Στο Πετρονήσι, στο νοτιανατολικότερο άκρο της Ελλάδας, γεννιέται ένα παιδί που χάνει τη μητέρα του πάνω στη γέννα. Ο βοσκός πατέρας του, άγριος και ακοινώνητος, θα το κρύψει σε μια στάνη ψηλά στο βουνό και θα το μεγαλώσει με τα ζώα, χωρίς ποτέ κανείς να πληροφορηθεί την ύπαρξη του.

Ads

Ο Χαδιώτης Βασιλάς, ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος «Το Ρίφι» του Μηνά Βιντιάδη (Ελληνικά Γράμματα), δεν θα βγάλει ταυτότητα, δεν θα πάει σχολείο, δεν θα συναντήσει άνθρωπο.

Πρόβατα, κατσίκια, μουλάρια, σκυλιά και πουλιά του κρατούν παρέα στο μικρό του σύμπαν, που συμπληρώνεται από χωράφια με ελιές, σιτάρια, κριθάρια και μελίσσια.

Μόλις κλείνει τα 18 γίνεται η μεγάλη ανατροπή στη ζωή του. Η κοινωνία ανακαλύπτει την ύπαρξή του, τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν πάνω του, η Επιστήμη και το Θέαμα τον διεκδικούν κι εκείνος γνωρίζει μια ζωή που δεν φανταζόταν, τον έρωτα και, κυρίως, μέχρι που φτάνει η δύναμη του μυαλού του.

Ads

Ο Μηνάς Βιντιάδης, στο καλύτερο -κατά την προσωπική μου γνώμη- μυθιστόρημα  του έως σήμερα, κάνει μια καταβύθιση στην αγνότητα της πρωτόγονης ζωής σχολιάζοντας ταυτόχρονα την εγκατάλειψη των απομακρυσμένων τόπων της χώρας, όπως είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του η Κάσος, στην οποία αποτίει φόρο τιμής με το «Ρίφι».

image

Αναγκάζει τον αναγνώστη να εμβαθύνει ξανά και ξανά πάνω στην έννοια του πολιτισμού, των άνισων ευκαιριών που δίνονται στους ανθρώπους και των δυνατοτήτων του ανθρώπου να υπερπηδήσει τελικά τα όποια εμπόδια, για να δικαιώσει τη διαδρομή του στον σύντομο αυτόν βίο. Η συνέντευξη που ακολουθεί έγινε εξ αποστάσεως, αφού βρίσκεται στην Κάσο για την οποία μιλά πάντα με ιδιαίτερο πάθος αλλά και με την ίδια στοργή με την οποία περιβάλλει τους ήρωες του.

Ένα από τα πρώτα πράγματα που διαπιστώνει κανείς, είναι πως μας μεταφέρεις στο Πετρονήσι περιγράφοντας ταυτόχρονα τι συνέβαινε στον συγκεκριμένο χρόνο στην ανθρωπότητα υπογραμμίζοντας το πολιτισμικό χάσμα. Είναι ένας λόγος αυτός που έγραψες το βιβλίο; Η ανάδειξη αυτής της βραδύτητας της εξέλιξης εκεί;

Αν είσαι σ’ ένα μικρό νησί ή ένα ορεινό χωριό, και σήμερα ακόμα, όσα συμβαίνουν στις μεγαλουπόλεις ή στις άλλες ηπείρους σου φαίνονται τόσο ξένα και μακρινά. Αυτές τις μέρες που βρίσκομαι στην Κάσο, μπαίνω κάθε μέρα στο διαδίκτυο, ληστείες, φόνοι, παράλογη χρήση βίας, σεισμοί, ηφαίστεια να χύνουν λάβα, πολιτικοί να τσακώνονται, ψευτοστάρ της τηλεόρασης να χωρίζουν κι άλλα πολλά. Την ίδια ώρα η γειτόνισσα μου η Πόπη μαζεύει τ’ αυγά και μου τα φέρνει, ο Φιλιππής περνάει με το γαϊδουράκι του να πάει στα ζώα και  με καλημερίζει γελαστός, ο Ηλίας σταματά έξω από τον στάβλο μου για να μου φέρει ψωμί και τα πιτσιρίκια μαζεύουν λουλούδια για τον Επιτάφιο. Και στο καφενείο χτες κουβεντιάζαμε όχι για την τεχνητή νοημοσύνη, μα για το καινούργιο καράβι που δεν μπήκε ακόμα.

Πολίτες του Κόσμου είμαστε κι εμείς, μα περισσότερο Άνθρωποι της Πέτρας…

Από την άλλη το ίδιο το θέμα του βιβλίου σου, το μεγάλωμα ενός δικού σου Μόγλη στο Πετρονήσι από τον άγριο πατέρα του, αναδεικνύει και την κρυφή γοητεία της απομόνωσης και της αθωότητας. Είναι σαν να παλεύουν μέσα σου δυο φωνές. Η μία που θέλει να σπρώξει το Πετρονήσι προς τη δύση και η άλλη που θέλει να το αφήσει στην ησυχία του.

Συχνά πυκνά, κουβεντιάζουμε το θέμα της  τουριστικής ανάπτυξης της Κάσου, βλέποντας και τον χαμό που γίνεται στην απέναντι Κάρπαθο. Εδώ, μόνο τον Αύγουστο γεμίζει το νησί με κόσμο κυρίως Κασιώτες της διασποράς και κάποιους που αναζητούν κάτι ξεχωριστό. Εμείς θέλουμε κόσμο τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο, τον χειμώνα, ανθρώπους που θέλουν να ζήσουν μια ξεχωριστή εμπειρία με τη φιλοξενία, την κουζίνα, τις μουσικές μας, την ομορφιά της φύσης.

Μια φωνή παλεύει μέσα μου, θέλουμε καλύτερες συγκοινωνίες,λογική τουριστική ανάπτυξη, κίνητρα να μείνουμε εδώ, απαιτούμε το βλέμμα της κεντρικής εξουσίας να είναι στραμμένο στις άκρες του χάρτη. Αυτό κάνει στο ‘Ρίφι” ο ήρωάς μου, αυτό κάνω κι εγώ ως δημοσιογράφος και συγγραφέας κάθε στιγμή.

Η αποκάλυψη του «έξω κόσμου» του ήρωα σου στα 18, γίνεται αφού μας έχεις δείξει πως έχει στοιχηθεί η μια γενιά πίσω από την άλλη, πως έχει σπρώξει η οικογενειακή, η κοινωνική και ιστορική βία τους ήρωές σου στους μονοδρόμους τους.

Ο “Εξω Κόσμος” είναι ένα βήμα μετά την αθωότητα, το πιο μεγάλο βήμα για να καταλάβεις ποιος ήσουν χθες και ποιος θα είσαι αύριο. Όλοι μας από κάπου ερχόμαστε με γονικά διδάγματα, ήθη κι έθιμα, έναν προσωπικό πολιτισμό. Που πάμε; Τι θα γίνουμε; Τι θα παραχωρήσουμε από τις λάθος ή τις σωστές αξίες που μας κληροδότησαν; Και κυρίως, τι προσόντα έχουμε σ’  αυτή την άδικη συνθήκη ζωής να πετύχουμε και να κερδίσουμε το προσωπικό μας στοίχημα; Ποιοι “χαμένοι από χέρι” μπορούν να κάνουν την υπέρβαση; Ποιοι “αντιήρωες”  θα σώσουν την παρτίδα; Οι άνθρωποι του βιβλίου μου στέλνουν ένα μήνυμα: το μεγαλείο της ψυχής νικά τα συμβατικά δεδομένα που θέτει η κοινωνία.

Γράφεις κάποια στιγμή «Η πιο άδικη επιστήμη είναι η ιστορία» Ποιος καθόρισε τελικά τη μοίρα του αλλά και τον τρόπο που ανακάλυψε έναν νέο κόσμο κάνοντας ταξίδι στο χρόνο;

Η Ιστορία δεν είναι μόνο άδικη απέναντι στους ήρωες του νησιού, στη μεγάλη θυσία του ‘21, στην εξαίρεση των Δωδεκανήσων από την ελεύθερη Ελλάδα, αλλά είναι άδικη και προς τα παιδιά που γεννιούνται εδώ σε σχέση με εκείνα των πόλεων. Κανένας δεν καθορίζει τη μοίρα του, μπορεί, όμως, να της πάει κόντρα όταν εκείνη θέλει να παίξει παράξενα παιχνίδια. Κάποιες, έστω λίγες, φορές θα τα καταφέρει και τότε είναι μια νίκη της ψυχής μας. 

Ο Χαδιώτης μοιράστηκε τελικά σε δύο κόσμους. Κράτησε και τον παλιό, βούτηξε και στον νέο. Πόσο μπορούμε να διαφυλάξουμε μια ελάχιστη αθωότητα στον σύγχρονο κόσμο;

Με υψηλό κόστος, με πολλές παραχωρήσεις, αλλά επειδή πάντα “πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία’’, λίγο οι αναμνήσεις, λίγο οι άνθρωποι μας θυμίζουν από που ξεκινήσαμε.

Χωρίς να είναι αυτοβιογραφικό το βιβλίο, το βίωσα ως τέτοιο ως αναγνώστρια. Είναι η σχέση σου με τον τόπο σου, είναι μια ωδή στους ανθρώπους της κοινότητας σου και της ιστορίας σου.

Έτσι ακριβώς, το μικρό νησί μου, ειδικά τώρα που ξαναγύρισα και περνάω πολύ καιρό, είναι ο κόσμος μου. Όλοι γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο, λέμε καλημέρα, μοιραζόμαστε τους φόβους, τις χαρές και τις λύπες μας. Ο θάνατος εδώ είναι πρωτοσέλιδο – για να θυμηθώ και την επαγγελματική μου ιδιότητα- τα έθιμα κι οι διδαχές των γονιών μας καθορίζουν τη στάση ζωή μας, τις αρχές μας. Τους αγαπώ αυτούς τους ανθρώπους, ειδικά τις μεγάλες γυναίκες με τα τσεμπέρια και τα ροζιασμένα χέρια και τους άντρες με τα μουστάκια και τα κασκέτα, αυτοί κάθε φορά που φεύγω με δυο τρεις κουβέντες μ’ οπλίζουν με θάρρος και με δύναμη να βγω στον “Έξω Κόσμο” που λέγαμε πριν…