Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα, αν και περιοδολογικά ανήκει στη γενιά του ’80, στα ποιοτικά στοιχεία της ποιητικής της ακολουθεί ένα δικό της δρόμο, συνδέοντας τον “εσωτερικό μονόλογο” -της λεγόμενης Σχολής της Θεσσαλονίκης- με τον εξωτερικό χώρο. Απέχει από το “ιδιωτικό όραμα” της γενιάς της με την εισαγωγή πλήθους κοινωνικών στιγμιότυπων. Μα δεν εγκαταλείπει εντελώς τον “ιδιωτικό χώρο”∙ οι κοινωνικές αναπαραστάσεις της στιχουργικής της εστιάζουν τον ποιητικό φακό σε επιλεγμένα πρόσωπα. Σαν αποτυπώσεις φωτογραφίας δρόμου ή μικρών κινηματογραφικών στιγμιότυπων, η δημιουργός εξωτερικεύει τον δικό της “εσωτερικό μονόλογο” για τους καθημερινούς ανθρώπους της κοινωνίας ή την ίδια.
Η ομορφιά όμως της ποίησης της Μπακονίκα κρύβεται πίσω από το απέριττο ύφος της. Δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει με βερμπαλισμούς ή μεταφορές. Με λέξεις απλές οικοδομεί συναισθήματα και προκαλεί τις αισθήσεις. Άλλωστε, η μαγεία της ποίησης κρύβεται πάντα στα συναισθήματα.

Ads

Και έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι η δημιουργός έχει κατακτήσει πια το δικό της προσωπικό ύφος, με την ολιγόστιχη φόρμα και τη ρεαλιστική γραφή της με την χαρακτηριστική ποιητική ειλικρίνεια. Η δομή και το κινηματογραφικό της στυλ έχουν εξόχως αναλυθεί (Σιαφάκα, 2013). Με γλώσσα προφορική και έντονα πεζολογικά στοιχεία μιλά με αμεσότητα, εξοργίζοντας κάθε λογοτεχνικό στολίδι. Αντιλυρικά και με όλη τη ζωντάνια της αφήγησης του καθημερινού λόγου κινηματογραφεί κι εξομολογείται σκέψεις και αγωνίες ή πόνους.
Η μικρή φόρμα, σε λειτουργική σχέση με το μήνυμα, υποστηρίζει τη συναισθηματική κλιμάκωση. Και μέσα στο λιτό ύφος σημαντική θέση κατέχει η συχνή χρήση της καταληκτικής μονόστιχης ή δίστιχης στροφής. Μολονότι δεν πρόκειται για επιμύθιο, διατηρεί τη λειτουργία του τελευταίου στη συναισθηματική κλιμάκωση.

Στη νέα της ποιητική συλλογή, «ο κόσμος απροκάλυπτα» (εκδόσεις εντευκτηρίου, 2018). Με οξύ κριτικό μάτι, δίχως οργή, μα με χαρακτηριστικό ύφος αηδίας, κρίνει όσα την πληγώνουν (πλήθη συρρέουν, άνθρωπος των παρασκηνίων, το είδωλο, οδύνη, βλαβερό απόβλητο, τα τεκμήρια) και εκθέτει τις αρετές (στον ρημαγμένο κόσμο μας) αφήνοντας να φανεί η βαθιά κοινωνική της ευαισθησία (συνοπτικά, οδύνη, ξεσπαθώνετε) παρά τα στραπάτσα της ζωής (η οπτική μου αλλάζει, διαπιστευτήρια, χωλαίνω, κολαστήριο). Σχολιάζει την εκμετάλλευση και το ναρκισσισμό, την απογοήτευση της και τον πόνο από τη συμπεριφορά των άλλων (με μία κίνηση, απροκάλυπτα, αποθήκη).

Ξεχωρίζουν όμως τα ερωτικά ποιήματα της συλλογής. Με ευθύτητα, δίχως λάγνα διάθεση, μιλά για τον έρωτα (ασπαίρουσα, επίμονα, ύψιστη τρυφερότητα, σφραγίζουν, ανάφλεξη), τις χαρές και τις απογοητεύσεις του (ενθυμήματα, σεκλέτι, ευαγγελίζεται, πόνος). Η μνήμη και ο εξωτερικός χώρος συνδέονται (το πιο βαθύ, λάγνο μάγεμα, στην πλατεία, χαμηλό φως στο μπαρ, εισιτήρια). Με ύφος εξομολογητικό απευθύνεται σε ένα αόριστο Β ενικό, άλλοτε της μνήμης και άλλες φορές του παρόντος. Το φλερτ και η ερωτική συμπάθεια/αδυναμία σαν άρωμα παλιάς φωτογραφίας εμποτίζουν τις συνθέσεις της (βάρκα στ’ ανοιχτά, η μυρωδιά, σκιρτήματα, αναζωπυρώσεις, χαμηλό φως στο μπαρ, ο σκηνοθέτης).
Ο έρωτας για την Μπακονίκα όμως διατηρεί μία σπάνια ιερότητα, στον οποίο προσφέρει ποιητικές χοές είτε ως επίγραμμα είτε ως ζώσα μορφή (εν πλήρει γνώσει, το πιο βαθύ, εγκαταβιώνει, αναζωπυρώσεις).

Ads

Λειτουργεί στην ποιητική της ως αντίδοτο του θανάτου και της φθοράς. Μολονότι τούτο δεν καταγράφεται ως δίπολο, ο έρωτας ως υπαρξιακό στοιχείο συμβολίζει την ανάγκη για ζωή, για συντροφικότητα και επαφή (το σβήσιμο). Εξάλλου, ακόμα και τα μη ερωτικά ποιήματα προς το βουβό δευτεροενικό αντικείμενο συνδέονται με φιλικά ή οικεία πρόσωπα (απροκάλυπτα, το λεπτό σύνορο, ο σκηνοθέτης, συνοπτικά). Όπως η ζωή πνίγεται στις χαρές και τις απογοητεύσεις, έτσι και ο έρωτας της Μπακονίκα. Μόνο που ο δικός της έρωτας δεν είναι μόνο παρελθοντικός, ως ενθύμηση της νιότης∙ είναι και παροντικός ξεπερνώντας το σύνηθες ποιητικό μοτίβο ώριμων ηλικιακά ποιητών.

Προτάσσει μία διαφορετική γυναικεία οπτική για τον έρωτα, απέναντι στη στερεοτυπική οπτική της εύθραυστης γυναίκας-θύμα. Το θηλυκό υποκείμενο της Μπακονίκα πονά, κρίνει, θυμάται, ερωτεύεται μα δίχως υπερβολές∙ με δυναμισμό και ευαισθησία, λιτότητα και θέρμη. Η σαγήνη και η διεκδίκηση συνδέονται διαλεκτικά, το ερωτικό παιχνίδι και η γυναικεία σεξουαλικότητα τίθενται σε πρώτο πλάνο, δίχως εξάρσεις, ως κάτι φυσικό, όχι ως μία διεκδίκηση∙ και αυτά σε λειτουργική σχέση με τον ρεαλισμό του ποιητικού της λόγου.