Όταν έγραφε ο Καζαντζάκης την αυτοβιογραφία του, την ονόμασε Αναφορά στον Γκρέκο, απευθύνοντάς την στον μεγάλο κρητικό πρόγονό του, τον ξενιτεμένο πατριώτη του, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης απευθύνεται, παρόμοια, σε έναν άλλο μεγάλο, που κατέκτησε τον κόσμο, τον στρατηλάτη που περιπλανήθηκε στα βάθη της Ασίας και ίδεν άστεα και νόον έγνω, τον Αλέξανδρο. Ο ήρωάς του είναι κι αυτός ένας περιπλανώμενος, ένας Νομάδας. Έχει βέβαια σταθερό σημείο αναφοράς, που λειτουργεί ως πυξίδα, την πατρίδα του, το σπίτι του και μια μάνα που τον περιμένει. Η Πενταλιά, η μικρή πατρίδα του ήρωα, επανέρχεται συνεχώς στη σκέψη του, παρόλο που δεν τον κράτησε στη ζεστή, μυρωδάτη, αρωματισμένη από τις αμυγδαλιές, αγκαλιά της. Πατρίδα του έγινε ο κόσμος και δρόμος του η αναζήτηση της ψυχής του (Πού να βρω την ψυχή μου, το τετράφυλλο δάκρυ)…

Ads

Το Β’ μέρος της τριλογίας Νομάδας του Στέφανου Κωνσταντινίδη αποτελεί τη συνέχεια αυτής της περιπλάνησης που αρχίζει με το Α΄ μέρος. Χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα, αλλ’ είναι στην ουσία μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, στην οποία ενσωματώνονται οι αγώνες, οι ελπίδες, τα όνειρα αλλά και οι απογοητεύσεις, τα οράματα και οι ιδέες του συγγραφέα. Είναι μια  πνευματική καταγραφή όσων σημάδεψαν την πορεία του στη ζωή, ένα εσωτερικό οδοιπορικό προς τη γνώση και, ως εκ τούτου, στην αυτογνωσία. Από τις σελίδες αυτής της αναζήτησης αναβρύζουν οι σκέψεις του, οι πολιτικοί, κοινωνιολογικοί και υπαρξιακοί προβληματισμοί του, οι στοχασμοί του για όσα χάραξαν την ιστορική διαδρομή της μεταπολεμικής Κύπρου και Ελλάδας, αλλά και, γενικότερα, τα πάθη και οι αγωνίες των ανθρώπων.

Το βιβλίο αρχίζει με αναφορά στον γυρισμό του ήρωα στην Πενταλιά την άνοιξη, όπως και στον Α΄ τόμο.  Ο αφηγητής φαντάζεται αυτό τον γυρισμό όπως του Αλέξανδρου μετά τα Εκβάτανα, τα Σούσα και τη Βαβυλώνα. Στο Α’ μέρος της τριλογίας, παρακολουθήσαμε τα παιδικά χρόνια του ήρωα αφηγητή, τις δυσκολίες της γέννησής του, της επιβίωσης της οικογένειάς του, της πρώτης αγάπης του με τα γράμματα στο Κολλέγιο Πάφου, αλλά και τους αγώνες του ενάντια στους Άγγλους και μετά, όταν ήταν φοιτητής στην Αθήνα, εναντίον των συνθηκών Ζυρίχης- Λονδίνου. Χρόνια δίσεκτα, ένας Γολγοθάς η επιβίωση και ο απογαλακτισμός από τη μητρική αγκαλιά (κυριολεκτικά από τη μάνα και μεταφορικά από την πατρίδα) και μια πνευματική πορεία προς την ελευθερία και τη γνώση. Μια διαρκής δίψα για ιδέες και οράματα.

Στο Β΄ μέρος της τριλογίας η αναζήτηση αυτή δεν σταματά, μόνο που συνεχίζεται πιο μοναχικά. Η αίσθηση της εντοπιότητας εξακολουθεί να είναι παρούσα και οι αναφορές στην Πενταλιά και την Κύπρο αναδύονται συνεχώς από τις σελίδες του βιβλίου. Όμως, ο κόσμος του ήρωα διευρύνεται και το αφηγηματικό εγώ αναζητεί περισσότερο γεωπολιτικό χώρο, διεκδικεί περισσότερα από τη ζωή. Η περιδιάβαση συνεχίζεται από την Αθήνα στο Παρίσι σε χρόνια δύσκολα, στα χρόνια της δικτατορίας. Και ο μύθος προχωρεί με την έμφαση πότε στην ατομική περιπέτεια και πότε στη συλλογική. Η ατομική έχει ως κυρίαρχο μοτίβο την επιστροφή στην Πενταλιά, εκεί όπου πάντοτε τον περιμένει η μάνα και οι ολάνθιστες μυγδαλιές του τόπου του. Η ιστορία, άλλωστε, δε γράφεται μόνο με το μυαλό αλλά και με τις αισθήσεις. Κι ενώ ο ήρωας νιώθει τη φλόγα των πολιτικών γεγονότων να τον κατακαίει και προσπαθεί να τα καταγράψει για να μην ξεχαστούν, όπως έκαναν ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, νιώθει την προσωπική του μοίρα αξεδιάλυτα δεμένη με τη μοίρα του τόπου όπου βρίσκεται, είτε στην Κύπρο είτε στην Ελλάδα είτε στη Γαλλία. 
Μόνο που ο Νομάδας δεν είναι ιστοριογραφία ή ρομαντική λογοτεχνία.

Ads

Είναι μια μεταμοντέρνα αφήγηση που δείχνει ολοφάνερα τον επίπονο αγώνα του συγγραφέα με τη γραφή. Ό,τι ξεχωρίζει το βιβλίο είναι ακριβώς αυτή η συνεχής αυτοκριτική του συγγραφέα με το είδος που γράφει (το μυθιστόρημα), τα όρια της γραφής και οι προβληματισμοί αν «αντέχει» το μυθιστορηματικό είδος στοχασμούς, γνώσεις και φιλοσοφικές συζητήσεις. Η απάντηση που δίνει ο αφηγητής είναι πως ναι. Το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο η καταγραφή μιας ιστορίας μέσα στον χρόνο, είναι και ένας διάλογος του συγγραφέα με την εποχή του και τον κόσμο. Όπως λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του: «το υλικό με το οποίο οικοδομείται [η μυθιστορηματική γραφή] προέρχεται από βιώματα, από ακούσματα και διαβάσματα και από την φαντασία. Σε τελική ανάλυση η φαντασία επεξεργάζεται βιώματα, ακούσματα και διαβάσματα, τα αναπλάθει και τα αναδημιουργεί, προσθέτει και τη δική της οπτική και οικοδομεί μια ιστορία, ένα αφήγημα που εκφράζει μια εποχή και τον κόσμο της. […] Είναι το χρονικό μιας εποχής από την οπτική γωνία της λογοτεχνίας. […] Θα έλεγα ότι ισορροπώ μεταξύ πραγματικότητας, προσωπικής και ιστορικής, και μυθοπλασίας.»

Συνεχίζοντας το νήμα της αφήγησης, παρακολουθούμε τον ήρωα από την Πενταλιά να κατευθύνεται στο Παρίσι με σταθμό την Αθήνα. Όπως η διαδρομή του ήρωα απέχει πολύ από το να είναι ευθύγραμμη, έτσι και η αφήγηση περιέχει πολλές παρεκβάσεις που σχετίζονται με πρόσωπα, πολιτικά γεγονότα, ονόματα παράξενα και άλλα, τα οποία δίνουν την ευκαιρία στον αφηγητή να καταγράψει τους  στοχασμούς του. Για παράδειγμα, η παρέκβαση για τη θεία Σαβού:

«Η μοίρα των ανθρώπων είναι τραγική πολλές φορές. Σήμερα που το γράφω σκέφτομαι πολύ τη μοίρα της θείας Σαβούς. Τη μοίρα χιλιάδων ξεριζωμένων γυναικών σαν τη θεία Σαβού. Τη δική μας μοίρα. Είμαστε όλοι ξεριζωμένοι από κάπου. Μετανάστες, πρόσφυγες, «λαθρομετανάστες», εποχιακοί εργάτες από τη Συρία, τη Ρουμανία, οικιακές βοηθοί από τις Φιλιππίνες, τη Σρι Λάνκα, το Βιετνάμ.
Απολιθωμένα όνειρα πλανιούνται, μέρες ολόκληρες, κάθε αυγή, πάνω από την Πενταλιά. Η γεωπολιτική των ονείρων, μια γοητευτική αναζήτηση, δοκίμιο μελαγχολίας.» (σελ. 37-38).

Έτσι, με το σκεπτικό ότι η ιστορική πραγματικότητα αποτελεί σημαντικό υλικό για ένα μυθιστόρημα, ο αναγνώστης ενημερώνεται π.χ. για την πολιτική κατάσταση στη Γαλλία, ιδίως για τον γκωλισμό στο τέλος της δεκαετίας του 1950 ως τον Μάη του 1968. Η βαθιά  κοινωνιολογική παιδεία του συγγραφέα προσθέτει ένα ακόμα πλεονέκτημα στη συγγραφή: τις πολύπτυχες εμβαθύνσεις σε σημαντικά κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα, λ.χ. για τον ρόλο των μεγάλων ανδρών στη διαμόρφωση της Ιστορίας, τη σχέση των ανθρώπινων έργων με τις οικονομικές και κοινωνικές δομές,  κ.ά.

Είναι η εποχή που το Κυπριακό βρίσκεται στην κρισιμότερη φάση του, στη διαπάλη μακαριακών και γριβικών, λίγο πριν από την εισβολή και την εξέγερση του Πολυτεχνείου (1973). Ακολουθούν τα τραγικά γεγονότα του Ιουλίου του 1974, με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Η αφήγηση των γεγονότων διαπλέκεται με την αγωνία του ήρωα, που βρίσκεται στο Παρίσι, στη Σορβόννη, για μεταπτυχιακά, μακριά από τον τόπο του, και πληροφορείται μέσα από  συγκεχυμένες πληροφορίες τι γίνεται στην πατρίδα του.

Ο Θουκυδίδης είναι ο γνώμονάς του για την κατανόηση των ραγδαίων ιστορικών εξελίξεων. Η λεπτομερής πολιτική ανάλυση με την περιγραφή των πολιτικών κινήσεων των ηγετών της Κύπρου και της Ελλάδας, ο ρόλος των κομμάτων, ιδίως του ΑΚΕΛ, οι μικροϊστορίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα της εισβολής, των ξεριζωμένων, των στρατιωτών που πολέμησαν στην πρώτη γραμμή, όλα αυτά που ενσωματώνονται στην αφήγηση μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμο υλικό και για τον ιστορικό, λόγω της βιωματικότητας των εμπειριών που καταγράφονται. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι και το περιεχόμενο των συνθημάτων και γκράφιτι που αποθησαύρισε ο αφηγητής από την εποχή του Μάη του 1968, όπως λ.χ.:

Κηρύξατε την πόλη σε κατάσταση διαρκούς ευτυχίας
Πρόσεξε, τα αυτιά σου έχουν τοίχους
Ελευθερία είναι το δικαίωμα στη σιωπή κ.ά.

Παρέμβλητο και το προσωπικό μυθιστορηματικό υλικό: η ενίοτε ανταγωνιστική και τρικυμισμένη σχέση του ήρωα με την Ανδρομάχη και τον Ιάσονα, το παιδί τους,  τα επαγγελματικά ταξίδια στο Λονδίνο, η επιστροφή στην Κύπρο και μετά πάλι στο Παρίσι. Ο δρόμος για τα Εκβάτανα είναι μακρύς, όπως λέει ο ήρωας, συνοδεύοντας τη διαπίστωσή του με ένα ποίημα:

Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω
Πάλι εξόριστος και χάνομαι στην πόλη
ένας ακτήμονας της νύχτας μοναχός
ναυαγισμένος Τειρεσίας σε φορμόλη
σφάζουν κριάρια και σηκώνεται αχός
Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα
[…]

Σημαντική είναι και η γνωριμία του αναγνώστη μέσα από το βιβλίο με την ελληνική διανόηση του Παρισιού, με όσους, δηλαδή, κατέφυγαν στη  Γαλλία επί χούντας, αλλά και με τους Γάλλους φιλοσόφους και λογοτέχνες, όπως τον Σαρτρ και τον Προυστ, κι ακόμα με τα σημαντικότερα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του 1960-1970 (το φοιτητικό κίνημα, ο Μάης του 1968, η επανάσταση των Γαρυφάλλων κ.ά).
Η αφήγηση ολοκληρώνεται σε πιο προσωπικό επίπεδο με τους προβληματισμούς του ήρωα για το μέλλον του μετά την ολοκλήρωση της διατριβής του, προοικονομώντας τη συνέχεια της περιπλάνησης. Στο τέλος του βιβλίου ενσωματώνονται υπό μορφή σημειώσεων οι στοχασμοί του αφηγητή για το πολιτικό και πνευματικό κλίμα της εποχής, αλλά και για το μυθιστόρημά του. Το αφήγημα κλείνει κυκλικά με την Πενταλιά: τη διχοτόμησή της σε παλιά και νέα, τις εμπορικές και άλλες ενασχολήσεις των Πενταλιωτών καθώς και των κατοίκων του Αμιάντου και τη συνέντευξη ενός φωτισμένου υπερήλικου, που στη νεότητά του έφερε τις αριστερές ιδέες στην Πενταλιά. Ο επίλογος του βιβλίου αποτελεί μια φιλοσοφική ενατένιση της ανατρεπτικής πορείας της ιστορίας και μια έμμεση δήλωση του αφηγητή ότι θα εξακολουθήσει να κυνηγά, σαν τον Δον Κιχώτη, τα ιδανικά του. Ή, όπως αλλιώς, το είπε ο Καζαντζάκης, το «γαλάζιο πουλί» του τόπου του.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου αναρωτιέμαι τι ξεχωριστό κομίζει το μυθιστόρημα του Στέφανου Κωνσταντινίδη, για το οποίο αξίζει να διαβαστεί. Πρώτα από όλα, στις σελίδες του είναι κλεισμένη η ψυχή της Κύπρου τόσο με την ευρύτερη έννοιά της όσο και με τη στενότερη, αυτήν της μοναδικής σχέσης που συνδέει τον άνθρωπο με την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ακόμα, είναι η βαθιά παιδεία του συγγραφέα, όλος αυτός ο αποθησαυρισμένος πλούτος του για την εικοσαετία 1960-1980, ιστορικός, κοινωνιολογικός, πολιτικός, ιδωμένος από τη σκοπιά ενός ανήσυχου και ευαίσθητου ατόμου που ζει σε ταραγμένη εποχή, στο β΄ μισό του 20ου αιώνα, και έρχεται σε επαφή με σπουδαία κινήματα και στοχαστές, εκείνους που συνέβαλαν στη γέννηση των επαναστάσεων και διαμόρφωσαν την αριστερή και φιλελεύθερη σκέψη. Ενώ γεννιέται σε ένα μικρό αλωνάκι, την Πενταλιά Πάφου, η δίψα του για μόρφωση και περιπλάνηση ανοίγουν κατά πολύ τον γεωπολιτικό του «χώρο». Εντυπωσιάζει, επίσης, η βαθιά πολιτική συνείδησή του που, σε συνδυασμό με τις πολύχρονες σπουδές του στη φιλολογία, φιλοσοφία και κοινωνιολογία, τον οδηγούν σε λεπτές εμβαθύνσεις σε καίρια πολιτικά ζητήματα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μεταμοντέρνα γραφή του, τα αυτοσχόλιά του και ο συνεχής διάλογος με τον αναγνώστη για τις τεχνικές του μυθιστορήματος. Απόρροια της μεταμοντέρνας γραφής που εκπλήσσει, ιδίως στην αρχή της ανάγνωσης, είναι ο συμφυρμός του χρόνου, παρόντος και παρελθόντος. Ο συγγραφέας ανατρέπει συνεχώς τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων. Ο «μύθος» δηλαδή αναπτύσσεται χωρίς σταθερό σημείο αναφοράς, παρά μόνο την επιστροφή του ήρωα στην Πενταλιά. Δεν υπάρχει ένα story που ξετυλίγεται με κάποια χωρική ή και χρονική σειρά, αλλά συνεχείς παρεκβάσεις, παρέμβλητες αφηγήσεις ή μετα-αφηγήσεις. Ο νοηματικός ιστός είναι το ξετύλιγμα των σκέψεων του αφηγητή για όσα ζει και με όσα ή όσους έρχεται σε επαφή. Έτσι, το βιβλίο επιλέγει να ξεφύγει από τον φορμαλισμό και να χαλαρώσει την ιεραρχία των γεγονότων, χωρίς να οδηγηθεί ωστόσο σε περιπλοκότητα ή ασάφεια, παρά μόνο σε μια ενδιαφέρουσα ποικιλομορφία. Στην πορεία της αφήγησης ενσωματώνονται συνειδητά πλήθος πληροφοριών για άλλα πρόσωπα και καταστάσεις. Τα πάντα είναι θεμιτά και συνυπάρχουν, ενώ τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και τη μη μυθοπλασία γίνονται ρευστά.

Τυπικά μεταμοντέρνο το κείμενο, αρνείται την παντογνωσία και εμπλέκεται σε έναν διάλογο ανάμεσα σε μια αφηγηματική φωνή (που ανήκει τυπικά στον ήρωα) και τη φωνή ενός αυτοδιηγητικού αφηγητή, που ενίοτε εγκαταλείπει το πρόσχημα της «φωνής», ανακαλώντας τον συγγραφέα.
Πάντως, με αυτό το μυθιστόρημα του Στέφανου Κωνσταντινίδη επαναπροσδιορίζεται η αναγνωστική απόλαυση, ο λόγος για τον οποίο διαβάζουμε λογοτεχνία. Μόνο για να γοητευθούμε από την πλοκή ή την εκφραστική δύναμη του βιβλίου; Σίγουρα διαβάζοντας αναζητούμε στο μυθιστορηματικό περιεχόμενο ανάλογες εμπειρίες. Όμως αυτού του είδους η απόλαυση προϋποθέτει και αιτιότητα στην πλοκή; Νομίζω πως όχι. Απολαμβάνεις τη συνεχή και απρόβλεπτη εναλλαγή, τον διάλογο με τον αναγνώστη, τις αλλεπάλληλες μετατοπίσεις του ήρωα. Και γενικά με όλα αυτά, το βιβλίο κρατάει ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη, που περιμένει εναγωνίως τη συνέχεια, δηλαδή τον τρίτο τόμο της περιπλάνησης και την ολοκλήρωση της τριλογίας.