Υπάρχουν άνθρωποι που σηκώνουν στις πλάτες τους τα βάρη όλης της ανθρωπότητας. Ο Ρασκόλνικωφ, στο Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκυ, γονατίζει μπροστά στην αγία πόρνη Σόνια, λέγοντας ότι προσκυνά σε αυτήν τα βάσανα όλου του κόσμου. Η Σόνια άντεξε το απροσμέτρητο βάρος. Άλλοι, πολύ περισσότεροι, ίσως αναρίθμητοι, συντρίβονται. Απόβλητοι του κόσμου – και καθρέφτης του. Προπαντός στους καιρούς μας της ατέρμονης καταστροφικής κρίσης ενός παγκόσμιου καπιταλισμού ολοένα πιο σκοτεινού μέσα στο λυκόφως της Ιστορίας του.
 
«… Η κοινωνική αλυσίδα γίνεται χίλια κομμάτια κάτω από το βάρος της τεράστιας ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων, της επισφαλούς και μαύρης εργασίας, της φτώχειας, της αναγκαστικής προσφυγιάς ολόκληρων πληθυσμών που φτάνουν κατά κύματα από τις γειτονικές εμπόλεμες χώρες, για να καταλήξουν σε κάποιο στρατόπεδο κράτησης. Κι οι πιο αδύναμοι κρίκοι αυτής της κοινωνικής αλυσίδας που σπάζει γίνονται οι αποδιοπομπαίοι τράγοι της, αντικείμενα καταστολής και αποκλεισμού, «ζωές που δεν μετρούν», που «δεν αξίζει να ζουν».
 
Με αυτή την αναγνώριση της εφιαλτικής πραγματικότητας των καιρών μας αρχίζει η Κατερίνα Μάτσα, το βιβλίο της για τους Παρίες ανάμεσα στους παρίες. Και μπορεί να μιλάει με παρρησία και γνώση για την αλήθεια καθώς μοιράστηκε και μοιράζεται τη ζωή της με τις συντριμμένες υπάρξεις, ιδιαίτερα των τοξικομανών, με επίκεντρο την εμβληματική Μονάδα Απεξάρτησης 18 Άνω.
 
Στο αντίπαλο άκρο βρίσκονται όλοι όσοι θα προσυπέγραφαν (έστω κι αν δεν το ομολογούσαν) την αποκαλυπτική φράση του νέου Προέδρου της Γαλλίας Εμμανυέλ Μακρόν, όταν, μιλώντας σε ένα κοινό μεγαλοεπιχειρηματιών και “startuppers”, διαχώρισε τους ανθρώπους σε «αυτούς που πετυχαίνουν κι αυτούς που δεν είναι τίποτα […] Ο Nietzsche θα αναγνώριζε στα λεγόμενα αυτά τη φωνή του «τελευταίου ανθρώπου» τον καιρό του «ευρωπαϊκού μηδενισμού». Είναι ο επίσημος λόγος των Κυριάρχων στην εποχή του λυκοφωτικού καπιταλισμού.
 
Ένας ιστορικός κόσμος που για να συνεχίσει να υπάρχει παράγει μαζικά, αναπαράγει σε διευρυμένη διαρκώς κλίμακα, πολλαπλασιάζει με ραγδαίους ρυθμούς σε καιρούς κρίσης, τους απόβλητους του κόσμου, ανθρώπινες υπάρξεις χωρίς όρους ύπαρξης, έχει ο ίδιος εξαντλήσει προ πολλού τον δικό του λόγο ύπαρξης. […]
 
Στον καπιταλισμό, οι αποκλεισμένοι, οι απόβλητοι δεν είναι «παράπλευρες απώλειες» του συστήματος αλλά όρος της δυνατότητάς του. Η χωρίς κάστες κοινωνία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τους δικούς της παρίες. Πρώτα πρώτα τον στερημένο από τα πάντα pauper, τον δυνάμει προλετάριο ως πηγή φτηνής εργατικής δύναμης. Ο προλετάριος, με τη σειρά του, είναι δυνάμει pauper, καθώς μπορεί να πεταχτεί στον Καιάδα, έξω από την παραγωγή, στις στρατιές των ανέργων.
 
Όταν επέλθει η εποχή της παρακμής και το ιστορικό λυκόφως του καπιταλισμού, το ίδιο το πεδίο των δυνατοτήτων του συρρικνώνεται, το δυναμικό του εξαντλείται. Έτσι κι ο κοινωνικός αποκλεισμός από συνθήκη δυνατότητας γίνεται εκδήλωση συστημικής αδυνατότητας, παίρνοντας τις πιο βάρβαρες μορφές και διάστασης. […]
 
Στις μέρες μας, το στρατόπεδο παίρνει την απαίσια μορφή των κέντρων εγκλεισμού των προσφύγων από κατεστραμμένες από πόλεμο και πείνα χώρες, κυρίως από τη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, την Αφρική. Τα “retention centers”  και τα “hot spots” εφαρμόζουν τον βιοπολιτικό Νόμο των καιρών μας στην Ερώπη-Φρούριο: «εκ-τοπίζουν έξω από την κοινωνία σε χώρους χωρίς όρους συγκρότησης κοινότητας», σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση της ψυχολόγου Δώρας Κουτσανέλου.
 
Εάν ο πρόσφυγας είναι η κατεξοχήν δημόσια φιγούρα της σύγχρονης βιοπολιτικής, ο τοξικομανής είναι η συστηματικά εκτοπιζόμενη από τη δημόσια θέα φιγούρα της ίδιας βιοπολιτικής.
 
Η Κατερίνα μάτσα, σωστά, μιλάει για «αορατότητα» του τοξικομανή ή, αλλού, προσδιορίζοντας το ιστορικό υπόβαθρο της ατομικής υπαρξιακής κρίσης της εξάρτησης, κάνει λόγο για τη «σκοτεινή πλευρά της παγκοσμιοποίησης».
 
«Γι’ αυτόν που δεν παίρνει ναρκωτικά», γράφει ο Pier Paolo Pasolini, «ο τοξικομανής είναι ένας “διαφορετικός”. Επειδή είναι τέτοιος, του αφαιρείται γενικά ο ανθρώπινος χαρακτήρας του, είτε μέσω της ρατσιστικής απέχθειας που προκαλούν πάντα οι “διαφορετικοί” είτε μέσω της πιθανής κατανόησης ή λύπησης. Στη σχέση με τον “διαφορετικό” η ανοχή και η μη ανοχή είναι το ίδιο πράγμα».
 
Ενάντια στη ρατσιστική αποστροφή των μεν και χωρίς τον οίκτο των δε, η Κατερίνα Μάτσα συντροφεύει και συμπορεύεται, δεκαετίες τώρα, με τους εξαρτημένους, αυτούς που «γυρέψανε ανθρώπους και βρήκανε σκιές», γνωρίζοντας την «ταπείνωση και την ντροπή», κουβαλώντας συχνά μέσα σε «κρύπτες» ανεκπλήρωτα πένθη. Πεισματικά αρνείται ότι είναι «αθεράπευτες περιπτώσεις», «καμένα χαρτιά». Προπαντός, έμπρακτα, μέσα από το πολύχρονο, συχνά κυνηγημένο από τις εξουσίες, συλλογικό έργο και τη φιλοσοφία του 18 Άνω, κατορθώνει να αναπτύσσεται μια θεραπευτική της Ελπίδας. Και μόνο μια τέτοια θεραπευτική μπορεί να γκρεμίσει τα τείχη ανάμεσα στους «εντός» και στους «εκτός», στους ενταγμένους στην «κανονικότητα» και στους καταδικασμένους στον κοινωνικό αποκλεισμό, τους παρίες.
 
Μεταξύ των παριών και των στιγματισμένων, υπάρχουν και οι διπλά στιγματισμένοι, οι «παρίες ανάμεσα σε παρίες», στους οποίους και αφιερώνεται το παρόν βιβλίο: οι τοξικομανείς με ψυχοπαθολογία τους οποίους, συχνά, δεν τους δέχονται ούτε οι ψυχιατρικές κλινικές λόγω της τοξικομανίας τους, ούτε οι μονάδες απεξάρτησης λόγω της ψυχοπαθολογίας, ξαποστέλνοντάς τους από τον Άννα στον Καϊάφα κι από κει στο πουθενά.
 
Ο παρίας στις νεωτερικές κοινωνίες, όπως έδειξε η Ελένη Βαρίκα στο σχετικό πολύ ωραίο βιβλίο της, είναι εκτός/εντός. Εκτός της κοινωνίας και ταυτόχρονα εντός της τελευταίας βαθμίδας της. Οι «παρίες ανάμεσα στους παρίες», στους οποίους αναφέρεται η Κ. Μάτσα, είναι οι έσχατοι των εσχάτων, οι εκτός που βρίσκονται εντός των εκτός/εντός. […]
 
Ο τοξικομανής με ψυχοπαθολογία δεν είναι το άθροισμα των συμπτωμάτων δύο ασθενειών και μάλιστα αθεράπευτων. Είναι μια τραγική ύπαρξη που η μία όψη της τραγωδίας της δεν προστίθεται αλλά πολλαπλασιάζει αφάνταστα τα βάσανα της άλλης, στην απέλπιδα προσπάθεια να αφαιρέσει κάπως, έστω προσωρινά, λίγη, ελάχιστη από την αβάσταχτη οδύνη. Χωρίς να εξαλείφεται ο μοναδικός, ανεπανάληπτος χαρακτήρας τής κάθε προσωπικής τραγωδίας, διαπερνά την καθεμιά καθοριστικά η ιστορική διαδικασία διάλυσης και κατακερματισμούς του κοινωνικού δεσμού μιας παρηκμασμένης κοινωνίας σε κρίση, αποσύνθεση που φτάνει στα άκρα της σε αυτόν τον παρία ανάμεσα στους παρίες, τον έσχατο των εσχάτων. Τα βάσανα όλης της ανθρωπότητας κατακλύζουν την εξαιρετικά ευαίσθητη κι ευάλωτη ψυχή του που αδυνατεί πια να αναπνεύσει. […]
 
[…] Εκεί δίνεται και το πιο κατάλληλο όνομα στον παρία ανάμεσα στους παρίες: είναι «ο άνθρωπος που δεν ξέρει τι θα πει ελπίδα». Δεν είναι απλώς εκείνος που δεν έχει ελπίδα, που μπορεί κάποτε να είχε και να την έχασε. Είναι ο άνθρωπος που δεν ξέρει καν περί τίνος πρόκειται. Τι θα πει αυτή η λέξη; Έχει νόημα;
 
[…] Ο άνθρωπος που δεν ξέρει τι θα πει ελπίδα δεν μπορεί παρά να κατοικεί στον κόσμο του «ανθρώπου χωρίς ιδιότητες», όπως αριστουργηματικά τον παρουσίασε ο Robert Musil.

Ads

[…] Ακόμα κι ο πιο πεισμένος ότι είναι “καμένο χαρτί”, ο έσχατος των εσχάτων, ο απόβλητος των πάντων το βλέπει, έστω και σπάνια, το όνειρο για το οποίο μιλάει ο άνθρωπος που δεν ξέρει τι θα πει ελπίδα, ο μοναδικός Γιώργος και ο κάθε Γιώργος: “Τό ‘χει δει σ’ ένα όνειρο: μια μεταβατική κατάσταση πάνω σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου με ρόδες που τον πήγαινε απ’ το αδύνατο στο δυνατό.

Η θεραπευτική της Ελπίδας είναι παιδαγωγική της δυνατότητας. Γιατί η ελπίδα δεν είναι αφελές ευχολόγιο για πρόσκαιρη παρηγοριά.
 
[…] Η Κατερίνα Μάτσα παραμένει πιστή μαθήτρια του πρωτοπόρου της απεξάρτησης Claude Olievenstein της οποίας η κλινική πράξη και φιλοσοφία του συμπυκνώνονται το παράθεμά του που βάζει σαν motto:
 
Ο τοξικομανής δεν είναι παρά ο φορέας του μηνύματος ότι οι ανθρώπινες αξίες και οι κοινωνικές αρετές σήμερα πάσχουν βαριά.
 
Ο μοναχικός προορισμός του, όπου το ιερό και το βέβηλο, ο πόνος και η απουσία πόνου, το μυστικό και το φανερό συναντώνται με τη μιζέρια του κόσμου, δεν είναι παρά ο τόπος όπου εκκολάπτεται το αυγό του φιδιού, ο τόπος της τρομακτικής κρίσης, που διαλύει τον κοινωνικό ιστό σήμερα, αναπαράγοντας σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα τον φαύλο κύκλο της εξάρτησης και όλων των κοινωνικών δεινών, το νεκροταφείο ανθρώπινων σωμάτων και ψυχών, αλλά και το πεδίο της ανατροπής κάθε κατεστημένης ισορροπίας και συμβιβασμού, που εμπεριέχει εν δυνάμει την ελπίδα της αλλαγής.
 
Οι έσχατοι, κι οι έσχατοι των εσχάτων, οι άνθρωποι που δεν ξέρουν τι θα πει ελπίδα και δυνατότητα, τις αποκτούν μέσα σε μια μετάβαση όπου το αδύνατο γίνεται δυνατό. Μια αντιφατική διάβαση που συνδέεται και προεικονίζει την ιστορική κίνηση της πάλης για την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση, τη μόνη που θα σπάσει διαπαντός τον φαύλο κύκλο της εξάρτησης και όλων των κοινωνικών δεινών.
 
Στη Μονή Περιβολής στην Άντισσα της Λέσβου υπάρχει μια τοιχογραφία που απεικονίζει τη Θάλασσα την Αποδίδουσα τους Νεκρούς. Μέσα στη θάλασσα, κι ενώ ακούγεται στις ακτές η αρχαγγελική σάλπιγγα, μια εξαίσια γυναικεία μορφή κάθεται πάνω σε ένα κήτος σαν εκείνο που κατάπιε τον Ιωνά, έναν πραγματικό Λεβιάθαν, και το υποχρεώνει να βγάλει από το στόμα του και να αποδώσει ζωντανούς όλους τους νεκρούς που θαλασσοπνίγηκαν και τους κατάπιε.
 
Έτσι μια μέρα, κι όλοι οι άνθρωποι που θεωρούνται από τους «πετυχημένους» ότι είναι τίποτα, οι άνθρωποι που δεν ξέρουν τι θα πει ελπίδα, όλοι οι ανήμποροί κι οι απόκληροι, οι προλετάριοι κι οι αποκλεισμένοι, όλα τα «καμένα χαρτιά» και οι παρίες, κι οι παρίες ανάμεσα στους παρίες, οι έσχατοι, κι οι έσχατοι των εσχάτων θα γίνουν Πρώτοι.
 
*Αποσπάσματα από το Επίμετρο του Σάββα Μιχαήλ με τίτλο: «Οι έσχατοι των εσχάτων ή Ο άνθρωπος που δεν ήξερε τι θα πει ελπίδα», στο βιβλίο της Κατερίνας Μάτσα: Παρίες ανάμεσα στους παρίες – Τοξικομανείς και ψυχοπαθολογία, Εκδόσεις Άγρα, 2017.

Tvxs – Επιμέλεια: Κρυσταλία Πατούλη

image

Ads

Οι τοξικομανείς με ψυχοπαθολογία είναι οι διπλά “αποκλίνοντες”, οι διπλά στιγματισμένοι άνθρωποι, γυναίκες και άντρες, στην πλειονότητά τους νεαρής ηλικίας, από όλα τα κοινωνικά στρώματα, που ο αριθμός τους μεγαλώνει καθημερινά, αποδέκτες μιας βάρβαρης, ρατσιστικής αντιμετώπισης από τους θεσμούς και τους φορείς, παρίες ανάμεσα στους παρίες. Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούνται ανεπιθύμητοι από τις ψυχιατρικές δομές -δημόσιες και ιδιωτικές- και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Είναι οι περιπτώσεις που παραπέμπονται από τη μια υπηρεσία στην άλλη, ακόμα και όταν έχουν το χαρακτήρα του επείγοντος, ακόμα και έπειτα από μια απόπειρα αυτοκτονίας ή άλλη πράξη απελπισίας. Τα ψυχιατρικά νοσοκομεία “δεν δέχονται τοξικομανείς”. Οι θεραπευτικές κοινότητες κατά κανόνα, εκτός κάποιων εξαιρέσεων, “δεν δέχονται ψυχιατρικά περιστατικά”. Τελικά, κανείς δεν γνωρίζει πού ανήκουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι.

Για όσους λοιπόν φαίνεται πως δεν ανήκουν πουθενά, όσους δεν βρίσκουν τόπο να σταθούν, τους παρίες της κοινωνίας, του ψυχιατρικού συστήματος και των προγραμμάτων απεξάρτησης, για αυτούς γίνεται λόγος σε αυτό το βιβλίο. Για εκείνους που όλοι τούς θεωρούν “δύσκολους ασθενείς”, “χωρίς αίτημα θεραπείας”, “με κακή πρόγνωση” και ως προς την ψυχική διαταραχή και ως προς την απεξάρτηση. Για όσους η κλινική μας εμπειρία αποδεικνύει ότι η θεραπευτική σχέση μέσα στο κατάλληλο θεραπευτικό πλαίσιο, όπου λειτουργεί ένας “αστερισμός ομάδων”, κατά την έκφραση του Felix Guattari, με κύριο εργαλείο την ψυχοθεραπεία και την Τέχνη σε διαλεκτική σχέση, μπορεί να διαμορφώσει όλους τους όρους θεραπείας, δηλαδή τη μεταμόρφωσή τους σε κοινωνικά υποκείμενα, υποκείμενα χειραφέτησης και υποκείμενα δημιουργίας, χωρίς εξαρτήσεις και χωρίς ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις.

Στο βιβλίο παρουσιάζονται κάποιες κλινικές περιπτώσεις, αντιπροσωπευτικές των ψυχιατρικών νοσολογικών οντοτήτων που συναντάμε πιο συχνά σε αυτόν το χώρο (ψυχώσεις, συναισθηματικές διαταραχές, παθολογικές προσωπικότητες).

(Έργο εξωφύλλου: Paul Klee, Σφάλμα σε πράσινο, υδατογραφία σε καμβά, 1930)