Αρχίζω λέγοντας ότι οι «Απαρατήρητοι» είναι ένα πολύ γοητευτικό βιβλίο που τραβάει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή.  Είναι γραμμένο «απλά» χωρίς να είναι καθόλου απλό και προκαλεί τα όρια ανάμεσα στη λογοτεχνία και την κοινωνική έρευνα. Και μια και δεν θα μπορούσα να προσκληθώ για να παρουσιάσω ένα λογοτεχνικό έργο νομίζω ότι η Αγγελική και ο εκδότης της με κάλεσαν για να μιλήσω για το βιβλίο από τη δική μου οπτική –αυτή της ψυχοκοινωνικής έρευνας. Η Αγγελική Σπανού κάνει χρήση της αφηγηματικής διερεύνησης, μια σχετικά καινούργια στη σύγχρονη ψυχολογία, γόνιμη μέθοδος στο πεδίο της κατασκευής ταυτοτήτων όπου οι ιστορίες είναι το μέσο που καθιστά κατανοητό τον εαυτό και τον κόσμο. Αν το καλοσκεφτείτε ονειρευόμαστε με έναν αφηγηματικό τρόπο, ονειροπολούμε, θυμόμαστε, προσμονούμε, ελπίζουμε, απελπιζόμαστε, αμφιβάλουμε, σχεδιάζουμε, κριτικάρουμε, μαθαίνουμε, μισούμε και αγαπούμε μέσα σε μια αφήγηση.

Ads

«Οι Απαρατήρητοι» είναι δέκα πρόσωπα που αφηγούνται τη ζωή τους. Είναι πρόσωπα που τα προσπερνάμε στην καθημερινότητά μας σαν να είναι μέρος ενός άψυχου τοπίου –η ταμίας του supermarket, ο ντελιβεράς, η υπάλληλος στα διόδια, ο θυρωρός, η ταξιθέτρια, η τηλεφωνήτρια, ο τραυματιοφορέας, ο δικαστικός κλητήρας. Δεν τους προσέχουμε, δεν μας απασχολούν. Στην αφήγηση τους κεντρικό πρόσωπο είναι το «εγώ». Μιλώντας για τη ζωή τους είναι το «εγώ» που αφηγείται, αισθάνεται, βιώνει, αποφασίζει ή οτιδήποτε άλλο. Δεν είναι όμως ποτέ μόνο το «εγώ».  Είναι και το «εμείς»:  ο αφηγητής μέλος μιας ή περισσότερων κοινωνικών ομάδων, ο αφηγητής εκπρόσωπος συλλογικών φωνών με κοινές πολιτισμικές και κοινωνικο-ιστορικές αναφορές. Αλλά και οι άλλοι που τα υποκείμενα του βιβλίου επιλέγουν να φέρουν στην αφήγησή τους απέναντι στους οποίους τοποθετούνται και που παρουσιάζονται τόσο κοινωνικά διαφορετικοί αλλά και ταυτόχρονα ίδιοι.

image

Οι άλλοι που μπορεί να υποφέρουν όπως ο αφηγητής, απλώς με έναν διαφορετικό τρόπο. Εξάλλου το ατομικό είναι πάντα κοινωνικό και το κοινωνικό «εμείς» κατοικείται από ατομικότητες. Είναι όμως και ένας τρίτος πόλος: η Σπανού που ακούει τις αφηγήσεις. Με αυτή την έννοια δεν είναι μόνον το άτομο που σκέφτεται, το cogito δώρο τoυ Διαφωτισμού, το περιχαρακωμένο άτομο στο οποίο οφείλουμε την παράδοση της αυτοβιογραφίας, του προσωπικού ημερολογίου, του πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα. Πρόκειται, αντίθετα, για μια συνθήκη επικοινωνιακής συναλλαγής. Αλλωστε στον πρόλογό της η συγγραφέας μιλάει για ένα κοινό βίωμα που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, για την ατμόσφαιρα και τα έντονα συναισθήματα που βιώθηκαν εκατέρωθεν. Διαβάζοντας εισπράττω ένα μήνυμα ότι η συγγραφέας τους αγαπάει τους ήρωές της. Γι’ αυτό λοιπόν αναρωτήθηκα γιατί επέλεξε να τιτλοφορήσει κάθε της περίπτωση με ουσιαστικά του άψυχου τοπίου που παραπέμπουν σε πράγματα –σακκούλες  αντί για την ταμία του supermarket, πακέτα αντί για τον ντελιβερά, καμαράκι  αντί για τον θυρωρό, μπουκαπόρτα στη θέση του παρακαδόρου του πλοίου, φουαγιέ στη θέση της ταξιθέτριας  και ούτω καθεξής. Είναι διότι ως «απαρατήρητοι» δεν δικαιούνται πρόσωπο; Είναι μήπως διότι έτσι αποστασιοποιείται εκείνη από τις ιστορίες. Μόνο η ίδια μπορεί να μας πεί.

Ads

Ένα ερώτημα που μας συνοδεύει σε όλη την ανάγνωση του βιβλίου είναι «ποιός είναι αυτός που αφηγείται;». Η Σπανού μιλάει με τη φωνή των αφηγητών ή εκείνοι μιλούν μέσα από τη φωνή της Σπανού; Δύσκολο να το απαντήσουμε. Η ίδια λέει, πάλι στο σύντομο αλλά μεστό πρόλογο, ότι πρόκειται για μια συν-κατασκευή μέσα από αυτά που της είπαν, και από όσα δεν της είπαν. Η αυτο-αναφορική αφήγηση, όπως είναι αυτή των «Απαρατήρητων», ισχυροποιεί τα όρια μεταξύ εαυτού και του άλλου. Ωστόσο στην συν-κατασκευή για την οποία μιλάει η Σπανού, το «εγώ» έγινε «εμείς». Θεωρώ δύναμη του βιβλίου ότι  η Σπανού καταφέρνει να διαφοροποιεί το ύφος του λόγου του καθενός και της κάθε μιας και είναι τόσο ζωντανός που μέσα από την ανάγνωση ζούμε μαζί  με εκείνους τη ζωή τους. Με άλλα λόγια φτιάχνεται και ένα ακόμη «εμείς». Πρόκειται για ένα παιχνίδι πλήθους κατοπτρικών προβολών.

Στις ιστορίες που μοιράστηκαν αυτά τα δέκα πρόσωπα με την Αγγελική Σπανού απαντούν στο άρρητο ερώτημα «ποιός ή ποιά είσαι;» μέσα στο πλήθος των καθημερινών καθημερινών διαδραστικών πρακτικών. Οι ταυτότητες που αναδύονται είναι αποτέλεσμα πλοήγησης ανάμεσα στον αμετάβλητο χρόνο και στην κίνηση—αυτό που όσοι ασχολούνται με την αφήγηση ονομάζουν διαχρονική ταυτοτική πλοήγηση.  Οι αφηγήσεις συναρθρώνουν τα συμβάντα μέσα στο χρόνο σε συνεκτικές και αλληλεξαρτώμενες σχέσεις. Η αφήγηση για το τότε και το εκεί απηχεί το εδώ και το τώρα, της στιγμής που παράγεται ο λόγος.  Δηλαδή υπάρχουν κάποιες χωρο-χρονικές συντεταγμένες που αποτελούν υλικό για την κατασκευή της ταυτότητας του υποκειμένου και που εδράζουν στο παρελθόν ή στο φαντασιωτικό μέλλον και οι οποίες έχουν νόημα για το υποκείμενο στον ενεστώτα χρόνο. 

Με αυτή την έννοια οι αφηγήσεις  δεν είναι σταθερές δομές.  Διαμορφώνονται και χάνονται μέσα στο χρόνο. Στους «Απαρατήρητους» η κάθε αφήγηση κλείνει αναπάντεχα, σε αντίστιξη με τη θαμπή ζωή των ηρώων, με μια δυνατή, σκέψη, ένα πέταγμα, μια προβολή στο μέλλον. Η οδοκαθαρίστρια ομολογεί στον ανθοπώλη ότι ζώντας μέσα στη μπόχα δεν της κατεβαίνει το γλυκό που κάθε τόσο την κερνάει, αυτός την κοιτάει αμήχανα, της χαϊδεύει τα μαλλιά και αυτή αναρωτιέται αν θα της έφευγε η γεύση της αηδίας αν τη φιλούσε.  Ο τραυματιοφορέας που ζεί μέσα στο φάσμα του θανάτου και που του αρέσει μια αναισθησιολόγος η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται, σκέφτεται να μείνει μέχρι ο τέλος της ζωής του με τη νοσοκόμα με την οποία έχει δεσμό. Η υπάλληλος στα διόδια που ζεί μια αφόρητη πλήξη στη δουλειά και την οικογενειακή ζωή, ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα φαντάζεται ένα νεαρό που περνάει με το σαραβαλάκι του να της γνέφει και να δείχνει τον ουρανό σαν να της λέει «κοίτα» και εκείνη να του σφίγγει το χέρι για να του πει ευχαριστώ. Δεν θα σας πω άλλα για να διαβάσετε το βιβλίο και να το απολαύσετε και εσείς.

Μια ακόμη διάσταση που θέλω να θίξω αφορά την ίδια την εργασία.  Στον πρόλογο η συγγραφέας περιγράφει τα υποκείμενά της σε σχέση με το χώρο εργασίας και λέει ότι «Το έξω δεν συνδέεται με το μέσα, ούτε το σώμα με τη σκέψη και το συναίσθημα. Δεν υπάρχει τίποτα προσωπικό, ίσως και τίποτα αληθινά ανθρώπινο ή ανθρώπινα αληθινό».  Tην ψυχική αλλοτρίωση, την αδυναμία να αντλήσει το συναίσθημα της αυτοκαταξίωσης και της χαράς της δημιουργίας ο εργαζόμενος όταν βρίσκεται αποκομμένος από τα εργαλεία και το προϊόν της εργασίας του, συναντάμε ήδη από το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα στο έργο του Μαρξ, στην ψυχολογία του εργασιακού χωρου, στη βιομηχανική κοινωνιολογία και τις έννοιες του τεϋλορισμού και του φορντισμού.  Παρά την εξέλιξη του προβληματισμού γύρω από την εργασία, τις εργασιακές σχέσεις, την ανεργία και την επισφάλεια, τον ελεύθερο χρόνο, κλπ η εργασία παραμένει μια ιδιαίτερα σημαντική σφαίρα για την πλειοψηφία των εργαζομένων, συνεχίζει να αποτελεί τη μοναδική βάση της ζωής τους, ώστε δεν είναι δυνατό να υπάρξει διαμόρφωση της ταυτότητας, ούτε της προοπτικής της ζωής ανεξάρτητα από αυτήν.

Στην αφήγηση των «Απαρατήρητων» όμως είναι όντως το σώμα αποσυνδεδεμένο από την σκέψη και το συναίσθημα, όπως λέει η Σπανού; Την αφηγηματική διερεύνηση απασχολεί ιδιαίτερα το πλαίσιο δράσης του λόγου και ο βαθμός που ο αφηγητής αυτοπαρουσιάζεται περισσότερο ή λιγότερο ως δρων υποκείμενο. Ο λόγος προφανώς δεν αποτελείται από λέξεις που τις συνέχουν γραμματικοί κανόνες. Ο λόγος είναι εμπρόθετη πράξη όπου ο αφηγητής βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα να επιλέξει ποιές λεκτικές πρακτικές  θα χρησιμοποιήσει για να  πλάσει την ιστορία του. Μπορεί να επιλέξει σενάρια όπου αυτοπαρουσιάζεται αδύναμος, με χαμηλό βαθμό αυτοπεποίθησης, θύμα των κοινωνικών περιστάσεων, αυτομεμφόμενος ή, αντίθετα,  σενάρια όπου εμφανίζεται ηρωϊκός, ισχυρός, υπεράνω, ή όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις.

Όταν οι «Απαρατήρητοι» μιλούν εκ των πραγμάτων κατασκευάζουν τον εαυτό τους –-ή ενδεχομένως σε κάποιο βαθμό τους κατασκευάζει η συγγραφέας.  Μιλούν για κούραση, βαρεμάρα, πίεση. Ωστόσο οι αφηγητές στους «Απαρατήρητους» είναι πολύ πιο σύνθετοι από τόσο. Είναι όλοι αναστοχαζόμενοι –που σημαίνει σε επαφή με τη σκέψη και το συναίσθημα–, παρατηρούν με μεγάλη ευαισθησία αυτά που συμβαίνουν γύρω τους, κάνουν ευθύβολα σχόλια, προβαίνουν σε πράξεις που είναι δοτικές.  Είναι, με άλλα λόγια, δρώντα υποκείμενα. Παραδειγματικά αναφέρω: Λέει η ταμίας του supermarket «Καταλαβαίνω πράγματα για τους πελάτες ακόμη και από αυτά που αγοράζουν», ή ακόμη «Τους φτωχούς τους καταλαβαίνεις αμέσως… Είναι το βλέμμα τους. Πόνος μαζί με ντροπή –δεν ξέρω αν είναι περισσότερο ο πόνος ή η ντροπή.

Είναι σαν να ντρέπονται που δεν έχουν περισσότερα χρήματα και που αυτό φαίνεται στο καλάθι τους, που εγώ θα το καταλάβω, όπως και όποιος πελάτης είναι πίσω τους». Ή ο θυρωρός που παρατηρεί αυτούς που μπαινοβγαίνουν στην πολυκατοικία «Πηγαίνω πάντα στον όροφο που έχει σταματήσει το ασανσέρ για να καθησυχάσω αυτούς που κλείστηκαν μέσα. Μια φορά ήταν μια γιαγιά που έκλαιγε και όταν της μίλησα, μου ζήτησε να της τραγουδήσω. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και της είπα τη ‘Συννεφούλα’. Μόλις βγήκε με αγκάλιασε και με φίλησε…». Η ο ίδιος πάλι λέει: « εγώ, να σου πω, μάλλον ευχαριστημένος είμαι από τη ζωή μου». Και ο τραυματιοφορέας: «Εγώ για κάθε ασθενή που μεταφέρω έχω άγχος, μη μου πεθάνει στο φορείο και μην πάει κάτι στραβά αφού τον αφήσω εκεί που το αφήνω…». Δεν σας διαβάζω άλλα αποσπάσματα για να το διαβάσετε εσείς και να παρασυρθείτε από την ανάγνωση όπως εγώ.

Τέλος, η αφήγηση  είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιείται και στην ψυχοθεραπεία. Αυτό που ενδιαφέρει τον θεραπευτή είναι η συγκεκριμένη αφηγηματική κατασκευή που επιλέγει το άτομο μέσα από την οποία προσλαμβάνει τον εαυτό του. Η λογική σε αυτή τη προσέγγιση είναι ότι το πρόβλημα δεν ανήκει στο υποκείμενο αλλά φτιάχνεται μέσα από την αφήγηση στην οποία προβαίνει επιλεκτικά το άτομο. Με αυτή την έννοια ο τρόπος με τον οποίο το υποκείμενο αντιλαμβάνεται το πρόβλημα είναι αυτό τούτο το πρόβλημα ενώ η θεραπεία αποτελεί μια διεργασία αποδόμησης της κυρίαρχης ιστορίας και κατασκευής μιας καινούργιας αφήγησης. Είναι αυτό που ονομάζεται «αφηγηματικός μετασχηματισμός» που επιτελείται στα πλαίσια τηε σχέσης θεραπευόμενου και θεραπευτή. Και η δουλειά που έκανε η Σπανού έγινε στα πλαίσια μιας επικοινωνιακής συναλλαγής και θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν μπορούσαμε να μάθουμε πώς αυτή η συναλλαγή επέδρασε πάνω στους αφηγητές. Ο τρόπος όμως που κλείνει η κάθε αφήγηση, για τον οποίο μίλησα ήδη, μου ανακαλεί  ένα είδος αφηγηματικού μετασχηματισμού  όπου η μιζέρια μετασχηματίζεται σε αχτίδα ελπίδας, αφήνοντας παρ’όλα αυτά μια γλυκόπικρη επίγευση.