Λέγεται ότι οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Ο πόνος αναντίρρητα είναι ένα ισχυρό μέσο να προχωρήσουμε  σε ψυχικό βάθος, μέσα από το καμίνι του πόνου  οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται.. Ο πόνος αφήνει βαθιά χαρακιά στο βιβλίο της Μαρίας Στρίγκου, μέσα από τις διακλαδώσεις του εξυφαίνεται η αφήγηση, η εξομολόγηση φτάνει στα έσχατα όρια, στην πιο αποκαλυπτική απογύμνωση. Το βιβλίο μάς κερδίζει ακριβώς επειδή πραγματεύεται τη διαχείριση καταστάσεων οδύνης, μια διαδικασία που κάθε άνθρωπος καλείται κάποτε να αντιμετωπίσει.. Ωστόσο πρέπει να τονίσουμε ότι εδώ οι καταστάσεις είναι εξοντωτικά πιεστικές, συντριπτικά οδυνηρές.

Ads

Ο αφηγητής είναι και ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ίσως η συγγραφέας τον χρησιμοποιεί ως ένα από τα  προσωπεία της, όμως αυτή η υπόθεση διόλου δεν επηρεάζει τη σπουδαιότητα, την λογοτεχνική αξία του έργου. Είναι κοινή διαπίστωση ότι ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει πολλούς, διαφορετικούς εαυτούς μέσα του, κι εδώ οφείλεται η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Εξάλλου είναι γνωστό ότι και ο Αρθούρος Ρεμπώ  είχε ομολογήσει: «εγώ είμαι ένας άλλος». Η αλληλεπίδραση που λαμβάνει χώρα στον ψυχισμό του κάθε ανθρώπου ανάμεσα στα διάφορα « εγώ» του είναι ουσιαστικής σημασίας για τη διατήρηση της πνευματικής και συναισθηματικής ισορροπίας του. Διαπιστώνουμε ότι στο βιβλίο της Στρίγκου η αλληλεπίδραση είναι  στο έπακρο δραματική και ταραγμένη. Άλλωστε αυτός είναι και ο κατεξοχήν χώρος της λογοτεχνίας: να ανασύρει στην επιφάνεια τις πιο βαθιές πληγές μας.

Ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο παρουσιάζεται διχασμένος σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετους εαυτούς. Η τεράστια διαφορά που τους χωρίζει αναπότρεπτα φέρνει αβυσσαλέους κλυδωνισμούς, όπως μια θύελλα που μαίνεται και καταστρέφει. Τα τραύματα του αρχίζουν από την παιδική του ηλικία. Ο πατέρας του τον κοίταζε σαν ξένο, «σαν να μην υπάρχει», τόση ήταν η συναισθηματική απόσταση μεταξύ τους, η πατρική παρουσία και επιβολή  τον συρρίκνωνε, του έκλεινε τη φωνή. Την ίδια αποξένωση βίωνε και με τη μητέρα του. Είναι συγκλονιστική η περιγραφή που διαβάζουμε: «Η μάνα μου ήταν τάφος ανοικτός. Σε προσκαλούσε ξεκάθαρα να πηδήξεις εντός κι ύστερα ν’ αρχίζεις να σκεπάζεσαι με χώματα. Θαμμένος ολοζώντανος και μόνος». Αυτή η έλλειψη στοργής και αγάπης από τους γονείς δεν είναι απλώς αδιαφορία και αποξένωση. Είναι ένας άγριος φόνος, που προετοιμάζεται από πολύ νωρίς.

Η αιτία για το δράμα του πρωταγωνιστή ήταν ότι τον θεωρούσαν παράξενο, ονειροφαντασμένο, στραβό από τη φύτρα του. Όφειλε να ακολουθεί
τις πατροπαράδοτες συμπεριφορές του σογιού και της κοινότητας. Η ύπαρξή του ήταν «προνόμιο χαρισμένο σε άλλους», δηλαδή στις αρχές των προγόνων του και «βάλε πόσες ρίζες πίσω». Αυτή η αντιπαλότητα, ανάμεσα στον αληθινό εαυτό του και στις νόρμες της οικογένειας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας, όχι μόνο δημιουργεί ένα μεγάλο ρήγμα στον εσωτερικό του κόσμο αλλά τον αναγκάζει να ζει μέσα σε δύο εαυτούς,- ήδη σαν απειλητική σκιά το «άλλο εγώ» μέσα του έχει  εμφανιστεί.

Ads

Το «άλλο εγώ» του είναι ο τιμωρός, ο σκληρός και δύστροπος εκπαιδευτής. Αυτός που προστάζει να γίνεται το σωστό σύμφωνα με τις κοινωνικές συμβάσεις. Έτσι ο ένας προστάζει και ο άλλος αγόγγυστα με «σκυμμένη τη ράχη» υπακούει.

Οι λέξεις μάχες, πόλεμος, σπαθί, μαχαίρι, σουγιάς, χαρακώματα, πέτρες, επαναλαμβάνονται συχνά στην αφήγηση. Αντί για γαλήνη και ισορροπία ένας διαρκής πόλεμος διεξάγεται ανάμεσα στον διχοτομημένο εσωτερικό εαυτό του πρωταγωνιστή. Επιπλέον ακατάπαυστα με μάχες πρέπει να αποκρούει τις εξωτερικές πιέσεις που δέχεται από κάθε λογής εχθρούς. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον νιώθει αλλοτριωμένος, κυνηγημένος, στριμωγμένος στο περιθώριο. Βρίσκεται στα όρια της ζωής και του θανάτου. Συνηθίζει στην πίκρα και στο φαρμάκι ουσιαστικά στο χάος της πορείας του μέσα στο ψέμα.

Όμως με τα χρόνια αυτή η πορεία συσσωρεύει μούχλα, χάσκουσες πληγές, ξερολιθιές και βράχια στέρησης. Και πάλι ένας φόνος βγαίνει στο προσκήνιο. Ο τιμωρός, ο «άλλος εγώ» επείγει να ριχτεί στα τάρταρα για να επέλθει η απελευθέρωση της αληθινής ζωής, και αληθινή ζωή σημαίνει απελευθέρωση της επιθυμίας. Ο παράδεισος πλέον για τον πρωταγωνιστή είναι να γευτεί τους πλούσιους χυμούς της
ζωής μέσα από τις επιθυμίες και ανάγκες του, που τόσα χρόνια ήταν απαγορευμένες.

Θέλει να λουστεί με «ορμή και οξυγόνο» , ερωτικοί άνεμοι να τον τυλίξουν, να «τρυπώσουν μέσα στα μαλλιά και στο άσπρο του πουκάμισο», μικρές ηλεκτροφόρες εκρήξεις να βγάλουν εκτός μάχης τις ενοχές και αντιστάσεις του. Περιμένει να ξαναγεννηθεί γιατί στην επιθυμία ό,τι δεν μοιράζεται «αφάγωτο μένει». Μέσα από τον καινούργιο απελευθερωμένο εγώ  του μπορεί να νιώσει για πρώτη φορά ενωμένος  με το σύμπαν και όλα τα πλάσματα γύρω του, επιτέλους « να αγαπήσει και να σπλαχνιστεί τον ίδιο του τον εαυτό». Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι θα του έρθουν όλα βολικά, κι  ότι άμεσα θα  εμφανιστεί κάποιο θαύμα που θα εξαφανίσει το σαράκι της μοναξιά του. Ενδέχεται και να πνιγεί, όμως τουλάχιστον θα  έχει ζήσει μέσα στο φως της ζωής που τόσο του έλειπε. Δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι με τον ξαναγεννημένο εαυτό του επέρχεται και η συμφιλίωση με τους γονείς του, αρκετά με τον πατέρα και σε απόλυτη αρμονία με τη μητέρα.

Το βιβλίο της Στρίγκου, με στέρεα και ώριμη γραφή, εναργή παραστατικότητα και πρωτότυπες συλλήψεις, αποτελεί ένα είδος μαρτυρολογίου για τα δεινά που υφίσταται ένα πρόσωπο που έρχεται σε δραματική ασυμφωνία με τις κυρίαρχες συμπεριφορές της κοινωνίας. Είναι άμεσα αντιληπτή η τραχύτητα των καταστάσεων και αναπόφευκτα το ύφος των εκφραστικών μέσων  γίνεται όχι μόνο τραχύ, αλλά και ωμό, απερίφραστα τολμηρό.
Ο πρωταγωνιστής μέσα από την τεταμένη σχέση με τον εαυτό του και το περιβάλλον του συνειδητοποιεί την ατομικότητά του και παλεύει να βρει μια διέξοδο για την τραυματισμένη εσωτερική του ζωή. Γιατί το ζητούμενο είναι με ένα ολόκληρο, ολοκληρωμένο εγώ να «χυθεί σαν διάπυρη ύλη» και να κυνηγήσει όσα επί χρόνια στερήθηκε, «να νιώσει τον ήλιο να παίζει μουσική εντός του και τη σελήνη να τον ονειρεύεται».