Σε κριτική παρουσίαση της προηγούμενης συλλογής ποιημάτων του Τάκη Γκόντη “Παντομίμα” (2015), στο περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, τ. 111 (2017), διέκρινα τρεις  θεματικούς άξονες της ποίησής του: την ποιητική, την ιδεολογία και τη φύση. Το στοχασμό δηλ. πάνω στην τέχνη της ποίησης, την ιδεολογική του ιδιοπροσωπία και τη βιωματική σχέση του με τη φύση.

Ads

Στην καινούργια συλλογή του με τον κρυπτικό τίτλο “Διαλείπον εκκρεμές” που κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο, στεγάζονται 31 ποιήματα, μικρά σε έκταση τα περισσότερα, εκτός του τελευταίου που εκτείνεται σε οκτώ σελίδες.

Μια πρωτοτυπία του βιβλίου είναι ότι οι τίτλοι των ποιημάτων τοποθετούνται , εντός παρενθέσεων, στο τέλος του ποιήματος, ως επεξηγηματικοί δείκτες. Σαν ο ποιητής να μη θέλει να μας προϊδεάσει με την πρόταξη του τίτλου, αλλά τον τοποθετεί στο τέλος: ως λύση ή ως αίνιγμα.

Στο εκτενές ποίημα “Άμπωτη” ο ποιητής-ήρωας βγάζει τη γλώσσα στην εξουσία, παραμένοντας γενναίος εν πλήρει επιγνώσει ότι θα φτάσει: “Στο ψηλότερο σημείο της αντοχής […] Σαν φλεγόμενο άστρο/ Με τη σημαία της δυσπιστίας/ Να κυματίζει […] Σύμβολο αιώνιο/ Των απείθαρχων/ Γενναίων ηττημένων.”

Ads

Εδώ ο ποιητής καταθέτει σε πρώτο πρόσωπο, ενώπιον του δικαστηρίου της Ιστορίας. Μ’ έναν τόνο περήφανα  μελαγχολικό απαριθμεί και κρίνει τα του βίου του και αποτιμά το απόσταγμα των πράξεών του. Σ’ ένα τοπίο όπου η φυρονεριά γυμνώνει και αποκαλύπτει τις κρυμμένες, αποτρόπαιες ενσαρκώσεις των ιδεών που συντρίφτηκαν πάνω στον τοίχο της πραγματικότητας και συνέθλιψαν αυτούς που τις υπερασπίστηκαν με το σώμα και τη ζωή τους, αγνοώντας “την ακατανίκητη/ υπεροπλία των αριθμών” και εκμαυλιζόμενοι “με υποσχέσεις για παραδείσους κενές”.

Σ’ αυτό το ποίημα, που ξεχωρίζει υφολογικά και θεματικά από τ’ άλλα ποιήματα της συλλογής, ο Γκόντης επιστρέφει σ’ ένα θέμα που έχει πραγματευτεί σε προηγούμενες συλλογές του: Στη διάψευση μιας πολιτικής θεολογίας, μιας πίστης στην ευτοπία μιας ιδανικής κοινωνίας, που πυρπολήθηκε εκ των ένδον.

Όπως είπα εισαγωγικά για τη θεματολογία της συλλογής “Παντομίμα” κι εδώ έχουμε μιαν ισορροπία ως προς τα θέματα: τη φύση, την ποιητική και την ιδεολογία. Με μία όμως ενδιαφέρουσα προσθήκη υπαρξιακών ποιημάτων. Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα των σελ. 25 και 38.

Το βλέμμα και ο χρόνος ή μάλλον η επίδραση του χρόνου πάνω στο βλέμμα των ανθρώπων, είναι εμφανή στο ποίημα “Δεν αλλάξει το βλέμμα” (σελ. 14).

Στο ίδιο θέμα και το ποίημα “Λεύκανση χάρτου” (σελ. 22). Εδώ το τοπίο είναι λευκό: άδειο από χρώματα ή κενό νοήματος;
Και πάλι το βλέμμα στο ποίημα “Έτσι όπως ήρθα” (σελ. 37) “Καιρός να φύγω έτσι όπως ήρθα/ Κωπηλατώντας/ Ανάμεσα σ’ εκείνους τους παράξενους στίχους/ Που με κοιτάζουν.”

Εδώ οι στίχοι είναι που κοιτάζουν τον ποιητή: μια αντιστροφή ή ένας κατοπτρισμός του αντικειμένου στο υποκείμενο;
Μια ενδιαφέρουσα αναφορά στην ακατάληπτη γλώσσα των πουλιών βρίσκουμε στα ποιήματα “Το πλεονέκτημα” και “Ασυμβατότητες” (σελ. 12).

Στο “Μίσχο απουσίας”, ποίημα ποιητικής, ο Γκόντης διαπιστώνει τη δυσκολία του ποιητή να βρει τις απαντήσεις στα επίμονα ερωτήματα που του θέτει η γραφή στην περιπλάνησή της στον κόσμο, στο χρόνο, στη ζωή, που περνά ανεπίστρεπτα (σελ. 36).
Η λατρεία της ποίησης, που γεννιέται από μια ανάμνηση και δε φτάνει ποτέ στη φθορά διατυπώνεται ευσύνοπτα στην “Ελεύθερη σχέση” (σελ. 20).

Έχοντας παρακολουθήσει την ποίηση του Τάκη Γκόντη από την πρώτη συλλογή του 1993, μπορώ να διακρίνω μια σταθερή γκάμα θεμάτων που τον απασχολούν. Τα ανέφερα ήδη στην αρχή. Αυτό δε συνιστά επανάληψη ή μιαν εμμονή, αλλά είναι η προσωπική θεματική της ποίησής του, που από συλλογή σε συλλογή εμφανίζεται πιο επεξεργασμένη και σφιχτή, παραδίνοντάς μας ποιήματα λιτά και  αφαιρετικά.

Το “Διαλείπον εκκρεμές” θεωρώ ότι είναι η ωριμότερη συλλογή του Τάκη Γκόντη, με ποιήματα διπλής απόσταξης και ευαισθησίας, διαυγή μέσα στην κρυπτικότητά τους.