Κυκλοφόρησε μέσα στο Μάιο από τις εκδόσεις Μάγμα η «Πομόνα», μια συλλογή οκτώ διηγημάτων του Αργύρη Φασούλα, με κοινό άξονα την αδυναμία και την κατάσταση μετεώρισης που καταλαμβάνει τους ανθρώπους, μπροστά στα καθημερινά και τα ακραία της ζωής. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας Αργύρης Φασούλας, ως πρώτη ύλη των διηγημάτων χρησίμευσαν μνήμες και βιώματα από τη Θεσσαλία, όπου και μεγάλωσε.

Ads

Ο άντρας που καπνίζει μες στο καταμεσήμερο τα δάχτυλά του, η Κική που μετράει συλλαβιστά τα στρώματα του αέρα, η κόρη που σκότωσε και φύτεψε τη μητέρα της. Ο Κώστας ο Τζουμέρας, στην καρότσα της Καναδέζας με τον στραβό του τον ύπνο, ο Γιούλης στον Επιτάφιο, στην πλατεία, ο Τάσσος ο Βίγκας καθισμένος στο σαράβαλο του ήλιου. Η Χρύσα και τα ασάλευτα ψάρια που στάζουν πηχτά απ’ τα χείλη της και ο Γιώργος ο Ζίτσιος που κλαίει πάνω απ’ το πρόβατό του. Οι ήρωες του βιβλίου περιδιαβαίνουν μέσα στην ανθρώπινη περιπέτεια, με ό,τι έχει ο καθένας: ένα μαχαίρι, ένα κλειδί ένα σφυρί. Αίμα, φόνοι, γιορτές, καταστροφές, μοναξιές, σε 91 σελίδες που βυθίζουν τον αναγνώστη «σ’ ένα σύμπαν που κοχλάζει».

Ακολουθεί η συνέντευξη με τον συγγραφέα της «Πομόνας», Αργύρη Φασούλα.

image

Ads

Πομόνα σημαίνει αντλία, σωστά; Γιατί Πομόνα;

Ναι, είναι η υδραντλία που χρησιμοποιούν οι αγρότες για τα ποτίσματα. Είναι ο τίτλος του ενός από τα συνολικά οκτώ διηγήματα του βιβλίου και το συγκεκριμένο ήταν ένα από τα πρώτα που είχα γράψει. Ψάχνοντας τον τίτλο του βιβλίου, θεώρησα ότι η Πομόνα ίσως δίνει το στίγμα πιο καθαρά από κάποια άλλα. Η επιλογή αυτή συνιστά μια προτροπή προς τον αναγνώστη να δει το ομώνυμο διήγημα ως ένα κλειδί προκειμένου να προσεγγίσει τον κοινό άξονα που συνδέει τα διηγήματα. Όσον αφορά στη σημασία της λέξης, θα έλεγα ότι υπάρχει μία σύνδεση ανάμεσα στην χρηστικότητα της αντλίας και στην ψυχική διεργασία την οποία προσπαθώ να περιγράψω. Είναι ένα από τα παραδείγματα αντικειμένων της καθημερινής ζωής που αναφέρονται μέσα στο βιβλίο, από τα οποία ίσως εκκινούμε για να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια υπέρβαση.

Ανέφερες τον κοινό άξονα που συνδέει τα διηγήματα. Σε τί συνίσταται αυτός ο άξονας;

Είναι μια αμηχανία, μια αίσθηση αδυναμίας και μετεώρισης, ίσως και κρίσης που εμφανίζουν όλοι οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων. Στο βιβλίο γράφω για καταστάσεις πολύ στιγμιαίες, απόλυτα συνηθισμένες μέσα από τις οποίες φανερώνονται χαρακτήρες αποξενωμένοι από τον περίγυρο τους και τον εαυτό τους, χωρίς τις περισσότερες φορές να συνειδητοποιούν αυτή την κατάσταση. Συχνά δεν μπορούν να εντοπίσουν καν σε τί οφείλεται η δυσφορία ή η σύγχυση τους…

Αυτό που περιγράφεις υπάρχει στο βιβλίο γιατί υπάρχει στην κοινωνία;

Φυσικά, πώς αλλιώς;  Είναι κάτι που αντιλαμβάνομαι ως κατάσταση και αίσθηση, ενίοτε πολύ αμυδρά σε κάποιους ανθρώπους, ενίοτε και σε μένα τον ίδιο. Προσπαθώ να περιτριγυρίσω τις καταστάσεις αυτές, να τις περιγράψω όσο το δυνατόν σαφέστερα και τελικά ίσως να τις καταλάβω λίγο καλύτερα. Και λέγοντας «σαφέστερα» δεν εννοώ να τις παρουσιάσω απαραίτητα με τρόπο απλά εύληπτο, αλλά με τρόπο ουσιώδη. Να αναδείξω τις πραγματικές τους διαστάσεις όσο διφορούμενες, αμφίσημες και ενδεχομένως σκοτεινές κι αν είναι αυτές. Γι’ αυτό και το παράλογο ή το αντιφατικό που χαρακτηρίζει τις συμπεριφορές των κεντρικών χαρακτήρων δεν έχει να κάνει με κάποιο τέχνασμα προκειμένου να κρυφτεί η πραγματική πλοκή και να προκληθεί σασπένς. Έχει να κάνει με την ουσία της κατάστασης στην οποία βρίσκονται… Είναι παγιδευμένοι μέσα σ’ ένα «πηχτό» πράγμα, σα να υπνοβατούν διαρκώς. Σα να κοχλάζουν…

Η σειρά των διηγημάτων είναι τυχαία; Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τα «Γυαλάκια» ή την «Πίτα»;

Το κάθε διήγημα είναι αυτόνομο, ωστόσο η σειρά που τοποθετήθηκαν τα οκτώ διηγήματα μέσα στο βιβλίο έχει μια λογική. Από τη μεριά μου προτείνω στον αναγνώστη μια διαδικασία κι εκείνος προφανώς θα ακολουθήσει όποια σειρά και διαδικασία θέλει. Για παράδειγμα το πρώτο διήγημα έχει ορισμένα χαρακτηριστικά ώστε να λειτουργεί, κατά τη γνώμη μου, σαν προθάλαμος για το βιβλίο. Όλα τα διηγήματα είναι τοποθετημένα εκεί που βρίσκονται για κάποιο λόγο. Νομίζω πως αν κάποιος διαβάσει τα διηγήματα με τυχαία σειρά, το βιβλίο θα λειτουργήσει μέσα του με τρόπο διαφορετικό από τη δική μου πρόταση.

Ποια είναι η σύνδεση του βιβλίου με τη γενέτειρά σου, τη Θεσσαλία;

Η Θεσσαλία ως τοποθεσίες, δρώμενα και συμπεριφορές λειτούργησε σαν μια πρώτη ύλη, σαν αφορμή χάρη στην οποία μου δόθηκε η ευκαιρία να προσεγγίσω ορισμένα πράγματα που δούλευα στο μυαλό μου. Δεν είχα πρόθεση για ηθογραφική περιγραφή του θεσσαλικού τρόπου ζωής. Όμως εφόσον μεγάλο μέρος της ζωής μου το έχω περάσει στη Θεσσαλία, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο από εκεί να ξεκινούν αρκετές από τις καταστάσεις που προσεγγίζω στα διηγήματα. Και φυσικά η Θεσσαλία υπάρχει στο βιβλίο αισθητικά, μέσω τοπίων και εικόνων που περιγράφω. Θέλω όμως να πιστεύω ότι η ουσία του κάθε διηγήματος δεν εξαρτάται από το τοπικό στοιχείο και θα μπορούσε να «μεταφερθεί» οπουδήποτε.

Η γλώσσα του βιβλίου σχετίζεται με τη Θεσσαλία;

Όχι, αν εξαιρέσουμε το τελευταίο διήγημα το οποίο επίτηδες έχει έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα. Σχετικά με τη γλώσσα, προσπάθησα να αποφύγω την πολύ «φιλολογίζουσα» γραφή. Ακόμα κι αν το νόημα είναι δύσκολο και ομιχλώδες, η γλώσσα και η εικόνα ήθελα να είναι απλή και καθαρή, χωρίς βεβαίως να εκφυλίζεται σε μια εκδοχή εντελώς προφορική και ακατέργαστη, σε μια κακή αντιγραφή της πραγματικότητας. Ήθελα η εμπειρία της ανάγνωσης να μην είναι τόσο εγκεφαλική αλλά βιωματική, χειροπιαστή. Και η γλώσσα προσπαθεί να υπηρετήσει αυτό ακριβώς τον σκοπό.