Στην αρχαιοελληνική θρησκευτική ιδεολογία, ο θρήνος αποτελεί βασικό συστατικό της νεκρικής τελετουργίας με κύριο εκφραστή τη γυναίκα του οίκου. Ο θρήνος θεωρείται κατεξοχήν γυναικείο ιδίωμα. Αυτή επιφορτίζεται με τη φροντίδα της μετάβασης στον θάνατο, μέσα από την τελετουργία της κηδείας.
Στο αρχαίο θέατρο είναι συχνές οι θρηνωδίες για νεκρούς και το  συλλογικό ή μοναχικό θρηνητικό άσμα. Η Ασπασία Σκουρουμούνι Σταυρινού θυμίζει τα κορυφαία παραδείγματα του  σπαρακτικού θρήνου της μάνας Εκάβης, τον περίφημο κομμό των  Χοηφόρων του Αισχύλου. Και φυσικά δεν ξεχνάμε την Ηλέκτρα ή την Αντιγόνη του Σοφοκλή.

Ads

Η ποιητική του πένθους ακολουθεί τη μακραίωνη παράδοση της ελεγείας. Αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη μοντέρνα και μεταμοντέρνα ποίηση. Η σύνδεσή της με την αρχαία ελεγεία και η σχέση με το μοιρολόι σε μια εποχή απομυθοποίησης του θανάτου, της προσδίδει μία ιδιαίτερη θέση στην τέχνη. Στη σύγχρονη ποίηση ο θρήνος έχει απομακρυνθεί από το αρχαίο τελετουργικό και το μοιρολόι ως τμήμα της επικήδειας τελετής. Τα ποιήματα πένθους και μνήμης αγαπημένων προσώπων που χάθηκαν, αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ποίηση, διακρινόμενα από τα εμβατηριακά ποιήματα επιφανών νεκρών ή τις επικές συνθέσεις για τους νεκρούς των αγώνων.

Η έκφραση συναισθημάτων όπως η μελαγχολία, η οργή και η ενοχή αναδεικνύει το αδιέξοδο πένθος του ποιητικού υποκειμένου. Έχει ιδιαίτερα μελετηθεί η ποιητική του πένθους στην ποίηση της Κικής Δημουλά, καθώς «η ποίηση και η ποιητική της αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπό το πρίσμα μιας συνεχούς διεργασίας πένθους, καθώς ο ποιητικός της λόγος διεξάγει έναν ασταμάτητο θρήνο για το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης… Η ποιήτρια πενθεί για την απώλεια ως αναπόδραστη τύχη του ανθρώπου».

Τον δρόμο αυτό μίας ποιητικής μνήμης με στοιχεία πένθους εντοπίζουμε και στην τελευταία ποιητική συλλογή της Ελένης Κοφτερού, «μια θλίψη Απρίλης» (κουκκίδα, 2018). Η δημιουργός επαναφέρει στη μνήμη της πενθώντας τη μάνα (επιστροφή, αμέτοχος ήλιος, ο πόνος), τη θεία (γυναίκας μνήμη), τη γιαγιά (χειμώνας των ματιών, ωραία Ελένη) και τον πατέρα (προειδοποίηση). Θυμάται τα αγαπημένα πρόσωπα που συμμετείχαν με δραστικό τρόπο στη ζωή της με έναν εσωτερικό πόνο, σχεδόν βουβό. Η ποίησή της μοιάζει με ένα μοιρολόι του υποκειμένου για τη ζωή για εκείνους που έμειναν πίσω (2310611661, οι παντόφλες) με μία δόση ενοχής.

Ads

Η υπαρξιακή αγωνία ξεγυμνώνεται στο κοινό μέσα σε κάδρα με δυνατές εικόνες, γεμάτα ήπιες μεταφορές (καύσωνας, ποτάμι και θάλασσα, οι γλάροι, δέντρα γυμνά, στιγμιότυπο σε σιτοχώραφα). Η εικονοποιία της όμως διατηρεί μία λειτουργικότητα συνδέοντας το περιεχόμενο με την εικαστική και τη συναισθηματική κλιμάκωση (προειδοποίηση, πέτρες).

Το πρωτοενικό υποκείμενο κυριαρχεί ως βίωμα μεταφέροντας τις μνήμες με διάφορες αφορμές (φωτογραφία σε τάφο). Το κάδρο της παρά την ύπαρξη ανοιχτών χωρών διατηρεί μία ασπρόμαυρη μελαγχολία (το φθινόπωρο, μία θλίψη Απρίλης, στιγμιότυπο σε σιτοχώραφα, ποίημα εν προόδω). Οι ρητορικές ερωτήσεις (εγκαταλειμμένες λέξεις, χειμώνας των ματιών, Κασσιανή) μέσα στο εξομολογητικό ύφος των ποιητικών μονολόγων οξύνουν την κραυγή αγωνίας και ενισχύουν τον πόνο του ποιητικού υποκειμένου. Σε αυτή, λοιπόν, τη νουάρ διάθεση πρόσωπα συγγενικά εμφανίζονται συχνά και λειτουργούν ως αντικείμενα σύνδεσης της μνήμης με τον στοχασμό (γυναίκας μνήμη, χειμώνας των ματιών).

Η δημιουργός επικοινωνεί με τους νεκρούς της όπως, το παρόν επικοινωνία με τη μνήμη. Με σπάνια ποιητική ειλικρίνεια μιλά για τον χαμό δημιουργώντας δικά της σύμβολα. Το πηγάδι (γυναίκας μνήμη) συνδέεται με το σκοτάδι και τον θάνατο. Ο ουρανός υποδηλοί κάτι απόμακρο από το ποιητικό υποκείμενο και βρίσκεται σε απόλυτη σύνδεση με τον θάνατο (το φθινόπωρο, θάνατος λέξης, προειδοποίηση, αυτό που μας χωρίζει). Τα πουλιά (οι γλάροι, οι παντόφλες, η εν δυνάμει πτήση, αυτό που μας χωρίζει) λειτουργούν ως σύμβολο ζωής και δραπέτευσης από τον θάνατο. Η θάλασσα με τη συχνή της παρουσία (και πόσο λίγο χρειάζεται…, οι γλάροι, ποτάμι και θάλασσα, δέντρα γυμνά, όχθες παράλληλες) προσφέρει μία διαρκή κίνηση μέσα στο κλίμα απογοήτευσης∙ σαν βασίλισσα που αγκαλιάζει με θαλπωρή την ποιήτρια.

Οι στίχοι της συχνά θυμίζουν οβολούς ως προσφορά στον Χάροντα. Η ποιητική ειλικρίνεια δεν εστιάζεται όμως απλά στην εξωτερίκευση των προσωπικών βιωμάτων. Ξεπερνά κατά πολύ το ατομικό καθώς διασταυρώνεται με το βιώματα του ακροατή/αναγνώστη. Η ειλικρίνεια στη στιχουργική της Κοφτερού ελλοχεύει στον τρόπο με τον οποίο αποκαλύπτει τον δικό θρήνο του υποκειμένου των συνθέσεών της: μέσα από τα απλά αντικείμενα που άφησαν πίσω τους τα αγαπημένα πρόσωπα, από σπαράγματα της μνήμης που αναδομεί μέσα στην ποιητική της. Και στην απριλιανή θλίψη της Κοφτερού εντοπίζεται η ειλικρίνεια της φωνής που βγαίνει από τον βυθό του εσωτερικού της κόσμου κι ακούγεται διαυγής μέσα από τα αφηγούμενα στιγμιότυπα.