Οι «Απαρατήρητοι» της Αγγελικής Σπανού δεν περνούν καθόλου απαρατήρητοι από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο των εκδόσεων Πόλις, τον Απρίλιο.

Ads

Πρόκειται για μια εξαιρετικά πρωτότυπη ιδέα, για μια διεισδυτική ματιά στους ανθρώπους που δεν προσέχουμε ποτέ.

Στα  διηγήματα – μαρτυρίες του βιβλίου, η ταμίας του super market και ο τραυματιοφορέας, η οδοκαθαρίστρια, η υπάλληλος στα διόδια και η τηλεφωνήτρια, η ταξιθέτρια, ο παρκαδόρος στο πλοίο και ο ντελιβεράς, αυτοί και άλλοι αντιήρωες της καθημερινότητας, μετατρέπονται σε πραγματικούς ήρωες ενός νέου είδους που με επιτυχία λανσάρει η Αγγελική Σπανού στην Ελλάδα.

Κάτι ανάμεσα στο ερευνητικό ρεπορτάζ – με πολύ κόπο, βάθος, ευαισθησία και άποψη, όπως θα έπρεπε να είναι τα ρεπορτάζ- και τη λογοτεχνία.

Ads

Την έχετε γνωρίσει ως αρθρογράφο του tvxs και στη συζήτηση αυτή μιλάει ως συγγραφέας – είναι, άλλωστε, η ταυτότητα που θέλει να κρατήσει.

Τι μπορεί να ψήφισαν οι «Απαρατήρητοι» στις εκλογές;

Η αλήθεια είναι ότι με αρκετούς κάναμε πολιτικές συζητήσεις, προσπαθώντας να καταλάβω αν ελπίζουν σε κάτι, αν διεκδικούν ή αν έχουν παραιτηθεί από την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής. Η οδοκαθαρίστρια είναι συνδικαλίστρια και μάλιστα μαχητική, η τηλεφωνήτρια δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τα κοινά αλλά περιγράφει με πολιτικό τρόπο, χωρίς να το συνειδητοποιεί, την αγριότητα των συνθηκών εργασίας της, ο θυρωρός ψήφισε ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και μετά απογοητεύτηκε, ο δικαστικός κλητήρας υπέφερε από έναν σκληρό δεξιό πατέρα και δεν κατάφερε να κερδίσει στην αναμέτρηση μαζί του, η ταμίας στο σούπερμάρκετ παλεύει με τα χρέη, ο παρκαδόρος στο πλοίο συγκινείται με τα προσφυγόπουλα. Αυτή η εικόνα είναι ό,τι έφτιαξα μέσα από τα λόγια και τις σιωπές τους, απ όσα διακινήθηκαν μεταξύ μας χωρίς να ειπωθούν, απ όσα παρατήρησα και ό,τι φαντάστηκα. Δεν ξέρω ούτε αν ούτε τι ψήφισαν. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι λίγοι ανάμεσά τους έχουν την προσδοκία ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στη δική τους μοίρα.

Σε πρώτη ανάγνωση δεν είναι ένα πολιτικό βιβλίο, αλλά τελικά είναι. Οχι;

Ασφαλώς και δεν είναι σύμπτωση ότι και οι δέκα πρωταγωνιστές του βιβλίου μου τα βγάζουν δύσκολα πέρα και δεν έχουν το πλεονέκτημα ενός γερού βιογραφικού ή μιας καλής οικογενειακής κληρονομιάς. Είναι οι “κάτω”. Με ενδιέφερε, όμως,  κυρίως η ανθρώπινη πλευρά αυτών των ιστοριών. Η βαθιά μοναξιά της κυρίας στα διόδια, η πλήξη που μπορεί να αισθάνεται μια ταξιθέτρια βλέποντας την ίδια παράσταση κάθε βράδυ, η μονοτονία στη δουλειά ενός ντελιβερά, οι έρωτές τους. Ακόμη περισσότερο με ενδιέφερε η ματιά τους πάνω μας. Πώς είμαστε όταν καθρεφτιζόμαστε στο βλέμμα του τραυματιοφορέα, του κυρίου που κάθεται στην είσοδο του μεγάλου κτιρίου όπου βρίσκεται το γραφείο μας, της κυρίας που “χτυπάει” τα ψώνια μας στο ταμείο. Οι περισσότεροι προσέχουν τη συμπεριφορά τους στον “κύκλο” τους και αδιαφορούν αν προσβάλλουν με την αδιαφορία, με την αγένεια ή με την επιθετικότητά τους κάποιον που τους είναι ανοίκειος γιατί αισθάνονται ότι ανήκει σε άλλον κόσμο. Αλλά τι σημαντικότερο -και περισσότερο πολιτικό- υπάρχει από την ενσυναίσθηση;

Είναι λογοτεχνικά «πειραγμένες» συνεντεύξεις ή διηγήματα;

Ούτε ξέρω ούτε με νοιάζει πώς μπορεί να κατηγοριοποιηθεί αυτό το βιβλίο – και γενικά δεν με ενδιαφέρουν τα “κουτάκια”. Συνεντεύξεις δεν είναι σίγουρα και το εξηγώ με σαφήνεια στο πρόλογο του βιβλίου μου. Πάντα έγραφα κείμενα εκτός δουλειάς, από μια προσωπική ανάγκη. Τώρα είπα να το κάνω στα σοβαρά.

Θα συνεχίσεις να γράφεις συνδυάζοντας τη  μυθοπλασία με πραγματικές ιστορίες;

Νομίζω ότι δεν υπάρχουν πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες από τις αληθινές. Το θέμα για μένα είναι αν μπορώ να τις πω με έναν ωραίο τρόπο, χωρίς τη δεσμευτικότητα της δημοσιογραφικής σύμβασης. Θα το προσπαθήσω. Εχω ήδη περάσει στο επόμενο βιβλίο.

Τα περισσότερα χρόνια στη δημοσιογραφία τα πέρασες ασχολούμενη με την πολιτική και με τους καθόλου “απαρατήρητους”. Πώς έγινε και κοίταξες σε τόσο διαφορετική κατεύθυνση;

Εχω αναρωτηθεί κι εγώ. Φαντάζομαι θέλοντας να ξεφύγω από τη νοσηρότητα της πολιτικής πραγματικότητας που ήταν το βασικό αντικείμενο της δουλειάς μου. Ισως και από ενοχές για τον εγκλωβισμό μου σε συζητήσεις εντελώς αναμενόμενες και συνήθως καθόλου ουσιώδεις, με τους ίδιους και τους ίδιους για τα ίδια και τα ίδια. Σίγουρα από ένα αίσθημα ασφυξίας μέσα στην τοξικότητα του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας που χαρακτηρίζει τη δημόσια σφαίρα. Τελικά, από μια βαθιά ενόρμηση να κάνω κάτι που να έχει νόημα. Είπα την ιδέα μου στον Νίκο Γκιώνη, επειδή τον σέβομαι πολύ και επειδή ήξερα πόσο αυστηρός είναι ως εκδότης. Με ενθάρρυνε να προχωρήσω και με καθοδήγησε χωρίς πολλά λόγια. Κάπως έτσι βρήκα μια διέξοδο. Δεν θέλω πια να συμμετέχω στο πολιτικομιντιακό γίγνεσθαι με τους όρους των άλλων.

Σημαίνει αυτό ότι εγκαταλείπεις τη μάχιμη δημοσιογραφία;

Αν τα καταφέρω…

image

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Έχεις προσέξει ποτέ τα χέρια της ταμία στο σουπερμάρκετ που ψωνίζεις; Ξέρεις το όνομα του ντελιβερά που σου φέρνει την παραγγελία σου; Είναι ερωτευμένη η κυρία στα διόδια; Πώς αντέχει την μπόχα η οδοκαθαρίστρια; Τι σκέφτεται μια τηλεφωνήτρια όταν τελειώνει η βάρδια; Βαριέται μια ταξιθέτρια βλέποντας την ίδια παράσταση κάθε βράδυ; Ποιος έχει πιο πολύ στρες, ο παρκαδόρος στο πλοίο ή ένας τραυματιοφορέας; Πόσα μαθαίνει ένας θυρωρός σε μεγάλο κτίριο; Τι νιώθει ένας δικαστικός κλητήρας την ώρα της έξωσης; Και τι ζωή είναι αυτή; Υπάρχει πόνος, έλλειψη, απελπισία ή μόνο ανία, μοναξιά και εσωτερική ακινησία; Συνηθίζεται η πλήξη ή γίνεται όλο και πιο ανυπόφορη; Αντέχεται η απόσταση από τους άλλους και ο καταναγκασμός της επανάληψης; Και όλοι αυτοί, οι απαρατήρητοι, πώς μας βλέπουν; Τι σκέφτονται για εμάς; Σίγουρα πολύ περισσότερα απ’ όσα εμείς γι’ αυτούς. Δεν τους αναγνωρίζουμε, δεν τους προσέχουμε, δεν μας ενδιαφέρει να τους ακούσουμε. Και ίσως κάτι χάνουμε. Γιατί εκείνοι μας ξέρουν καλά. Κάποιες φορές καλύτερα απ’ όσο εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)