Όταν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν έγραφε το 1929 στο γερμανικό περιοδικό Literarische Welt («Die letzte Momentaufnahme der europäische Intelligenz») ότι ο υπερρεαλισμός δεν μπορεί να ειδωθεί παρά ως αντίδραση «στην αθεράπευτα προβληματική σύζευξη του ιδεαλιστικού αμοραλισμού με την πολιτική πράξη» και των συνακόλουθων αδιέξοδων συμβιβασμών στις θέσεις που υπερασπίστηκε έως τότε η αστική αριστερά, δεν πίστευε πόσο επίκαιρος θα ακούγονταν ενενήντα χρόνια μετά.

Ads

Και ο Μιχαήλ Κ. Παπαδόπουλος με την «4η Ποιητική Συμπλοκή» (Μανδραγόρας, 2018) ακολουθεί την οδό του πρώτου κύματος του εμπειρίκειου υπερρεαλισμού με έναν γλωσσοκεντρικό προσανατολισμό εξευμενίζοντας τα “πρωτόγονα” σουρεαλιστικά “γονίδια”. Με επίκεντρο τις λέξεις και ένα παιχνίδισμα με φαντασία, σχεδόν παιδική, αξιοποιεί τη φωνητική αποκωδικοποίηση των λέξεων. Παραφράζοντας τον George Mounin ο Κύπριος «κουβαλά την ποίηση στην τσέπη του παιδικού του παντελονιού», και ο Μιχαήλ Παπαδόπουλος ακριβώς αυτό κάνει με τη συνειρμική λογική που ακολουθεί σαν παιδί γεμάτος φαντασία και άμεσους συμβολισμούς.

Οι λέξεις χωρίζονται και ανασυντίθενται μέσα στο στιχουργικό περιβάλλον που τις τοποθετεί. Με αγωγό τους συνειρμούς και λεκτικά παιχνίδια (ανάλογα του ιδεοσύννεφου) μιλά για τη ζωή και τον θάνατο, τον έρωτα και το ζεϊμπέκικο. Άλλωστε το ζεϊμπέκικο (η ζεϊμπεκιά όπως την καταγράφει) είναι ποίηση που χορεύει τον θάνατο σε απομόνωση από το περιβάλλον, όπως ο ποιητής.

Έτσι ο Παπαδόπουλος χορεύει με τους φθόγγους στον αργό ρυθμό των συναισθημάτων ακολουθώντας τη χορογραφία των συνειρμών. Μας αφήνει μία συλλογή ζωηρή που αξιοποιεί τη δυναμική των λέξεων και σέρνει τα βήματα της μνήμης και του θανάτου, όπως ακριβώς ο ζεϊμπέκικος. Ας μη λησμονούμε πως η ζεϊμπεκιά απασχόλησε τον Παπαδόπουλο στο παρελθόν τόσο ποιητικά όσο και συγγραφικά.

Ads

Πρωτότυπες μεταφορές γεννιούνται μέσα από τον υπερρεαλιστικό γλωσσοκεντρισμό του. Οι λέξεις μέσα στο μεταγλωσσικό σουρεαλιστικό περιβάλλον επανανοηματοδοτούνται καθώς κυλούν στον χείμαρρο του ασυνείδητου λεκτικού παιχνιδιού. Έτσι τροφοδοτεί μία “ανορθόγραφη” ανοικείωση που το αφήνει το ελεύθερο να μιλήσει για τη βία και το νεοναζισμό, τη λαγνεία και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τη λαϊκή μουσική.

Και βεβαίως οι λέξεις γεννούν εικόνες επιβεβαιώνοντας έναν ελεγχόμενο υπερρεαλιστικό αυτοματισμό αναβαθμίζοντας τη γλωσσική έκφραση. Άλλωστε, η γλώσσα γεννά τις σημασίες κατά τη χρήση της.

Η ερωτική επιθυμία συχνά μας θυμίζει την “ενδοχώρα”, Αν και πιο μετριοπαθείς στη λεκτική αποτύπωση της λαγνείας, κι ο αυτοματισμός γραφής του φέρνει σε μία γλώσσοκεντρική “υψικάμινο”. Και δεν πρέπει να υποτιμούμε το πολιτικό υπόβαθρο τόσο του αρχέγονου όσο και του νεότερου σουρεαλισμού. Γιατί ο Παπαδόπουλος κινείται στο ίδιο μαρξιστικό περιβάλλον με τον Εμπειρίκο και των Κάλας, δίχως όμως να πολιτικολογία άμεσα (πλην δύο ποιημάτων).