Η Ανδρονίκη Δημητριάδη («λόγου αντίθεση», βακχικόν, 2018) συνεχίζει την ποιητική παράδοση της Θεσσαλονίκης του εσωτερικού μονολόγου με την εσωστρέφεια της στιχουργικής της σε συνδυασμό με μία ποιητική πένθους.

Ads

Η συλλογή κινείται γύρω από την ποιητική του πένθους. Τούτο, έξαλλου, είναι και το γενικότερο συναίσθημα. Ας μην παραβλέπουμε πως στη μεταμοντέρνα ποίηση ο θάνατος, που είχε οδηγηθεί σε μία εσωτερική βίωση, ξαναβρίσκει τον δρόμο της κοινωνικής έκθεσης, μολονότι δεν φτάνει στο συλλογικό βίωμα της ελεγείας ή του μοιρολογιού. Παραμένει ένα προσωπικό βίωμα που πια εξωτερικεύεται διασπώντας την ατομική/αστική απομόνωση (somnia, μνήμες).

Η στιχουργική της μοιάζει με έναν διαρκή διάλογο προς ένα βουβό και ακαθόριστο β’ ενικό (βαρκαρόλα, θεοπλασία, χρησμός, αιώρα, αντίδοτο, νημερτής, Σποράδες) με μία συνεχή εμφάνιση του θανάτου (συναίνεσις, μυοσωτίς, έρως-θάνατος, αντίδοτο). Με επίκεντρο το δευτεροπρόσωπο υποκείμενο η ποιήτρια εξωτερικεύει με μία εξομολογητική διάθεση τις βαθύτερες ανησυχίες της. Άλλωστε, συχνά το α’ ενικό γραμματικό πρόσωπο  λειτουργεί ως κυρίαρχο υποκείμενο καθιστώντας την ποιητική της προσωπική, δίχως να απλώνεται σε κάποιο κοινό βίωμα(αστρολάβος, μαγική γη, somnia, συμπόσιο). Ας μη λησμονούμε όμως προς το ποίημα ξεκινά από το ατομικό βίωμα και καταλήγει ως αυτοβιογραφία του κοινού.

Η Δημητριάδη αναζητά εκφραστική διέξοδο στον μεταφορικό λόγο (θεοπλασία) με ήπιες εκφορές που αξιοποιούν το συναισθηματικό συμβολισμό λέξεων (στάχτες, somnia, σκαλιστά, χρησμός, αντί-σκηνο). Μέσα στο εκμυστηρευτικό ύφος όμως δεν φτάνει στην ανοικείωση, δεν ξαφνιάζει το κοινό. Ακόμα και οι λίγες κοινωνικές αναπαραστάσεις με την απουσία ανθρώπων (αντί-σκηνο, συνταγές για αρχάριους, μνήμες) εντείνουν το συναίσθημα της μοναξιάς.

Ads

Μολονότι το ποιητικό πένθος, ενίοτε, συνδέεται με το κοινωνικό βίωμα, όπως η προσφυγιά (χρησμός), ετούτο παραμένει μία ατομική υπόθεση. Τα λίγα ποιήματα για τον έρωτα (παλίρροια, πρωτόπλαστοι, νόστος, οδός ονείρων) προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα δίπολο έρωτας-θάνατος (μαγική λέξη) και αποκαλύπτουν τον αγώνα για ζωή (αστρολάβος).

Και το ποιητικό πένθος συνδέεται με τη μνήμη, εντείνοντας το συναίσθημα της απώλειας και του πόνου (εις μνήμην, Σποράδες, η ρωγμή του χρόνου, somnia). Και μέσα στην προφορικότητα και τις ήπιες συνυποδηλώσεις τούτος ο πόνος αναδύεται ισχυρότερος, αφήνοντας μία αχλή άρνησης παρηγοριάς. Εξάλλου, η μεταμοντέρνα ποίηση αντιτίθεται στην παραδοσιακή ποιητική του πένθους, καθώς διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό από τα συναισθήματα παρηγοριάς κι εγκαρτέρησης. Σκοπός της πεθούσης ποιήτριας δεν είναι η παρηγοριά αλλά η αποτύπωση του ψυχικού κλίματος ορίζοντας έτσι Ένα αντι-ελεγειακό ύφος.

Η ποιήτρια είναι πια συμφιλιωμένη με το ανείπωτο, με την απουσία, μολονότι δεν εκφράζει άμεσα τον χαμό (οι 5 αισθήσεις της σιωπής)∙ έναν χαμό που αποδεικνύεται (επίγραμμα) ξαφνικός και μη φυσιολογικός. Έτσι, βέβαια, απουσιάζουν και στοιχεία φθοράς του σώματος ή του χρόνου, αφήνω τα στο προσκήνιο τον χαμό και τον πόνο του επιζώντος ποιητικού υποκειμένου που ταυτίζεται με την ποιήτρια (νημερτής, οι μαγεμένες). Έτσι η θλίψη και η μελαγχολία εμφανίζονται ως μόνιμες τροπικότητες στο έργο της και συνδέονται με τον πόνο και τη μοναξιά γεννώντας ένα φροϋδικό αίσθημα ενοχής.