Στη διαρκή μάχη μυθιστορήματος και διηγήματος έχουν τεθεί πλήθος επιχειρημάτων, όλα τους ορθά. Η ενότητα του πρώτου απέναντι στην θεματική πολυδιάσπαση της μικρής φόρμας είναι το πιο συνηθισμένο επιχείρημα, οδηγώντας στο διήγημα στη σκιά του ευτραφούς αδελφού του. Ωστόσο, σπάνια γίνεται λόγος για την ευκαιρία πειραματισμών στο διήγημα. Η αυτοτέλεια και η συντομία δίνουν μία σπάνια ευκαιρία για συγγραφικό πειραματισμό. Χωρίς την απαίτηση πλοκής με κορυφώσεις, όπως τη συναντάμε στα μυθιστορήματα, το διήγημα επενδύει στους χαρακτήρες και την αφήγηση την ίδια ως τεχνική. Δίνει την ευκαιρία για δοκιμές σε διαφορετικά στυλ, ταχύτητες διηγήσεις και θερμοκρασίες.

Ads

Σε μία τέτοια οπτική εντάσσουμε και τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Ι. Ανέστη «21 αντιδιαστολές» (ένεκεν, 2017). Τα διηγήματα της συλλογής διακρίνονται από την πειραματική διάθεση του συγγραφέα. Είναι γλωσσοκεντρικά, χωρίς κάποια συγκεκριμένη πλοκή. Στην πραγματικότητα τα αφηγήματα του Γιώργου Ανέστη μας θυμίζουν τη θέση του Ρώσου φορμαλιστή Αϊχενμπάουμ ότι «το διήγημα είναι ένα αίνιγμα», μία εξίσωση με έναν άγνωστο. Ο συγγραφέας πειραματίζεται με τις τεχνικές συμπύκνωσης φέροντας σε έναν υβριδικό συγκερασμό το θεατρικό μονόπρακτο με το διήγημα χωρίς όμως να δημιουργεί αφηγήματα σκηνικά.

Η συνειρμική κίνηση ορίζει ακτινωτά προς ένα θεματικό κέντρο τα αναφερόμενα ζητήματα, που περισσότερο συντελούν στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα, κατά τη θεατρική χαρακτηρολογία, παρά στο χτίσιμο μιας πλοκής. Ο χαρακτήρας είναι έτσι στην ουσία η ίδια η πλοκή που φωτίζει ο αφηγητής, οικοδομώντας ένα χαρακτηρολογικό αφήγημα, όπου ο αφηγηματικός φακός εστιάζει αποκλειστικά στον ήρωα και όχι στον χώρο δράσης. Στην πραγματικότητα οι χαρακτήρες εξωτερικεύουν έναν εσωτερικό μονόλογο με μίμηση, θεμελιωμένη κατά βάση στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση.
Κι αξίζει να τονίσουμε ότι πέρα από τον γλωσσοαφηγηματικό πειραματισμό ο Ανέστης “παίζει” με τη μορφή. Έτσι ορισμένα αφηγήματα στην ουσία είναι μικρά παζλ, θρυμματισμένα σε επιμέρους μικροδιηγήματα σε αντιδιαστολή, ενώ ξεχωρίζουν στο β’ μέρος τα σκηνικά ποιήματα.

Και στην ίδια την αφήγηση ξεχωρίζει το πειραματικό ανάγλυφο των φωνών. Το μήκος της φράσης άλλοτε βραχύ και άλλοτε μακρύ. Ο μικροπερίοδος λόγος επιταχύνει την κίνηση των συνειρμών του χαρακτήρα. Στον αντίποδα οι μεγάλες περίοδοι -συχνά σε μέγεθος παραγράφου- δημιουργούν ένα χαώδες πεδίο σκέψεων, έλη στον χώρο των ιδεών όπου “βουλιάζει” ο χαρακτήρας μέσα στη μοναξιά και την αγωνία του. Ο λόγος αυτός ορίζει και την αφηγηματική ταχύτητα παρά την απουσία κάποιας πλοκής.

Ads

Σημαντική θέση στον λεκτικό ορίζοντα των «αντιδιαστολών» κατέχουν οι επαναλήψεις. Και στο βραχύ και στο μακρύ μήκος τούτες διατηρούν έναν δομικό ρόλο βοηθώντας το μήκος της φράσης ως “άγκυρες” η και ενισχύοντας ένα αέναο γλωσσικό μοτίβο που αισθητοποιεί τη μονοτονία.

Ο λεκτικός ορίζοντας όμως έτσι γίνεται πιο βαρύς, λιγότερο λαϊκός∙ γίνεται έντεχνος στηριζόμενος στις λεπτές συναισθηματικές και νοηματικές διάφορες γειτονικών παρώνυμων ή συγγενικών ετυμολογικά λέξεων. Και ενώ η συντακτική άνεση μοιάζει άναρχη, με δομικό υλικό την επανάληψη και τις παρηχήσεις λέξεων είναι ορθή μέσα σε μία ωμή θερμοκρασία φωνής. Συχνά, δε, υιοθετεί την ψυχρή αφήγηση η οποία κατορθώνει να κάνει πιο συναισθηματική την κίνηση του λόγου.

Επιλογικά, ο πειραματισμός του Γιώργου Ι. Ανέστη μας φέρνει πιο κοντά στις νεότερες προσεγγίσεις του Ian Reid όπου αντί για αιτιολογική οργάνωση παρουσιάζει ένα σουρεαλιστικό αντικατάστατο αφήνοντας τον αναγνώστη να συνάγει μία πλοκή από ασύνδετα στοιχεία που εδώ εξάγονται από το ύφος του θεατρικού μονολόγου.