρτα. Ίσως γιατί η σύζυγος τσεκάρει τον λογαριασμό της πιστωτικής.

Μου αρέσει η δουλειά μου. Έχει χάζι. Βλέπεις ζευγάρια, φτιάχνεις ιστορίες, περνάει η ώρα, πληρώνεσαι κάθε δεκαπενθήμερο. Και το μόνο προσόν που χρειάζεται να έχεις είναι να είσαι προσεκτική και διακριτική. Να ενημερώνεις το βιβλίο, να παίρνεις τα λεφτά και να δίνεις ρέστα, να μην κοιτάς περίεργα αλλά αδιάφορα, να κοιτάς χωρίς να βλέπεις, όπως μου ’χε πει στην αρχή το αφεντικό.

Τώρα, που κάθομαι μέσα, τη νοσταλγώ τη ρεσεψιόν. Όσο ήμουν εκεί, μου φαίνονταν πολλές οι ώρες, βαριόμουν, ένιωθα πως δεν πρόφταινα να τα φέρω βόλτα με τις δουλειές του σπιτιού, όλο εκκρεμότητες είχα, άγχος με το σιδέρωμα που δεν πρόλαβα, πότε θα πήγαινα σουπερμάρκετ, τι θα μαγείρευα – καζάνι το κεφάλι μου.

Τώρα, που έχω όσο χρόνο θέλω για τα οικιακά κι έχω το σπίτι σε μια σειρά, δεν το φχαριστιέμαι. Και είμαι κουρασμένη χωρίς να δουλεύω. Ένα παράξενο πράγμα, κλείνουν τα μάτια μου κάθε βράδυ κατά τις δέκα. Σέρνομαι.

Το χειρότερο ήρθε μόλις τελείωσε η πρώτη καραντίνα και πριν μας ξανακλείσουν. Όσο πρέπει να στέλνεις sms για να βγεις έξω, μπερδεύεται το πράγμα. Είμαστε όλοι στα ίδια. Μέσα και μπουχτισμένοι. Ξεχνάς το δικό σου πρόβλημα. Ο κύριος με το σκυλάκι, η πιτσιρίκα με το ποδήλατο, ο παππούς με τη μάσκα και η κυρία με το γυαλιστερό κολάν είναι σαν εσένα. Έχουν στείλει το «6» στο 13033 και έχουν την ίδια ανάγκη, να πάρουν αέρα. Τα υπόλοιπα δεν έχουν και μεγάλη σημασία. Όταν οι άλλοι βγαίνουν έξω κι εγώ μένω μέσα να αγωνιώ πότε θα ξανανοίξουμε, αν θα ξανανοίξουμε, τότε  καταλαβαίνεις πόσο τη χρειάζεσαι τη γαμω-δουλειά σου.

Με τα γυαλιά της μυωπίας και το μαλλί μπροστά, δεν πολυφαινόμουν. Άλλωστε ήταν δύσκολο να πετύχω κάποιον γνωστό. Και, άμα συνέβαινε, μισή ντροπή δική του, μισή δική μου.
Η αλήθεια είναι πως ούτε που με κοίταζαν. Στον χώρο αυτόν μπαίνεις με το κεφάλι κάτω και περπατάς γρήγορα. Πολλά τα ψέματα, βαραίνουν τους ώμους. Έβλεπα κάτι κυρίες πολύ σικ, που δεν πήγαινε ο νους σου ότι ξενοπηδιούνται. Συντηρητικές, περιποιημένες, σοβαρές. Θα ’χαν μπλέξει με παντρεμένο, σχέση κανονική, παράλληλη ζωή. Έρχονταν και ξανάρχονταν με τον ίδιο, χάνονταν στις διακοπές και στις αργίες, όταν δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τα οικογενειακά.

Έρχονταν μεσημέρια, μετά τη δουλειά μάλλον, το τέσσερις με πέντε έπαιζε πολύ, και όταν έφευγαν το μακιγιάζ είχε χαλάσει, μπορεί να ’χαν τσαλακωθεί και τα ρούχα τους – τις φανταζόμουν να προσπαθούν να τα στρώσουν στο αυτοκίνητο, πριν φτάσουν σπίτι.

Τα έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτά τα ζευγάρια από τότε που κλείσαμε. Τι να έκαναν με την καραντίνα; Πολύ δύσκολη ιστορία το «μένω σπίτι» για παντρεμένους που έχουν δεύτερη ζωή.

Ούτε να μιλήσουν στο τηλέφωνο δεν θα μπορούσαν. Έβλεπα κάτι τύπους στο πεζοδρόμιο, όταν έβγαινα για περπάτημα, που τσακώνονταν στο κινητό και είμαι σίγουρη ότι σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν. Αναρωτιέμαι πόσοι χώρισαν και πόσοι θα ξανάρθουν άμα ανοίξουμε. Αν άντεξαν τόση απόσταση, πάει να πει ότι έχουν γερή σχέση. Ποιος ξέρει γιατί δεν χωρίζουν για να ζήσουν μαζί…

Ίσως για τον ίδιο λόγο που δεν χωρίζω κι εγώ. Από φόβο. Ούτε που ξέρω τι φοβάμαι, αλλά φοβάμαι, τα πάντα μάλλον.

Αυτά τα παράνομα ζευγάρια τα σκέφτομαι συχνά, με τρυφερότητα, και λυπάμαι που θα ταλαιπωρήθηκαν. Αντίθετα, για κάτι πιτσιρίκες με πουρά το φχαριστιέμαι. Δεν ξεχωρίζεις ποια είναι βίζιτα και ποια δεν είναι. Μάλλον οι περισσότερες είναι. Από γραμματέας ή υπάλληλος να γίνεις ερωμένη, το ίδιο είναι για μένα. Πάλι υπάρχει αντάλλαγμα. Να σου κάτσω, να με φτιάξεις. Δεν ξέρω τι λένε στον εαυτό τους, μπορεί να λένε ότι έχουν αισθήματα, καθένας φτιάχνει την ιστορία του όπως νομίζει.
Είχα ακούσει μια φορά στην τηλεόραση έναν ψυχίατρο, ψυχολόγο, δεν θυμάμαι, που έλεγε ότι ακόμη και οι αναμνήσεις φτιάχνονται, λες αυτό που θέλεις να θυμάσαι, ή που νομίζεις ότι συνέβη, και ξεχνάς τα υπόλοιπα.

Τις θυμάμαι πολύ καλά αυτές τις πιτσιρίκες. Στο βλέμμα τους έβλεπες την ενοχή, την αμηχανία, κάτι πολύ άβολο. Σαν να καταλαβαίνουν ότι καταλαβαίνεις. Κρύβονται, βιάζονται, κοιτάζουν αλλού, σκύβουν. Ζωή κι αυτή… Μέσα στα ψέματα.

Κι εγώ μέσα στα ψέματα είμαι. Ούτε ο άντρας μου δεν ξέρει πού ακριβώς δουλεύω. Του ’χω πει για ένα ξενοδοχείο στην Εθνική. Ούτε ρωτάει, ούτε του λέω λεπτομέρειες. Μάλλον θα ’χει καταλάβει, αλλά δεν τον νοιάζει, δεν ασχολείται πια μαζί μου, μόνο να έχω εισόδημα τον καίει. Είναι οδηγός ταξί, όχι ιδιοκτήτης, πού τέτοια τύχη, οδηγός σε βάρδια. Δεν ξέρω γιατί κάναμε δυο παιδιά, αλλά τα κάναμε. Πριν την κρίση κάπως έβγαινε το πράγμα, δούλευα στο μαγαζί του πατέρα μου, που μετά βούλιαξε στα χρέη. Έπαιρνα κι ένα μικρό ενοίκιο από μια γκαρσονιέρα που την πουλήσαμε για να τη σκαπουλάρει ο πατέρας, τι την πουλήσαμε, τη σκοτώσαμε, όσο όσο τη δώσαμε.

Νομίζω πως από το λουκέτο πήγε ο πατέρας. Ήσυχα, ευτυχώς, στον ύπνο του. Ανακοπή, έφυγε χωρίς να μας χαιρετήσει, χωρίς να τον χαιρετήσουμε, απροειδοποίητα. Το μαγαζί ήταν η ταυτότητά του. Όταν το ’χασε, έχασε και τον εαυτό του. Ένιωθε πως έφταιγε, πως απέτυχε, πως νικήθηκε. Σταμάτησε να μας μιλάει, ούτε στη μάνα έλεγε πολλά, αποσύρθηκε. Τέλος πάντων, μετά τον θάνατο του πατέρα έπρεπε να δουλέψω. Κι αυτή ήταν η καλύτερη δουλειά που βρήκα.

Πτυχία και τέτοια πράγματα δεν είχα. Στις μικρές αγγελίες έψαξα. Ζητείται ρεσεψιονίστ, χωρίς άλλες λεπτομέρειες. Όταν πήγα για τη συνέντευξη, μου είπε ο ιδιοκτήτης, για να μπω στο νόημα, «εδώ γαμιόμαστε κυριολεκτικά και μεταφορικά». Εννοούσε ότι είναι πολλή η δουλειά και ότι οι πελάτες έρχονται μόνο για σεξ. Δέχτηκα αμέσως. Σταθερός ο μισθός και καθαρά χέρια. Στη ρεσεψιόν κάθομαι, δεν κουνιέμαι καθόλου. Δίνω την κάρτα εισόδου, παίρνω τα λεφτά, μετράω τον χρόνο διαμονής, σημειώνω στο βιβλίο ποιος μπήκε και ποιος βγήκε – αυτά.

Ο Φώτης δουλεύει πολύ αυτή την περίοδο. Τις μέρες της καραντίνας ήταν συνέχεια στον δρόμο για πολύ λίγα λεφτά. Θυμάμαι μια μέρα που έκανε δεκαεφτά χιλιόμετρα κι έφερε έξι ευρώ. Τώρα προσπαθεί να ρεφάρει. Έχει βάλει κι ένα πλεξιγκλάς ανάμεσα στο πίσω και στα μπροστινά καθίσματα και περιμένει στην πιάτσα στο Σύνταγμα μπας κι εμφανιστεί καμιά κάμερα να κάνει δηλώσεις. Τρελαίνεται για κάτι τέτοια. Μεγάλη ψωνάρα. Τουλάχιστον λείπει πολλές ώρες. Γιατί, έτσι όπως είμαστε ο ένας πάνω στον άλλον σε εβδομήντα τετραγωνικά, ούτε που θέλω να σκέφτομαι τους τσακωμούς που θα κάναμε.

Όταν πρωτογνωριστήκαμε, υπήρχε πάθος. Κάναμε έρωτα συνέχεια. Μόνο που τον μύριζα, φτιαχνόμουν. Κι αυτός άναβε αμέσως, με το που με ακουμπούσε. Σαν τα σκυλιά πηδιόμασταν, όποτε βρίσκαμε ευκαιρία. Τα δέρματά μας ταίριαζαν, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Επτά χρόνια κράτησε. Μετά κόπηκε και δεν ξανάρθε ποτέ. Εκείνου του κόπηκαν και τα αισθήματα μαζί με την επιθυμία. Με το ζόρι τη βγάζει μαζί μου.

Φαντάζομαι ότι αυτό που είχαμε εμείς στην αρχή συμβαίνει και με τα ζευγάρια του ξενοδοχείου. Σεξ για το σεξ. Αλλά, επειδή δεν μένουν μαζί, μπορεί να τους κρατάει περισσότερο. Του είπα μια φορά να πάμε σε ξενοδοχείο ημιδιαμονής, έτσι για το παιχνίδι. «Να πληρώσω για να σε γαμήσω; Έχεις τρελαθεί;» Δεν το ξανάπα. Το φαντασιώνομαι όμως μερικές φορές. Όταν έχω ανάγκη από έναν οργασμό, τέτοιες εικόνες φέρνω στο μυαλό μου. Αλλά δεν είναι ο Φώτης που με πάει στο κόκκινο δωμάτιο. Είναι κάποιος πελάτης, από τους ωραίους.
Ένας τέτοιος ερχόταν κάθε τόσο με δύο. Ωραίος τύπος.

Αφού τα κατάφερνε, μπράβο του! Μα ούτε μια φορά δεν ήρθε με μία! Σου λέει, άμα είναι να την κάνεις την απιστία, να την κάνεις καλά. Είμαι σίγουρη ότι του άρεσε να τις βλέπει να παίζουν μεταξύ τους. Σε όλους τους άντρες αρέσει αυτό. Αλλά άντε να τις βρουν, πόσο μάλλον να πείσουν τη σύζυγο να ανοιχτεί έτσι. Εγώ θα το ’κανα, αν μου το ζήταγε ο Φώτης. Στα παλιά τα χρόνια, όταν ήμασταν καλά. Ίσως αν κάναμε τέτοια και δεν το παρατούσαμε να ’χαμε αντέξει. Αποκλείεται να ζήλευα. Ίσα ίσα, θα μου φαινόταν πολύ τρυφερό που θα τα μοιραζόμασταν όλα, ακόμη και την απιστία. Άσε που δεν είναι απιστία όταν γίνεται μπροστά σου. Το από πίσω σου είναι, ακόμη κι αν γίνεται μόνο με τη σκέψη.

Δεν μου λείπει τόσο το σεξ όσο το χάδι. Ούτε που μ’ ακουμπάει. Κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι και δεν αγγιζόμαστε. Αν κολλήσει κατά λάθος πάνω μου και το καταλάβει, τινάζεται σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Μπορεί και να τον αηδιάζω. Έτσι νιώθω μερικές φορές, από τον τρόπο που μου φέρεται. Ίσως είναι και τα κιλά που έχω πάρει. Καμιά φορά βάζω το χέρι μου στον σβέρκο του την ώρα που τρώει και κατεβάζει το κεφάλι, σχεδόν βουτάει στο πιάτο, προκειμένου να μ’ αποφύγει. Δεν θέλει τίποτα από μένα. Μόνο να κάνω τις δουλειές του σπιτιού και να φέρνω λεφτά. Ίσως μου χρεώνει που βγήκαν έτσι όπως βγήκαν τα παιδιά μας.

Ο γιος μας πάει στην πρώτη γυμνασίου, η κόρη μας στην τρίτη. Πλακώνονται συνέχεια. Πέφτει ξύλο για ψύλλου πήδημα. Έλειπα όλη μέρα, κι ο Φώτης λείπει πολλές ώρες, αφηνιάζουν. Τώρα είναι αργά. Όσο και να τους πιέζω για το διάβασμα, δεν βγάζω άκρη. Ο μικρός μόνο με την μπάλα ασχολείται, η μικρή με την εμφάνισή της. Έχει βάψει τα μαλλιά της από τώρα, ένα ροζ-καφέ περίεργο, έχει το νύχι κάγκελο, ντύνεται σαν ξέκωλο, βάφεται για να πάει σχολείο, καπνίζει νομίζω, μου ’χει μυρίσει μερικές φορές. Δεν ξέρω πώς οι άλλες μανάδες τα καταφέρνουν και βγάζουν καλούς μαθητές, μαζεμένα κορίτσια κι ευγενικά αγόρια. Εγώ ντρέπομαι να τα παρουσιάσω.

Ο γιος μου δεν μιλάει, μουγκρίζει, κι η κόρη μου πρέπει να γίνει σεισμός για να σηκώσει το κεφάλι της απ’ την οθόνη του κινητού της. Ανάγωγα παιδιά, τελείως. Με τέτοιον πατέρα, δεν θα μπορούσαν να βγουν αλλιώς. Τον ερωτεύτηκα γιατί ήταν ωραίος. Ψηλός και γεροδεμένος. Όπου τον έπιανες, ήταν σκληρός. Στο στήθος, στα πόδια, στην πλάτη, στην κοιλιά, παντού. Ωραίος, αλλά ανεπρόκοπος. Όσο βόηθαγε ο πατέρας μου, τσουλούσε το πράγμα.

Όταν ήρθε η ώρα να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας, φάνηκε πόσο λάθος ήταν που τον παντρεύτηκα. Ούτε το σπίτι να φέρει βόλτα μπορούσε, ούτε με τα παιδιά έβαζε πλάτη. Το μυαλό του το ’χε στο Στοίχημα. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στο προποτζίδικο ήταν. Έπιασε δουλειά στο ταξί μόνο όταν του ’πα ότι δεν πάει άλλο, θα χωρίσουμε. Όχι ότι με θέλει. Επειδή είναι δικό μου το σπίτι που μένουμε, πού να ψάχνει για ενοίκιο, καλά έχει βουλευτεί σ’ εμένα. Το φαΐ έτοιμο και τα ρούχα σιδερωμένα. Ούτε θυμάμαι από πότε έχουμε να κάνουμε έρωτα.

Τουλάχιστον αυτοί στο ξενοδοχείο έκαναν σεξ. Γι’ αυτό έρχονταν, μόνο γι’ αυτό. Κι αφού ξανάρχονταν πάει να πει πως φχαριστιούνταν. Πολλές φορές έβλεπες την κάψα στο πρόσωπό τους. Ειδικά στους άντρες με τις μικρούλες. Σαν να δυσκολεύονταν να κρατήσουν το σπέρμα τους. Αναψοκοκκινισμένοι. Άρχιζαν να τις χουφτώνουν μπαίνοντας στο ασανσέρ. Και κοίταζαν μ’ ένα μάτι υγρό, θολωμένο.

Δεν έχω και πολλά να σκεφτώ τώρα που είμαι σπίτι. Δεν κράτησα και φίλες. Με όλες κάπου χαθήκαμε, σχεδόν χωρίς λόγο. Το αφήσαμε. Μας έφαγαν οι υποχρεώσεις. Μεγάλο λάθος. Τώρα το καταλαβαίνω. Δεν έχω με ποιον να κουβεντιάσω. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πόσο σημαντικό είναι αυτό. Να ’χεις κάποιον να μιλήσεις. Κι ας μην έχεις να πεις κάτι σοβαρό. Έτσι, ό,τι σου ’ρχεται, να το μοιράζεσαι.

Ζηλεύω αυτούς που βλέπω να περπατάνε δυο δυο. Είτε είναι ζευγάρια είτε είναι φίλοι. Χαμογελάνε, χαζολογάνε, έχουν παρέα. Εγώ και στα παιδιά μου όταν λέω να ’ρθουν μαζί μου βόλτα δεν έρχονται. Η μία το ποδήλατο, ο άλλος το πατίνι, μακριά από μένα πάντως.

Όταν βλέπω οικογένειες, δεν ζηλεύω. Γιατί έχουν δει τόσα τα μάτια μου στο ξενοδοχείο, που ξέρω ότι μπορεί να μην είναι ό,τι φαίνεται. Έχω δει πολλές βέρες στα χέρια που με πλήρωναν στη ρεσεψιόν. Και είμαι σίγουρη ότι στο γραφείο τους θα έχουν τη φωτογραφία της συζύγου σε κορνίζα.

Καμιά φορά χάζευα τις ταυτότητες, μπας και πετύχω επάγγελμα. Σπάνιο, οι πολύ παλιές μόνο γράφουν, αλλά μου ’χει τύχει. Έχω δει καθηγητή πανεπιστημίου, δημοσιογράφο, γιατρό και πολλούς επιχειρηματίες. Μια φορά άφησε γυναίκα, εξηντάρα, την ταυτότητά της, θυμάμαι σαν και τώρα το όνομά της, τόσο ποιητικό, Αλκμήνη Αλκαίου. Ήταν με έναν νεαρό κούκλο, πολύ γυμνασμένο, με κάπως μακριά μαλλιά κι αυτό το ελαφρώς αξύριστο που μου αρέσει πολύ. Είχε επιλέξει μία από τις σουίτες, τριάντα πέντε τετραγωνικά με τζακούζι, σαράντα ευρώ η ημιδιαμονή, είκοσι πέντε πάνε τα απλά δωμάτια, και μου άφησε πενήντα. Δεν πήρε ρέστα, σαν να ξεχάστηκε ή σαν να μην την ενδιέφερε. Όταν ήρθε, ήταν πολύ περιποιημένη, σχεδόν όμορφη. Όταν έφευγε, της είχε φύγει το μέικ απ και το πρόσωπό της φαινόταν πολύ σπασμένο, έδειχνε τα χρόνια της.

Κάποια ζευγάρια από αυτά που έρχονταν τακτικά τα έχω φανταστεί να αγκαλιάζονται, να γδύνονται και να κυλιούνται στο κρεβάτι. Άλλες φορές η εικόνα μού φέρνει αηδία. Να ’ναι ο άντρας χοντρός και πλαδαρός και το κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά. Κάποιες φορές όμως θα ’θελα να ’μαι κάπου στο δωμάτιο, αόρατη, και να τους βλέπω. Ζευγάρια που δείχνουν να αγαπιούνται, που κρατιούνται χέρι χέρι πηγαίνοντας στο δωμάτιο, που μπορεί κάποια στιγμή να μείνουν μαζί.

Περιμένω πώς και πώς να ξανανοίξει το ξενοδοχείο. Φοβάμαι μην και το πουλήσει ο ιδιοκτήτης. Είναι ύποπτο που δεν μας λένε τίποτα. Και οι συνάδελφοι ανησυχούν. Μια καμαριέρα που τα λέμε τακτικά βρήκε άλλη δουλειά, καθαρίζει ένα κτίριο με γραφεία, στο κέντρο. Εγώ ούτε να σκέφτομαι δεν θέλω ότι μπορεί να σταματήσω τη δουλειά. Ακόμη κι αν μου κάνουν μείωση μισθού, θα συνεχίσω. Είδα πώς είναι η ξεκούραση, μακριά από μένα. Και να ’χε λεφτά ο Φώτης να με πλήρωνε, δεν θα ’μενα σπίτι, να βουλιάξω στην κατάθλιψη. Προτιμώ να βλέπω τη δυστυχία των άλλων και να ξεχνάω τη δική μου.

Την Έφη, τη συμμαθήτρια της κόρης μου, της την έδειχνα για πρότυπο. Άριστη μαθήτρια, κόρη καθηγητών, σεμνή, ήταν η κόρη που θα ’θελα να ’χω. Όταν την είδα να περιμένει τον πενηντάρη, τα ’χασα. Τα ’χασε κι αυτή. Γύρισε την πλάτη της, κόντεψε να σωριαστεί από την ταραχή της. Αυτός, όταν τελείωσε μ’ εμένα στη ρεσεψιόν, την έπιασε από τον ώμο για να την οδηγήσει στο ασανσέρ και με το άλλο χέρι άρχισε να χαλαρώνει τη γραβάτα του. Δεν είπε στην κόρη μου ότι συναντηθήκαμε. Ούτε εγώ της το είπα. Το πήρε το ποτάμι…