Η ποίηση είναι η κριτική της κοινής λογικής και μία διερεύνηση εναλλακτικών τρόπων αντίληψης των πραγμάτων, του επαναπροσδιορισμού όλων όσα θεωρούμε δεδομένα. Η λογοτεχνία , βέβαια, ως κειμενικό είδος με ειδικό ενδιαφέρον, εξωθεί τους αναγνώστες να τη δουν ως τέχνη, επειδή ακριβώς τη βρίσκουν σε ένα πλαίσιο συμφραζομένων που πιστοποιούν τη λογοτεχνική ταυτότητα του κειμένου (Culler). Ωστόσο, πάντα θα παραμένει το ερώτημα τι είναι τελικά ποίημα και τι λογοτεχνία.

Ads

Η νέα ποιητική της συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, «γιατί το μέλλον μία μικρή κουκίδα» (σαιξπηρικόν, 2018), μάλλον έρχεται να ρίξει λάδι στη φωτιά αμφισβητώντας ουσιοκρατικά την λογική επιφάνεια του ορισμού του ποιήματος∙ ορισμένα ειδικά στο πρώτο μέρος δεν μοιάζουν καν με ποίηση. Η πρώτη ενότητα στη συλλογή της Αδαλόγλου αναιρεί την αναζήτηση ενός σαφούς ποιητικού στόχου. Το κείμενό της είναι μεταμοντέρνα ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία. Για τον Iser το κείμενο δεν είναι ούτε αντανάκλαση ούτε παρέκκλιση σε σχέση με μία αυστηρά καθορισμένη πραγματικότητα∙ είναι μία σχέση αλληλεπίδρασης, μέσα από την οποία μπορούν να γίνουν αντιληπτές και οι θεμελιώδεις λειτουργίες του σε ένα συγκείμενο πραγματικότητας. Το νόημα παράγεται κατά την αναγνωστική διαδικασία κι όχι στο κείμενο καθαυτό. Η επικοινωνία ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη δεν είναι καθορισμένη∙ η απροσδιοριστία αυτή αυξάνει την ποικιλία των επικοινωνιακών δυνατοτήτων. 

Η ποίηση της Αδαλόγλου πηγάζει από τη μνήμη, την κοινωνική καταγραφή, τον χώρο των συναισθημάτων και των αισθήσεων. Μέσα από τη στιχουργική της αναδύεται ένα διασπασμένο εγώ που αγωνιά να επανασυνδεθεί μέσα από τη μνήμη με το παρόν προσπερνώντας τις ήττες. Η ποίησή της εκκινεί από το ατομικό βίωμα φιλτράροντας το κοινωνικό συναίσθημα. Η μνήμη είναι η αφορμή για να δει τον χώρο γύρω της με μια οπτική βαθιά ανθρωποκεντρική, γεμάτη ευαισθησία και υπόκωφο πόνο. Μέσα από τα απροσδιόριστα ποιήματα παρασέρνει τον ακροατή/αναγνώστη σε ένα παιχνίδι ερμηνειών, στοχασμών και συναισθημάτων.

Το ρεαλιστικό στοιχείο συνδέεται με το συμβολικό, η μνήμη μεταφέρεται στη διαχρονικότητα μέσα από τη νοηματική πυκνότητα και την ανατροπή ή τις μεταφορές. Στον σκοτεινό, για την αναγνωστική πρόσληψη, ποιητικό χώρο ο λυρισμός συμπλέκεται με την ειρωνεία και η προφορικότητα με την κρυπτικότητα. Το απρόοπτο τέλος των συνθέσεων αποτελεί μία υπενθύμιση των απρόοπτων της ζωής και των ανατροπών της. Το ατομικό (μνήμη) και το συλλογικό (κοινωνική ευαισθησία) συνδέονται στον άξονα μιας κοινωνιοϋπαρξιακής αγωνίας για τον Άνθρωπο. Έτσι, όμως, το ποιητικό εγώ μεταμορφώνεται σε έναν μυθοπλαστικό χαρακτήρα που εκφράζει το συλλογικό υποκείμενο∙ η εσωστρέφεια αφήνει χώρο στον κοινωνικό τόπο και το παρελθόν στο παρόν. Με τρυφερότητα απευθύνεται σε ένα ενδοκειμενικά βουβό β’ ενικό πρόσωπο, που όμως η αφιέρωση του βιβλίου στη Νεφέλη (εγγονή) δίνει οντότητα στο πρόσωπο.

Ads

Όμορφες μεταφορές δομημένες στην αλογία διαμορφώνουν ένα λυρικό πλαίσιο ποιητικής. Η αξιοποίηση του άλογου στοιχείου (στο δεύτερο μέρος) στον συνταγματικό άξονα αποκαλύπτει και τη γλωσσική καινοτομία της ποιήτριας. Μα η αλογία κατέχει λειτουργικό ρόλο στην ανάδυση του συναισθήματος. Ο αναγνώστης ταξιδεύει στο σκαρί των πολλαπλών σημαινόντων και σημαινομένων που επιβάλλει το ποιητικό κείμενο. Η μεταφορά, άλλωστε, αποτελεί μία σύνθεση του υλικού (εικόνα) με το πνευματικό (σημαίνον) μέσα από φαινομενικά αταίριαστα συνθήκες, που μόνο η ποίηση γεννά.

Σε αυτήν την αποαυτοματοποίηση της γλώσσας στηρίζεται και η εικονοποιία της, συχνά φυσιολατρική και σταθερά προσηλωμένη στον κοινωνικό χώρο. Το φυσιολογικό στοιχείο ενισχύει τους λυρικούς τόνους. Μέσα από τη μεταφορική χροιά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη μετάβαση προς το κεντρικό θέμα. Η σύνδεση του φυσικού στοιχείου, συνήθως ανοιξιάτικου, με τη μνήμη εντείνει το συναίσθημα της τρυφερότητας και της ευαισθησίας αφήνοντάς το να αγκαλιάσει τον ακροατή/αναγνώστη. Οι τίτλοι, μακριά από το περιεχόμενο του ποιήματος, εισάγουν ως θύρες στην ερμηνεία των ποιημάτων. Αναπόσπαστο μέρος των συνθέσεων συμμετέχουν στην συναισθηματική κλιμάκωση ως το πρώτο αινιγματικός καλή για την ερμηνεία.

Η ποίηση είναι μία γλώσσα που προβάλλει την ίδια τη γλώσσα. Η Αδαλόγλου ενοποιεί τα πολλά και διαφορετικά γλωσσικά στοιχεία σε μία σύνθετη σχέση, προβάλλοντας την αισθητική λειτουργία της γλώσσας. Η ποιητική της αντιστέκεται στους περιορισμούς και τις ειδολογικές κατηγοριοποιήσεις, μέσα από την ενέργεια του γλωσσικού υλικού και των συμβατικών προσδοκιών των αναγνωστών. Για τη Φρυδάκη, η ποιητική λειτουργία προβάλλει την αρχή της ισοδυναμίας από τον άξονα της επιλογής στον άξονα του συνδυασμού∙ άρα η λογοτεχνικότητα προκύπτει από τη διαφορετική οργάνωση του γλωσσικού υλικού.