Αν έπρεπε να σκηνοθετήσω το έργο κι αναζητούσα έναν πρόλογο για την έναρξή του πριν την είσοδο της ηρωίδας στη σκηνή, θα επέλεγα ένα ποίημα, το ποίημα της συγγραφέως Ιωάννας  Διαμαντοπούλου, “Η ζωή είναι αλλού” από τη συλλογή “Στρατός ξυπόλητων λέξεων“. Το ποίημα ξεκινάει έτσι:

Ads

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΥ
“Να σας πω μια Καλημέρα ήθελα.
Να διορθώσω αμέσως μετά το σύνθημα “Η ζωή είναι αλλού”.
Η ζωή ήταν εδώ. Κι έφυγε νύχτα.
Να είμαι συνεπής προσπαθώ και ευπροσάρμοστη.
Να διατηρούμαι καθαρή αλλάζοντας ρούχα και συνθήματα.
Με τρόπο σώφρονα να αγγίζω.
Στη συμπόνοια εξασκούμενη αδιάκοπα.
Με τρόπο κόσμιο. Να γίνω απόκοσμη,
Αφοπλίζοντας τους κακούς, όμως, ποιος θα πολεμήσει το Κακό; ….”

To έργο αποτελείται από  δέκα συνεδρίες  και μια τηλεφωνική επικοινωνία, στο σύνολον, δηλαδή,  έντεκα μονόλογοι.
Θα μπορούσαν να είναι έντεκα ξεχωριστοί, αυτόνομοι μονόλογοι, αν δεν υπήρχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία που να τους διατρέχουν: το άρωμά της, ένα χαρτομάντηλο, τα περιοδικά που έφερνε η μητέρα απ’ το περίπτερο, η μάλλον φιλάσθενη κράση της.

Ποια είναι, λοιπόν, η ηρωίδα; Είναι μια  γυναίκα που  επισκέπτεται την/τον ψυχολόγο της και μονολογεί. Αναπολεί τη ζωή της, κάνει την αυτοκριτική της, εκφράζει τις αμφιβολίες της, δηλώνει τις επιθυμίες της. Οι λέξεις ψηλαφούν το παρόν, αναρωτιούνται γι’ αυτό που αισθάνονται , αλλά δε βλέπουν, ενώ ταυτόχρονα διασχίζουν το χρόνο προς τα πίσω, ανιχνεύοντας ό,τι έχασαν,  ό, τι  τους λείπει, ό,τι  νοσταλγούν. Οι λέξεις που κάποτε  στη γλώσσα φύτρωναν, σήμερ’  ανθίζουν. Πόσο περιεκτικά μας το δίνει η συγγραφέας στο ποίημά της  “Έτη και έτη ανθούν”! Ένα εξαίρετο ποίημα, που καταλήγει ως εξής:

Ads

ΕΤΗ ΚΑΙ ΕΤΗ ΑΝΘΟΥΝ
“…Δικαιολογίες πάντα υπάρχουν
στην επανάληψη των ημερών.
Έτη και έτη ανθούν τα τραύματά σου
έτη και έτη γδύνεις τη γλώσσα
και τα περιτυλίγεις. “
Η συγγραφέας αφήνει εντέχνως ανοιχτά κάποια σημεία, έτσι που εμείς ως αναγνώστες, ακροατές ή θεατές να μη μένουμε απαθείς κατά τη διάρκεια του έργου, αλλά να μπορούμε να υποδυθούμε ως και το ρόλο του ψυχολόγου. Μας θέλει συμμέτοχους και μας προκαλεί ακόμα και στο τέλος του έργου, σα να θέλει ο κύκλος από τις συνεδρίες ν’ αρχίσει ξανά.

Οι μονόλογοι  ενσωματώνουν εσωτερικούς διαλόγους που προάγουν τη ροή του κειμένου και ποιητικά στοιχεία που προδίδουν  τη συστηματική ενασχόληση της συγγραφέως με την ποίηση.  Δύο από τις ποιητικές της συλλογές (“Στρατός ξυπόλητων  λέξεων” και “Στο τέλος μιας προσημειωμένης μέρας”) κυκλοφορούν ήδη από τις εκδόσεις “Βακχικόν”.   Όλα, λοιπόν, τα ποιητικά στοιχεία δεν κάνουν άλλο από το να μας οδηγούν στην πραγματικότητα μες από αναπάντεχες ατραπούς.

Η γυναίκα του έργου δεν έχει όνομα. Κάθε μονόλογος  (συνεδρία) μας αποκαλύπτει διαφορετικές συχνότητες του συναισθηματικού της  φάσματος,  διαφορετικές πτυχές της ζωής της. Μέσα σ’ αυτές τις πτυχές, είναι βέβαιο πως ο καθένας μας μπορεί να βρει κομμάτια του εαυτού του, ενώ παράλληλα θα συνθέτει τον κόσμο  αυτής της γυναίκας, κρατώντας πάντα μια  πλευρά της ανοιχτή για  να την γνωρίσουμε βαθύτερα. Μια πλευρά που θα μπορούσε να είναι τι; Ένα δάσος, μια συστάδα δέντρων όπου ανθίζουν τα όνειρα, ένα σύννεφο που σπέρνει βροχή, την υγρασία της ηλικίας, το απόσταγμα της γνώσης,  τη λάσπη μιας λύπης που δε λέει να στεγνώσει. Να πώς το λέει η ίδια καλύτερα στο ποίημά της “Αδειάζουν τις μέρες”:

ΑΔΕΙΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ (απόσπασμα)
“…Φωτογραφίζουν δέντρα, σου απαντώ, ένα νεοσύστατο δάσος,
εκεί να μείνεις μέχρι να γεννήσουν τα όνειρά σου.
Γιατί έχεις μια ανάλαφρη καρδιά,
μη σου την πάρει ο αέρας,
γιατί έχεις μια μετάνοια,
μην τη φυλάς για το Θεό….”

Δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως η γυναίκα του έργου έχει τη διάθεση να παίξει μαζί μας, να φανερώσει και να κρυφτεί,  να προκαλέσει και να προκληθεί, να ονοματίσει και να διώξει τους φόβους της, να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί, να θυμηθεί και να επανεγγράψει τις μνήμες της, ν’ αγαπήσει τον εαυτό της  και τους άλλους ως ενιαίο σύνολο.  Οι λέξεις μετρημένες, άλλοτε απογειώνονται στ’ όνειρο κι άλλοτε προσγειώνονται στην πραγματικότητα, πάντοτε, όμως, με τη διάθεση ενός ταξιδιού γνωριμίας.

Σ’ αυτό το ταξίδι γνωριμίας δεν έχει λιμάνια γι’ ανάπαυση. Βιάζεται να φτάσει και να ξαναφύγει, να κυνηγάει τ’ όνειρο της ζωής χωρίς τελικά να τ’ αγγίζει, να ιππεύει τα κύματα χωρίς  ηνία συναισθημάτων, γιατί δεν ξέρει αν θέλει να τη γνωρίσουμε ή να μείνει ένα πλάσμα απρόσιτο.
Στην πρώτη συνεδρία δηλώνει ότι αμφισβητεί την ψυχική υγεία της και είναι διψασμένη για να μιλήσει. Είναι μάλλον άρρωστη, η μύτη της ματώνει, αλλά όχι γιατί τραυματίστηκε ή άλλαξε ξαφνικά η θερμοκρασία της ή την ερέθισε ένας παθολογικός παράγοντας, αλλά διότι στη μύτη της έχουν εγκατασταθεί όλες οι ντροπές, οι φόβοι και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες της.

Στη δεύτερη συνεδρία μαθαίνουμε ότι υποφέρει από εφιάλτες και δυσκοιλιότητα. Κι ότι πάντα ήθελε να διαφεύγει, διότι έχει έντονη την αίσθηση ότι δεν ανήκει πουθενά. Κι όμως, στην τρίτη συνεδρία μας δηλώνει ότι θέλει να είναι αρεστή. Τελικά, φεύγει άναρχα, αλλά ποτέ οριστικά. Ουσιαστικά, παλεύει για τη συμφιλίωση των πάντων.

Στην τέταρτη συνεδρία μας λέει χαρακτηριστικά “η ζωή είναι μικρή όταν βρέχει” και προσποιείται την απούσα. Τότε είναι που στην πέμπτη συνεδρία θυμάται τη μητέρα της και μας αποκαλύπτει ότι “αγάπησε με μεγάλη καρδιά κι έκανε ρωγμές”. Ήδη στην έκτη συνεδρία νιώθει κατάκοπη, επειδή διαχέεται σε πολλά πράγματα. Και πάλι ανάμνηση της μητέρας στην έβδομη συνεδρία,  η οποία πέθανε νωρίς. Έτσι, στην όγδοη συνεδρία πενθεί τις λέξεις, τις λέξεις που εμποδίζουν τα πράγματα. Καιρός στην ένατη συνεδρία γι’ απόδοση δικαιοσύνης – αλλά για ποια δικαιοσύνη μιλάμε;

Έρχεται, λοιπόν, ένα τηλεφώνημα του πατέρα για να την επαναφέρει στο παρελθόν – μόνιμα το παρελθόν βρίσκεται μαζί μας ως παρόν εκτιμημένο, αλλά θέλει να το ξεπλύνει, θέλει ν’ αλλάξει τόπο. Είναι κάτι σαν το “τέλος μιας προσημειωμένης μέρας”, όπως στο ομώνυμο ποίημά της.

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ (απόσπασμα)
“…Η σημερινή μέρα.
Στον ουρανό της πετάνε περίεργοι σχηματισμοί λέξεων
πολύ κακό για το τίποτε
έπεα πτερόεντα, λέγεται αυτό το σύννεφο
από πάνω, μου δείχνει
και δε βλέπω τίποτα.
Μα σε λίγο πράγματι βρέχει,
το διπλανό κτίριο καταρρέει αθόρυβα
κάτω από τη λιμνάζουσα χαρά των συγκεντρωμένων…”

Το έργο κλείνει με την ανοιχτή ενδέκατη συνεδρία.  Κι εμείς ως αναγνώστες, θεατές, ακροατές, θέλουμε να γνωρίσουμε ξανά και ξανά εξ αρχής αυτή τη γυναίκα, αυτή τη  διαχυτική, αφοσιωμένη στο όνειρο, συνεχώς διαφεύγουσα, αφόβητη  γυναίκα με τη μεγάλη καρδιά.