Οι καλύτερες ιστορίες γράφονται στα μπαρ. Τις μικρές ώρες που κοιμάται η πόλη, όλη η ζωή τριγυρνά μεθυσμένη εκεί. Ρωτά όπως η γοργόνα του μύθου, αν τάχα ζει ο αγαπημένος της. Κανείς δεν τον γνωρίζει, καθένας χαμένος μες στις απειλές και τους κινδύνους της ζωής του, κρατά την σιωπή για δική του και ησυχάζει. Η ζωή κουρασμένη από τα όχι και από τις σκληρές συνθηκολογήσεις βρίσκει μια γωνιά με στο κακόφημο το μαγαζί. Και εκεί, ανάμεσα σε άλλους που βαθιά πονούν, γυρεύει να βάλει σε τάξη την ψυχή της την ίδια.

Ads

Οι ιστορίες συνεχίζουν να καίγονται μες στο φθηνό ουίσκι. Οι ιστορίες που κατοικούν τα μπαρ του κόσμου ίσαμε το πρωί θα έχουν πνιγεί σε έξι δάχτυλα φτηνό πιοτό. Μέχρι τότε θα έχουν προλάβει δίχως αμφιβολία να σώσουν ότι μπορούν. Κρυμμένες μες σε συρτάρια και καρδιές και ποιήματα, θαμμένες μες στις σελίδες της νουβέλας του Μιχάλη Σκολιανού οι ιστορίες του μπαρ αναζητούν κάπου να πουν τον καημό τους.

Σαν και την δική του γραμμένες στο περιθώριο της ζωής, πάνω στο πεντάγραμμο της νύχτας που είναι σύρματα αγριεμένα, υπάρχουν πολλές ιστορίες. Και όμως στην καινούρια έκδοση του Βακχικόν η αλήθεια μπερδεύεται με το ψέμα και έτσι κανείς δεν γνωρίζει αν τάχα όσα ο συγγραφέας αφηγείται στην ολοκαίνουρια νουβέλα του, συνιστούν προϊόντα κάποιας αλήθειας ή πάλι οράματα τραγικά, καμωμένα από όνειρο, ουρανό και αλκοόλ. Δεν έχει τέλος ευτυχισμένο αυτή η νουβέλα μονάχα έναν κλειστό, προσωπικό επίλογο και μια μετέωρη επιθυμία.

image

Ads

Κανείς δεν ξέρει αν η φαντασίωση του Μιχάλη Σκολιανού, εκείνο το ολομόναχο κορίτσι, -σαν στίγμα η ομορφιά της μες στον κόσμο-, ανταποκρίνεται σε μια εμπειρία βιωμένη ή πάλι αποτελεί το τραγούδι ενός μοναχικού ονειροπόλου. Κανείς δεν ξέρει αν εκείνο το κορίτσι συνιστά αποκύημα κάποιας φαντασίας ή μια τρομερή ομορφιά καμωμένη από υλικά απόκοσμα και νύχτες ερεθιστικές. Δισταγμοί, δεύτερες σκέψεις, ένας κλειδωμένος εαυτός, η ευκαιρία που ξεθωριάζει εκεί εμπρός στα μάτια του, όλα φέγγουν σαν καύτρες μες στο ημίφως. Και εκεί μες στο τρομερό σκοτάδι, σε ένα μωβ μαγαζί, σκέτο χάραμα σαν το εξώφυλλο του βιβλίου, δίχως διεύθυνση και αριθμό ο κεραυνός χτυπά το φτερό του ανθρώπου. Και ποιος να υποψιαστεί πως μες στα μάτια εκείνου του άνδρα που τα στεφανώνουν μαύροι κύκλοι, κατοικεί μια ανθισμένη φαντασία. Έχει γυρτούς του ώμους του κάτω από το βάρος της μοναξιάς, το πρόσωπό του μαρτυρά πως κάποτε και οι πεθαμένοι διψούν και σέρνουν τα βήματά τους στα παραμάγαζα της πιο άγριας νυχτιάς. Το πανωφόρι του έχει πάνω του βροχές, χιόνια, καιρούς σκοτεινούς, έρωτες ανεκπλήρωτους, όνειρα θαλερά και κορίτσια ιδανικά, σαν οράματα που παραμένει άγνωστο αν τα έπλασαν τα ρομάντζα του νου ή κάποτε υπήρξαν πλάι μας, γύρω μας, παντού, σαν στίχοι τζαζ, γραμμένοι της ελευθερίας και του θανάτου.

Ένας νεαρός τριάντα χρονών, μεθυσμένος σε ένα μπαρ, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του να πάει να μιλήσει σε μια κοπέλα που (νομίζει) ότι τον κοιτάζει.

Μια νουβέλα για την προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να βρει την θέση του σε έναν απρόσωπο κόσμο, μα κυρίως ένα βιβλίο για την απώλεια και την αναζήτηση της αγάπης ως υπαρξιακή ανάγκη, αναφέρει στο οπισθόφυλλο της έκδοσης. Ο Μιχάλης Σκολιανός έρχεται να προσθέσει την νουβέλα του πλάι στα έργα του εσωτερικού μονολόγου. Όπως το Έδρεψε Δάφνες του Εντουάρ Ντυζαρντέν που στον καιρό του αποτέλεσε ένα δείγμα της λογοτεχνικής πρωτοπορίας. Αμείλικτα διλήμματα, λανθασμένες εκτιμήσεις, πρόχειροι ή εξοντωτικοί υπολογισμοί, χαρίζουν φτερά ή πάλι κορυφώνουν την θυελλώδη ακινησία του κεντρικού ήρωα.

Μια εσωτερική αναζήτηση, δομημένη από την λογική, την ειλικρίνεια, την τρυφερότητα, την μοναξιά, το συναίσθημα, την ανιδιοτελή αγάπη συμπυκνώνει την ατμόσφαιρα της νουβέλας «Στο κεφάλι μου» (από τις εκδόσεις Βακχικόν). Ο Μιχάλης Σκολιανός, αφήνει κατά μέρος την ιδιότητα του καθηγητή και αναμετράται με τους δισταγμούς και με τις ερινύες του στο έξοχο, ψυχολογικό του αφήγημα που παραμένει ένας οικείος αγώνας για τον καθένα εκεί έξω. Για τον καθένα που μπλεγμένος μες στα τριημιτόνια της νύχτας γυρεύει να γράψει κάθε φθόγγο της μουσικής που κουβαλά μες στην ψυχή του. Μια κάμερα ακριβείας που καταγράφει τις αντιδράσεις, μετρά τις πληγές που αφήνει το φτηνό ποτό σε μια σπασμένη μαριονέτα. Και η νύχτα να ψιθυρίζει και άλλες λέξεις, χαμένες ευκαιρίες, νότες λυπημένες, θάρρος που ξέφτισε και πάλι σαλεύει, και η νύχτα ένα ρεπερτόριο από το τίποτε της μοναξιάς μας, κατάμεστη από παιδιά χιλίων και βάλε ετών, φορτωμένα ατόφια λύπη και με καρδιά δαγκωμένη.

Φαντάζει αποτέλεσμα της συγκυρίας μα ετούτο το σημείωμα το λογαριάζει σαν έναν καλό και αξιοπρεπή τρόπο για να κλείσει κανείς την αναφορά του σε ένα μικρό ψυχογράφημα. Στο Κεφάλι του καθενός εκεί έξω θα βρεις το όνειρο και την φαντασία, το λάθος και το σωστό, την επιθυμία και τον δισταγμό, την χαρά και την λύπη, το φορτίο και τα φτερά. Θα βρεις δίχως αμφιβολία, μια συνοπτική και περιεκτική αναπαράσταση της εποχής μας που εκφράζεται με φαντασιώσεις και αρνείται να μεταλάβει  την σκοτεινιά των παράταιρων πραγμάτων. Θα βρεις μια άλλη συστολή, εκείνη του έρωτα που μες στην τρυφερότητα και την αμεριμνησία του δεν έχει σε τίποτε να κάνει με όσα γράφει ο Ντυζαρντέν. Της καρδιάς που δεν κερδίζεται στο πάρκο Μανσώ μια μέρα που σεργιανάμε αμέριμνα και που παίρνουμε από πίσω μοδιστρούλες και κόρες χήρων. Αυτό το ανεκπλήρωτο στην νουβέλα του Σκολιανού την καθιστά ολότελα αντίθετη, μια ρομαντική θεώρηση της αγάπης που λέρωσε ο καιρός μας.