Όταν στα δεκαέξι μου χρόνια παρακολούθησα την παράσταση του έργου του Γιώργου Διαλεγμένου «Σε φιλώ στη μούρη» ήρθα αντιμέτωπη με έναν κόσμο που δεν γνώριζα. Ο κόσμος μιας έφηβης από μικρο-μεσοαστική οικογένεια δεν τέμνονταν σε κανένα σημείο με αυτόν ενός ζευγαριού ρακοσυλλεκτών και του αστυνομικού με διαταραγμένη προσωπικότητα γιου τους. Ενώ οι ετερότητες αυτές ήταν δίπλα μου, στην ίδια πόλη, ο τρόπος ζωής μου και οι προσλαμβάνουσες που είχα τις κρατούσαν ολοκληρωτικά απ’ έξω. Ο θεατρικός συγγραφέας, που είχε ο ίδιος μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο μέχρι τα επτά του χρόνια, η σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή, ο ίδιος, η Άννα Κοκκίνου και ο Γιώργος Κέντρος στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συνέβαλαν σε μια τέτοια αναπαράσταση, που αυτό που λέμε ευαισθητοποίηση για τον Άλλο συνέβη σε μένα εκείνο το βράδυ. Ο τρόπος με τον οποίο η παράσταση επέδρασε πάνω μου ήταν διευρύνοντας άπαξ και διά παντός το οπτικό μου πεδίο, ώστε να χωρέσει υποκείμενα που πριν μου ήταν αόρατα.

Ads

Στο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», το τελευταίο από τα τρία βιβλία του, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αντίποδες, ο εικοσιοκτάχρονος Εντουάρ Λουί ακολουθεί το ίδιο αφηγηματικό νήμα με το πρώτο του βιβλίο, το «Να τελειώνουμε με τον Εντί Μπελγκέλ». Σύμφωνα με συνεντεύξεις του,  η αφήγησή του είναι αυτοβιογραφική: Ο Εντύ Μπελγκέλ – αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του συγγραφέα – μεγαλώνει σε ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε έναν κόσμο φτώχιας, αμορφωσιάς, βίας και εκφοβισμού που στην περίπτωση του Εντύ εντείνεται λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Ενώ στο πρώτο βιβλίο, που το γράφει μόλις είκοσι δύο ετών αποτυπώνει με ωμό, ρεαλιστικό τρόπο τη βία που υπέστη, στο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου»  ο Λουί αφενός συνθέτει τις κακοποιητικές συμπεριφορές του πατέρα του με τις σπάνιες και κωδικοποιημένες εκδηλώσεις αγάπης από πλευράς του και αφετέρου καταγγέλλει τους «κυρίαρχους» της μεταβιομηχανικής συνθήκης για τον οικονομικό και κοινωνικό αποκλεισμό που επιφυλάσσουν στον πατέρα του και την εργατική τάξη στην οποία ανήκει.

Ο Λουί απευθύνεται στον πατέρα του σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, σαν να του γράφει γράμμα. Η πολύπαθη σχέση πατέρα – ομοφυλόφιλου γιού εντός ενός κοινωνικού περιβάλλοντος, όπου οι άντρες κερδίζουν το θαυμασμό όταν επιτελούν την αρρενωπότητά τους δέρνοντας καθηγητές στο σχολείο, αποδίδεται αφηγηματικά με τη διαδοχή θραυσμάτων πρόζας αποσπασματικών και ασύνδετων μεταξύ τους. Η οδυνηρή  επιτέλεση του πατρικού ρόλου μέσα από στερεότυπα απόρριψης και ομοφοβίας – «ένα βράδυ, στο καφενείο του χωριού, είπες μπροστά σε όλον τον κόσμο πως θα προτιμούσες να έχεις έναν άλλο γιο αντί για μένα. Για πολύ καιρό μετά ήθελα να πεθάνω» εναλλάσσεται με την εν κρυπτώ έκφραση της πατρικής αγάπης – «όταν έπινες πολύ χαμήλωνες το βλέμμα και έλεγες πως με αγαπούσες». Η προσωδία της δευτεροπρόσωπης αφήγησης αφενός δίνει στο κείμενο τη δυνατότητα να διαβαστεί με την αντίθετη απεύθυνση – του πατέρα προς το γιο: «Με κοιτούσες σαν να σε είχα προδώσει» ή «Ήξερα ότι σε αγαπούσα αλλά ένιωθα την ανάγκη να πω στους άλλους ότι σε σιχαινόμουν». Αφετέρου επιτρέπει στον αφηγητή την πολυεπίπεδη και πολύσημη απεύθυνση όχι μόνο στον πατέρα, αλλά και στον εαυτό ή την/ον αναγνώστρια/η σε φράσεις – κλειδιά του κειμένου: «Είναι φυσιολογικό να ντρέπεσαι επειδή αγαπάς;».

Στην κοινωνία του Μπελγκέλ – Λουί ως ντροπή εσωτερικεύεται όχι μόνο η αγάπη, αλλά και η φτώχεια. Μετά τη μεγάλη επίδραση του πρώτου του βιβλίου, το οποίο πούλησε σχεδόν μισό εκατομμύριο αντίτυπα και μεταφράστηκε σε πάνω από είκοσι γλώσσες, η μητέρα του, όπως αποκαλύπτει σε μία συνέντευξή  του, τον ρώτησε προσβεβλημένη και οργισμένη: «γιατί έγραψες ότι είμαστε φτωχοί;», σαν η φτώχεια να είναι κάτι μεμπτό, ανήθικο. Η κατάσταση της φτώχειας της είχε εσωτερικευτεί ως ένα δικό της λάθος, ως ενοχή για το ότι δεν κατάφερε η ίδια, ατομικά, να την ξεπεράσει. Η αυτοενοχοποίηση της εργατικής τάξης, το ότι τα άτομα που υποφέρουν ντρέπονται που υποφέρουν, οδηγεί τον Λουί στον καταγγελτικό λόγο. Σε ένα «κατηγορώ» του συγγραφέα, τα βίαια χτυπήματα της πολιτικής ιστορίας που αλώνουν το σώμα του πατέρα διαδέχονται το ένα το άλλο με κλιμακούμενη ένταση. Ο αφηγηματικός χρόνος δεν είναι ούτε γραμμικός, ούτε κυκλικός, είναι χρόνος οροσήμων: Τον Μάρτιο του 2006 ο Ζακ Σιράκ και ο υπουργός υγείας Ξαβιέ Μπερτράν διέλυσαν τα σωθικά του πατέρα, διακόπτοντας τη συνταγογράφηση δεκάδων φαρμάκων. Το 2009 ο Νικολά Σαρκοζί και ο συνεργός του Μαρτέν Χιρς του τσάκισαν τη μέση, καταργώντας ένα επίδομα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος  και αναγκάζοντάς τον, παρότι σχεδόν ανάπηρος από ένα εργατικό ατύχημα που είχε υποστεί, να δεχτεί δουλειά οδοκαθαριστή. Τον Αύγουστο του 2016, υπό την προεδρία του Ολάντ, η υπουργός εργασίας Ελ Χομρί, με τον λεγόμενο «νόμο εργασίας», που διευκόλυνε τις απολύσεις και επέτρεψε στις εταιρείες να υποχρεώνουν τους εργαζόμενους να κάνουν περισσότερες υπερωρίες την εβδομάδα, οδήγησε τον πατέρα στο να χρειάζεται μηχανική υποστήριξη για να αναπνέει. Τον Αύγουστο του 2017 ο Εμμανουέλ Μακρόν του πήρε «το φαΐ μέσα από το στόμα» παρακρατώντας πέντε ευρώ το μήνα από τα κοινωνικά επιδόματα των φτωχών, ενώ ταυτόχρονα μείωσε τους φόρους για τους πιο πλούσιους. Ακόμη και το ελάχιστο μερίδιο χαράς που αναλογεί στους ανθρώπους της εργατικής τάξης σχετίζεται με νομοθετικό ορόσημο: «Μια μέρα, το φθινόπωρο», η επιδότηση που καταβαλλόταν κάθε χρόνο στις οικογένειες για την αγορά σχολικών ειδών αυξήθηκε σχεδόν εκατό ευρώ. Ο πατέρας τρελάθηκε από τη χαρά του, πήρε την οικογένειά του και πήγαν στη θάλασσα. «Όλη η μέρα ήταν γιορτή». Ο Λουί παρατηρεί: «Σε εκείνους που τα έχουν όλα, δεν έχω δει ποτέ οικογένεια να πηγαίνει στη θάλασσα για να γιορτάσει μια πολιτική απόφαση, επειδή για κείνους η πολιτική δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα».

Ads

Για το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» που συγκλόνισε τη Γαλλία ο Λουί μας παρείχε μία από τις πιο διεισδυτικές αναλύσεις καθώς, προερχόμενος ο ίδιος από τις τάξεις των ανθρώπων που πρωτοκατέβηκαν στο δρόμο, αναγνώρισε στα καταπονημένα σώματα που είδε στις φωτογραφίες των μέσων μαζικής επικοινωνίας τον πατέρα, τον αδελφό, τη θεία του, αλλά και παρέλυσε από την ταξική περιφρόνηση με την οποία υποδέχτηκαν το κίνημα αυτό οι κυρίαρχες τάξεις.  Οι λέξεις «βάρβαροι», «καθυστερημένοι», «χωριάτες», «ανεύθυνοι» που παρέλασαν  στα κοινωνικά δίκτυα δείχνουν αυτό που γράφει ο Λουί στο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου»:  «Για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως ζήτημα αισθητικής […] για εμάς ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου».
Κάποιες κριτικές στα γαλλικά μήντια αμφισβήτησαν τη «λογοτεχνικότητα» του έργου. «Δεν είναι λογοτεχνικό! Ανακαλύπτει ξαφνικά ότι η πολιτική έχει επίπτωση στη ζωή των ανθρώπων και καταγγέλλει τους ενόχους! Μα αυτό διαβάζουμε όλη μέρα στις εφημερίδες!» Όμως η μετανεωτερική κριτική ματιά προτάσσει την πανοραμική διερώτηση του λογοτεχνικού φαινομένου, σύμφωνα με την οποία διερευνάται όχι μόνο το κείμενο αυτοτελώς, αλλά και το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται, ο βίος, οι προθέσεις και οι ταυτότητες του συγγραφικού υποκειμένου (έμφυλη, ταξική κ.α.), η αναγνωστική και κριτική πρόσληψη, η ηθική της ανάγνωσης. Η εργατική τάξη της Γαλλίας, οι άνθρωποι που περιγράφονται στο βιβλίο του Λουί, δεν μετέχουν στον περίφημο ευρωπαϊκό πολιτισμό και τρόπο ζωής﮲ αποτελούν τα σκουπίδια του, αυτά που παράγει καθημερινά και βγάζει έξω κάθε βράδυ στον κάδο απορριμμάτων προς αποκομιδή, για τα οποία οι μεσαίες και ανώτερες τάξεις δυσανασχετούν να φορολογούνται και πιέζουν για την περαιτέρω συρρίκνωση των πενιχρών κοινωνικών επιδομάτων. Ο Λουί απέκτησε  αναπάντεχα και κατ’ εξαίρεση πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση – στο πρώτο του βιβλίο αφηγείται πώς έφυγε από τη γενέθλια πόλη για να σπουδάσει φιλοσοφία και κοινωνιολογία στο Παρίσι. Η αξία του έργου του έγκειται στο ότι εκφράζει τους αόρατους ως ένας από αυτούς, πρώην αόρατος ο ίδιος, και στο ότι μας εμπλέκει σε μια ανάγνωση ηθική. «…αυτό που γράφω […] δεν υπακούει στις απαιτήσεις της λογοτεχνίας αλλά σε εκείνες της ανάγκης και του επείγοντος, σε εκείνες της φωτιάς».