Συμβαίνει συχνά, στη ζωή κάθε ανθρώπου να παρουσιαστούν πράγματα που δεν είχε καν διανοηθεί ποτέ, και να αλλάξουν τα σχέδια και τις προοπτικές του προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Είναι τόσο ρευστή και διαρκώς μεταβαλλόμενη η πραγματικότητα. Τίποτα δεν μένει σταθερό κι ας έχουμε την αίσθηση, μάλλον, την  ψευδαίσθηση πως βρήκαμε και κατέχουμε το σταθερό σημείο του κόσμου μας. Άρα είμαστε ασφαλείς.

Ads

Ο άνθρωπος όλα τα κανονίζει, όλα τα ρυθμίζει, νομίζει πως ρυθμίζει τη ζωή του, πως ελέγχει τις καταστάσεις, προγραμματίζει, νομίζει πως είναι ρυθμιστής των πάντων. Όλα μπορεί να τα κουμαντάρει ο άνθρωπος εκτός από τα απρόοπτα και τα αισθήματά του.  

Η Τασούλα, νέα, ωραία, χαρισματική, ξεκίνησε από το χωριό με σχέδια και προοπτικές στις αποσκευές της, και με τις ευχές των γονιών της και ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει νοσηλευτική και να συνεχίσει ιατρική, που ήταν το όνειρό της. Σπίτι είχε, έμενε στη θεία της και όλα πήγαιναν μια χαρά ίσαμε τη στιγμή που μπήκε στη ζωή της ο Θεόφιλος, ένας γοητευτικός άνδρας, αρκετά μεγαλύτερός της, οδηγός τουριστικών λεωφορείων. Έτσι, χωρίς καν να το καταλάβει, έμπλεξε με τον Θεόφιλο. Τη συνεπήραν οι καλοί τρόποι, η φινέτσα, η γοητεία του μέχρι σημείου να παρατήσει τις σπουδές, το όνειρό της και ν’ ακολουθήσει το «αίσθημά» της. Ούτε οι φόβοι και οι αντιρρήσεις, οι συμβουλές του πατέρα της, τίποτα δεν στάθηκε ικανό να την μεταπείσει. Κι έπεσε στην παγίδα ενός ανθρώπου με βαρύ οικογενειακό μητρώο. Η ζωή της άλλαξε άρδην, της ήρθαν τα πάνω κάτω. Από την πρώτη κιόλας μέρα που έβαλε στεφάνι, βρέθηκε απέναντι σ’ έναν άλλο άνθρωπο. «Αυτά που ήξερες, να τα ξεχάσεις!» ήταν τα πρώτα λόγια «αγάπης» που βγήκαν από το στόμα του την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε ο Γολγοθάς της.

Απλή, καθημερινή ιστορία. Χιλιάδες, εκατομμύρια γυναίκες στον κόσμο ζουν των παθών τους τον τάραχο.  Ωστόσο, όσο κι αν φαίνεται πως η ζωή της Τασούλας είναι ίδια με τη ζωή όλων των γυναικών του πλανήτη, σε καμιά περίπτωση δεν είναι.  Όπως και ο κάθε άνθρωπος δεν είναι ποτέ ίδιος. Ο χαρακτήρας του αλλάζει, η συμπεριφορά του μεταβάλλεται, τον αλλάζουν οι συνθήκες της ζωής, οι περιστάσεις, οι καταστάσεις που έχει κάθε φορά να αντιμετωπίσει.

Ads

Αυτή την απλή, καθημερινή ιστορία αφηγείται με τον δικό του τρόπο ο Μάκης Τσίτας στη νουβέλα Πέντε στάσεις, κι αποδεικνύει τι μπορεί να κάνει ένας ευαίσθητος, συνειδητοποιημένος συγγραφέας·  πόσο μπορεί να διεισδύσει στον εσωτερικό κόσμο μιας γυναίκας και να εξιχνιάσει  τα μυστικά του υποσυνειδήτου της ανατέμνοντας μεθοδικά και μελετώντας σε βάθος τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεσή  της, αναλύοντας τη  συμπεριφορά της στις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις της καθημερινότητάς της. Και μάλιστα, όντας αντιμέτωπη μ’ έναν σύζυγο ανασφαλή που συνάπτει συνέχεια δεσμούς με γυναίκες για να επιβεβαιωθεί με τις κατακτήσεις και να υπάρξει.

image

 Ο λιτός με δυο μόνο δισύλλαβες λέξεις, ευανάγνωστος τίτλος στο πάνω μέρος του φαιού εξωφύλλου και κάτω ένα τοπίο δυσανάγνωστο, με τη μετέωρη σχεδόν ανθρώπινη φιγούρα, είναι έτοιμο το σκηνικό  που εκτυλιχτεί το δράμα, ο ηρωικός μονόλογος της Τασούλας. 
 
Οι Πέντε στάσεις μπορεί τυπικά να είναι οι πέντε στάσεις που κάνει το λεωφορείο από τη στιγμή που μπαίνει ως εκεί που φτάνει στον προορισμό της η Τασούλα. Ωστόσο, είναι πιθανό να σημαίνει «πέντε σταθμούς» στην πορεία της ζωής της, γιατί η ζωή της Τασούλας ποτέ δεν ήταν μονόδρομος, όσο κι αν φαίνεται ότι δεν παρέκλινε από τη γραμμή του λεωφορείου. Κανενός ανθρώπου η ζωή δεν ακολουθεί ευθεία γραμμή, αλλά παρουσιάζει διαφοροποιήσεις, αλλάζει κατεύθυνση η πορεία της, έχει σταθμούς οριακούς ενίοτε.
 
Μέσα από την καθημερινή διαδρομή της Τασούλας, μιας εργαζόμενης γυναίκας, μητέρας δύο παιδιών με σύζυγο που αλλάζει τρόπο συμπεριφοράς και μεταβάλλεται ο ψυχισμός του εύκολα και απρόβλεπτα, παρακολουθούμε τον ανελέητο αγώνα και την καθημερινή αγωνία της γυναίκας να κρατήσει τις ισορροπίες αφενός για να μην δώσει λαβή για σχόλια και δικαιώματα στην κοινωνία να ασχοληθούν με τα προβλήματά της και να γίνουν τα παιδιά της «δακτυλοδεικτούμενα», και αφετέρου για να κρατήσει ενωμένη την οικογένειά της·  σε καμιά περίπτωση δεν θέλει να προξενήσει λύπη στον πατέρα της ειδικά, γιατί οι αντιρρήσεις και οι φόβοι του ήταν βάσιμοι. 

Στις μικρές κοινωνίες υπάρχει συνενοχή. Όλοι ξέρουν τι συμβαίνει γύρω τους και αν ρωτηθούν κανείς δεν μιλάει, κρατούν το στόμα τους κλειστό, «δεν ξέρει, δεν είδε τίποτα, άκουσε να λένε», αόριστα. Το υψηλό φρόνημα που κληρονόμησε από εκείνον δεν της επιτρέπει μήτε και στον ίδιο να αποκαλύψει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που αντιμετωπίζει· αν κι εκείνος διαισθάνεται τι της συμβαίνει και με κάθε τρόπο βρίσκεται αοράτως δίπλα της, παρών σε κάθε καμπή της ζωής της μοναχοκόρης του, την οποία προόριζε για επιστήμονα, ας ήταν και νοσηλεύτρια, αρκεί να έφευγε από το χωριό για ένα καλύτερο μέλλον στη Θεσσαλονίκη, να είναι σιμά για να μπορεί να τη βλέπει η οικογένειά της. Και όμως εκείνη επέλεξε να είναι σύζυγος ενός γυναικά, αμόρφωτου, οδηγού ξένου τουριστικού λεωφορείου! Και είναι αποφασισμένη να σηκώσει όλο το βάρος μόνη της ίσαμε το άδοξο, αλλά αναμενόμενο τέλος του αταίριαστου γάμου της, καταδικασμένου από την αρχή, εξαιτίας των ψυχολογικών προβλημάτων του συζύγου.

Εκπλήσσει η ικανότητα του συγγραφέα να παρακολουθεί και να περιγράφει με συναρπαστική πειστικότητα και ενάργεια, κινούμενος πάνω σε μια υποφώσκουσα μουσική κλίμακα που δίνει τον ρυθμό και συντονίζει τη σκέψη σε κάθε ενέργεια της ηρωίδας του, να καταγράφει την ψυχογραφία της κάθε στιγμή της ζωής της λες κι ακούει τους εσωτερικούς κραδασμούς της καρδιάς της σαν ένα σιγανό ψιθύρισμα γλυκόπικρου ρυθμού ή κλάμα. Πόσο καλά γνωρίζει τον ψυχισμό της γυναίκας ένας συγγραφέας ώστε να καταγράφει με θαυμαστή ευχέρεια τις αντιδράσεις της, επιμένοντας σε κάθε λεπτομέρεια, χωρίς να αφήνει  κενά, κρατώντας αδιάσπαστη τη συνοχή του κειμένου και την προσοχή του αναγνώστη.

Ο Μάκης Τσίτας σε όλα του τα έργα, από τα εξαιρετικά 24 βιβλία του για μικρά παιδιά, που χάραξαν ξεχωριστή πορεία στον χώρο του βιβλίου για παιδιά και ακολουθούν το δικό τους δρόμο, ίσαμε τα θεατρικά μονόπρακτα και το βραβευμένο μυθιστόρημά του Μάρτυς μου ο Θεός, που κυκλοφορεί σε 12 ευρωπαϊκές γλώσσες και λειτουργεί έξοχα και ως θεατρικός μονόλογος και τη νουβέλα του  τώρα Πέντε στάσεις, τα θέματά του τα αντλεί από την καθημερινή ελληνική πραγματικότητα και οι ήρωές του είναι καθημερινοί άνθρωποι και τα προβλήματά τους σύγχρονα και διαχρονικά· έχει ο ίδιος ζήσει και σε βάθος μελετήσει, έχει σπουδάσει και κατακτήσει τη ζωή της καθημερινότητας. Και όλη αυτή την πείρα, τον εσωτερικευμένο πλούτο των εμπειριών, τη βιωμένη πραγματικότητα τη βλέπεις σε κάθε φράση, σε κάθε λέξη, σε κάθε βηματισμό και σταθμό της νέας του νουβέλας. Οι Πέντε στάσεις, ταυτίζονται συνειρμικά και σαφώς σημαίνουν τους οριακούς σταθμούς της ζωής της Τασούλας και τις διαδοχικές καταστάσεις που υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να ζήσει.

 Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό του βιβλίου τούτου είναι η συντομία του κειμένου, η συνοχή και η πυκνότητα της γραφής του· αξιοποιεί και το παραμικρό ακόμα στοιχείο αν είναι απαραίτητο στο στήσιμο του έργου. Έτσι, μια ολόκληρη ζωή, με τα συν και τα πλην της, χώρεσε άνετα μέσα στις σελίδες μιας νουβέλας, γιατί ο Τσίτας ξέρει να κάνει επιλογή του σημαντικού και να αποφεύγει το περιττό, προσόν που διακρίνει τα βιβλία του για μικρά παιδιά.  
 
Η Τασούλα του παίζει τον ίδιο ρόλο στη σκηνή της καθημερινότητάς της κάθε μέρα, μιλάει για λογαριασμό όλων, αλλά ο μονόλογός της είναι διαφορετικός από μέρα σε μέρα, διανθισμένος με καινούρια γεγονότα, εμπλουτισμένος με νέες εικόνες ζωής.  Μιλάει για καθημερινά, κοινά πράγματα, για διαπροσωπικές σχέσεις και συμπεριφορές, χρησιμοποιεί μια γλώσσα φυσική, δεν κουράζει, δεν προκαλούν οι αγοραίες εκφράσεις, που χρησιμοποιεί κάποια στιγμή, γιατί είναι μέρος της φυσικής ροής της  αφήγησης.

Η γλώσσα του Μάκη Τσίτα δεν είναι εκείνη του κριτή ή του δημόσιου κατήγορου, αλλά του έμπειρου τεχνίτη του λόγου, είναι η γλώσσα του ανθρώπου εκείνου που έχει ζήσει την ίδια με τους ήρωές του πραγματικότητα, αλλά όταν έχει πια αποστασιοποιηθεί από αυτήν, τότε καταγράφει από περιωπής γεγονότα τετελεσμένα, εξιστορεί τα περιστατικά της ζωής της «Τασούλας» του. Η γραφή του έχει τη γοητεία του γνήσιου και του αληθινού. Η ανωτερότητα και η μαχητικότητα αυτής της γενναίας γυναίκας με την άκαμπτη επιμονή που μας εκπλήσσει, η δύναμη αυτής της θηλυκής ύπαρξης με την ανεξάντλητη θέληση και υπομονή που μας καθηλώνει και μας επιβάλλεται με τη μουσικότητα, την αξιοσύνη και την υπεροχή της, δημιουργεί αντιστάσεις και προκαλεί συναισθήματα αγάπης και θαυμασμού.

Η Τασούλα δεν είναι μια γυναικούλα που ανέχεται τα πάντα και υπομένει. Ό, τι κάνει είναι συνειδητό, είναι αποτέλεσμα αγάπης και λογικής. Δεν είναι το άβουλο καματερό που σκύβει το κεφάλι. Σκέφτεται με το συναίσθημα και δρα με λογική και ευαισθησία. Πολεμάει ενώ παράλληλα δεν ξεχνάει το αρχικό στάδιο που όλα ήταν όμορφα. Εκείνη η πρώτη μετά ποταμών δακρύων ειλικρινής εξομολόγηση του άνδρα της, η ευγένεια, η καλοσύνη του των ημερών εκείνων, έχουν αφήσει κάπου μέσα της ένα ψίχουλο αγάπης, συγκατάβασης και ανεκτικότητας. Αμετακίνητη στις θέσεις της, κάνει αυτό που της λέει η καρδιά της. Κι αν αυτός της έκανε τη ζωή δύσκολη, και την ταπείνωνε τριάντα ολόκληρα χρόνια, εκείνη θα μείνει κοντά του ίσαμε την ώρα που ο αχρείος στα τελευταία του θα κλείσει τον κύκλο της σχέσης τους με μια εκ βαθέων πάλι εξομολόγηση χύνοντας ποταμούς δακρύων.

Η ζωή της ήταν μια ατέλειωτη θυσία, μια δωρεά, όχι από αδυναμία ή υπολογισμό, αλλά από αγάπη στον άνθρωπο και στη ζωή. Μέσα από τη δική της στάση μπόρεσε κι ο σύζυγος να «λυθεί» και να ομολογήσει πως την αγαπούσε, πως τη λάτρευε, αλλά δεν μπορούσε να σηκώσει την πίεση που ασκούσε πάνω του η δική της γενναιότητα, η αγωγή, η μόρφωση, η δυναμική προσωπικότητά της να επιβάλλεται με την αγάπη, με τον σεβασμό, να μην υποκύπτει, αλλά να συνεχίζει τον αγώνα της καθημερινότητας με αξιοπρέπεια.

Άραγε, άξιζε τόσες θυσίες μια στιγμή μεταμέλειας μουλιασμένη με δάκρυα;
   
Ένα ερώτημα που αφήνει μετέωρο και η ίδια η Τασούλα. Ο Μάκης Τσίτας, όμως, απαντάει μέσω των πράξεων και των θέσεων των ηρώων του. «Χτίζει» ήρωες ολοκληρωμένους, σταθερούς στο ρόλο που καλούνται να παίξουν κάθε φορά στην καθημερινή σκηνή, αγαπάει τους ήρωές του, δεν τους απογυμνώνει από κάθε αξία.  Βρίσκει ελαφρυντικά και στον ανεξιχνίαστο Θεόφιλο, έναν άνθρωπο δυστυχισμένο  που προσπαθεί μια ολόκληρη ζωή να επιβεβαιωθεί παριστάνοντας τον «άντρα» σαν γυναικοκατακτητής.
      
Οι Πέντε στάσεις εκτός από την ψυχογραφία της Τασούλας, αποτελούν και ψυχογραφία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, σύγχρονη και διαχρονική, μέσα από τις αντιδράσεις καθημερινών ηρώων στο πολύπλοκο παιγνίδι των διαπροσωπικών σχέσεων.          

image
 

 
Πέντε στάσεις, Μάκης Τσίτας, εκδόσεις Μεταίχμιο 2020-06-27
Νουβέλα
72 σελ.
 
Η Τασούλα είχε όλους τους δρόμους ανοιχτούς μπροστά της, αλλά τους έκοψε ο Θεόφιλος με τον έρωτά του. Κι όμως, εκείνη βρήκε παράδρομους: σπούδασε, δούλεψε, μεγάλωσε δύο υπέροχα παιδιά. Στην ουσία, μόνη της. Ο Θεόφιλος πάντα απών στα σημαντικά και πάντα απάνθρωπος απέναντι σε όλους. Άραγε να έφταιγε γι’ αυτό το τρομερό μυστικό του;

Η Τασούλα πέρασε των παθών της τον τάραχο, μα κρατήθηκε όρθια. Προχώρησε με κουράγιο, πείσμα, αλλά και με τη διαρκή έγνοια για το “τι θα πει ο κόσμος”. Κι ενώ θα μπορούσε να έχει μια καλύτερη ζωή, τη στερήθηκε.

Ο Μάκης Τσίτας μάς χαρίζει τον μονόλογο μιας γυναίκας απ’ την επαρχία, που έζησε τριάντα χρόνια στη Θεσσαλονίκη κινούμενη με ασφάλεια στη διαδρομή των πέντε στάσεων του λεωφορείου, από το σπίτι στη δουλειά και πάλι πίσω.

Μια ιστορία δοσμένη με συμπόνια και αγάπη, για τις αμέτρητες γυναίκες που έζησαν και ζουν με γνώμονα την ιερή αίσθηση του καθήκοντος, πληρώνοντας συνειδητά το όποιο τίμημα.

* Η Ελένη Χωρεάνθη είναι συγγραφέας – κριτικός