Το ιστορικό μυθιστόρημα στη νεοελληνική λογοτεχνία έχει μία μακρά και σημαντική παράδοση. Το παρελθόν μακρινό ή κοντινό που συνδέεται με γεγονότα σταθμούς στην εθνική ιστορία είναι λογικό να τροφοδοτεί τη μυθιστοριογραφία με θέματα. Κατά τον Fleishman το ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να αναφέρεται ως αφηγηματικός χρόνος «τουλάχιστον σαράντα έως εξήντα χρόνια, δηλαδή δύο γενιές» στο παρελθόν[1].

Ads

Η Ina Schabert θεωρεί ότι «ένα μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί ιστορικό, όταν βασίζεται σε συμβάντα ή καταστάσεις, τα οποία πρέπει να εντοπίζονται σε μία συγκεκριμένη και στον αναγνώστη γνωστή, ιστορική περίοδο[…] Οι αναγκαίες και εντέλει προαπαιτούμενες εξωλογοτεχνικές αναφορές στο κείμενο είναι: δεδομένα χρονολογιών, με ημερομηνίες, συνυφασμένες πάντα με συγκεκριμένες γεωγραφικές θέσεις, ονομασίες προσωπικοτήτων, για τις οποίες ο αναγνώστης γνωρίζει ότι αυτοί έχουν ζήσει πραγματικά, αναφορές σε αυθεντικά γεγονότα. Ενώ, όμως, αξιώνεται από κοινού ταυτότητα χρόνου και τόπου, ως απαραίτητη προϋπόθεση για το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, μπορεί να τεθεί το ερώτημα για το αν είναι αναγκαία η συμμετοχή ιστορικών προσωπικοτήτων»[2].

Η Ιστορία, ωστόσο, δεν είναι ένα αυτοτελές και αυθύπαρκτο υλικό, το οποίο περιμένει τη μυθιστορηματική δομή για να μορφοποιηθεί. Διαφωνούμε με τη θέση ότι το ιστορικό μυθιστόρημα αναζωογονεί γεγονότα του παρελθόντος, γιατί ακριβώς ούτε διδάσκει και ούτε φωτίζει το παρελθόν∙ προσφέρει μόνο μία εύπλαστη πρώτη ύλη στα χέρια ενός συγγραφέα. Η μυθοπλασία είναι πάντα παρούσα ακόμα και στα πιο αδιάφορα ιστορικά στοιχεία ισορροπώντας το γεγονός με το εικός και τη ροή του μύθου.

Χαρακτηριστικό ακριβώς για τη διαπλοκή ιστορία και μύθους είναι το βιβλίο του Αντώνη Γιανακού «τέσσερις βολικοί θάνατοι» (Κέδρος, 2017) που δίνει μυθιστορηματικά τις δικές του ερμηνείες για την επιβολή της μεταξακικής δικτατορίας του 1936. Στην ουσία πρόκειται για ένα έργο πολιτικής ιστορίας οικοδομημένο πάνω στη σχέση δύο νέων στην εποχή του ιδιώνυμου. Το βιβλίο καλύπτει ως αφηγηματικό χρόνο ένα έτος που έμελλε να αλλάξει τη ροή της ελληνικής ιστορίας. Το 1936 είναι μια χρόνια σχηματισμού κυβέρνησης και υπόγειων κομματικών συνεργασιών, έτος θανάτου πέντε -πρώην και νυν- πρωθυπουργών και βεβαίως επιβολής της δικτατορίας του Μεταξά (Βενιζέλου, Παπαναστασίου, Κονδύλης, Τσαλδάρης, Δεμερτζής).
Με πυρήνα το γραφείο της Δικαστικής Ιατρικής, στα σπάργανά της, ο μύθος κινείται γύρω από τους τέσσερις πολιτικούς θανάτους (του Βενιζέλου προσπερνάται επειδή συνέβη στο εξωτερικό). Μέσα από την πλοκή ο αφηγητής φωτίζει τις συνθήκες που έφεραν τη δικτατορία και φέρνει στην επιφάνεια πτυχές από τη ζωή και τη δράση κομμουνιστών που κινούνταν στην παρανομία και απειλούνταν διαρκώς με φυλάκιση ή εξορία. Ας μη λησμονούμε πως «το κειμενικό υπόστρωμα του ιστορικού μυθιστορήματος συστήνει κατά το μάλλον ή ήττον την ιδεολογική του ταυτότητα και επιβάλλει τον λόγο του στο προσωπείο της μυθοπλασίας»[3].

Ads

Η πλοκή του έργου ορίζεται από τα πολιτικά γεγονότα της εποχής. Ο χωρισμός των κεφαλαίων με βάση τους μήνες του έτους ακολουθεί τον ιστορικό χρόνο με αυστηρότητα, ακριβώς για την υποστύλωση στα πραγματικά γεγονότα. Η διάκριση σε “μηνιαία” κεφάλαια υποστηρίζεται και από το ημερολόγιο της ηρωίδας, μολονότι παρατίθενται αναμνήσεις μόνο στο τέλος κάθε μήνα, χωρίς ενδιάμεσες αναφορές στο ημερολόγιο, αλλοιώνοντας την αληθοφάνεια του μυθοπλαστικού ντοκουμέντου. Ο παντογνώστης αφηγητής με την δική του εστίαση ρίχνει φως σε κάθε πρόσωπο και κατάσταση χωρίς να μειώνει την αγωνία του αναγνώστη για την τύχη των ηρώων.

Η μείξη αυτή ιστορίας και μύθου απαιτεί σε κάθε περίπτωση και μία έρευνα ιστορικών πηγών από τον συγγραφέα, ώστε η αναπαράσταση να είναι ακριβής, καθώς δεν αναπαριστά μόνο μία βιωμένη ιστορική εμπειρία, αλλά αναγεννά μέσα από τα ιστορικά κατάλοιπα της ιστορίας και της κοινωνικής μνήμης γεγονότα που κινούνται στον ιστό της αληθοφάνειας αναμεμειγμένης με παραδοχές της Ιστορίας και φανταστικά γεγονότα. Κι εδώ ακριβώς έρχεται η λαϊκή ερμηνεία που συγχέει την ιστορία με τη λογοτεχνία και συχνά οδηγείται. Κατά τον Γιάννη Μητροφάνη «η σημασία των ιστορικών πηγών προκύπτει από τις παραστάσεις και τα βιώματα που αποκομίζει ο συγγραφέας ως αναγνώστης κατά την αναζήτηση του υλικού του, αλλά, πρωτίστως, από τη φύση των ίδιων των πηγών, εάν δηλαδή πρόκειται για μυθολογικές ή καθαρά ιστορικές. Ο διαχωρισμός αυτός αποκαλύπτει μια νέα προοπτική, μέσα από την οποία τα όρια του μυθικού, του μυθοπλαστικού και του ιστορικού είναι δυσδιάκριτα. Προσεγγίζοντας το θέμα δομολειτουργικά, φαίνεται να διαγράφονται δύο δυνατότητες: το μυθολογικό ενδέχεται να αναλάβει το ρόλο του ιστορικού ή το ιστορικό να προσδίδει στο κείμενο μυθικά στοιχεία».

Έτσι ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα του Γανακού έχει ότι όλη η πλοκή χτίζεται πάνω σε μία συνωμοσία που στόχο έχει να φέρει τον Μεταξά στον πρωθυπουργικό θώκο. Η συνωμοσιολογική θεώρηση εντάσσεται με φυσικότητα στην εξέλιξη του μύθου, ώστε μέσα από την αξιοποίηση των συμπτώσεων και τη μυθοπλασία (νοσοκόμα – υπηρέτρια) να δημιουργείται μία μυθιστορηματική αλήθεια που γοητεύει. Μάλιστα ήταν τότες οι συμπτώσεις που εκείνη τη χρονιά ο Βαμβακάρης τραγουδούσε  «όσοι γίνουν πρωθυπουργοί, όλοι τους θα πεθάνουν». Το άρωμα της αστυνομικής πλοκής διατηρεί αμείωτη την αγωνία παρά την απουσία ανατροπών, ενισχύοντας την λογοτεχνική αλήθεια του βιβλίου.

Κατά τον Foley μία βασική σύμβαση του ιστορικού μυθιστορήματος είναι η ακριβής χωροχρονική τοποθέτηση, ώστε σε επίπεδο συμβολικό η αφήγηση να πείσει για την αληθοφάνεια της δράση [4]. Και η χρονική τοποθέτηση πιστοποιεί ακριβώς αυτή τη σύμβαση συμβάλλοντος στο ταξίδι στο χρόνο και τον τόπο (ιστορική κοινωνία και ήθη, μυθοπλαστικοί χαρακτήρες, ιστορικά γεγονότα). Υπό μία οπτική πρόσληψης η αληθοφάνεια της συνωμοσίας κάνει τον αναγνώστη να ξεχνά ότι ο στόχος του συγγραφέα είναι να συν-γράψει μια δημιουργική μυθοπλασία για άντρες και γυναίκες που έζησαν και αγάπησαν και πέθαναν σ’ έναν κόσμο ολότελα διαφορετικό από το δικό μας και ταυτίζει την αλήθεια του μύθου με εκείνη την ιστορία. Τούτο βέβαια αποτελεί και μία επιτυχία του συγγραφέα, αφού καταφέρνει με τη μαγεία της τέχνης να φωτίσει τη δική του -μυθοπλαστική- αλήθεια μέσα στο κλίμα μιας αλλοτινής εποχής.

Οδηγώντας, από την άλλη, στη σύγκρουση και την κορύφωση ο αφηγητής αναβιώνει μέσα από τους χαρακτήρες που πλάθει τα πρώτα δύσκολα βήματα του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη όπως και η τιμωρία μέσα στο σκληρό αντικομμουνιστικό περιβάλλον της εποχής. Κατά τον Fleishman ενώ στην πλοκή ενός ιστορικού μυθιστορήματος πρέπει να συμπεριλαμβάνονται γεγονότα, της δημόσιας σφαίρας (πόλεμοι, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές), τα οποία επηρεάζουν την προσωπική τύχη των ηρώων, και να συμμετέχει στη δράση και μία ιστορική προσωπικότητα αναγνωρίσιμη από το κοινό. Οι χαρακτήρες είναι τυποποιημένοι∙ ρεαλιστικοί επειδή είναι όλοι τους στερεοτυπικοί. Πλάι στον πρωταγωνιστή ο συμπαραστάτης ήρωας αποτυπώνεται στο πρόσωπο της Μαρίας, ενώ ως ανταγωνιστής λειτουργεί αφηρημένα η προππική απαγόρευση (παρανομία ΚΚΕ, δικτατορία Μεταξά), φίλε υπάρχουν και οι ήρωες πληροφοριακοί, ακροατές ή με λειτουργία καταλύτη. Εξάλλου, οι χαρακτήρες σταθερά διατηρούν όλα τα αρχέτυπα του Γιουνγκ.

Και μαζί με την αναπαράσταση της αλλοτινής εποχής, αναπαρίστανται και οι γλωσσικές της ποικιλίες. Ο αφηγητής με την εξιστόρηση της δράσης, αφηγείται και γλωσσικά οικοσυστήματα και επίπεδα ύφους. Οι κεντρικοί χαρακτήρες δεν είναι μόνο μορφές κάποιας ιστορικής τάσης αλλά και κοινωνικών ηθών και γλωσσικής νόρμας. Μολονότι ο Γιανακός στέκει πολύ κοντά στη σημερινή γλώσσα, χωρίς ιδιώματα της εποχής ούτε στους κομμουνιστές της εποχής ούτε στους πολιτικούς, εντούτοις διακρίνεται η παρουσία διαλέκτων, ως στοιχείο της χρονικής διαφοράς. Ενεργοποιεί την πολιτισμική ταυτότητα της χώρας επιβεβαιώνοντας έναν πολυγλωσσικό χαρακτήρα στο μυθιστόρημα.

[1] A. Fleishman, The English Historical Novel from Walter Scott to Virginia Woolf, Baltimore, John Hopkins University Press 1971.

[2] Ina Schabert, Der historische Roman in England und Amerika, Darmstadt, Wissenschaftliche Buchgesellschaft 1981.

[3] Γιάννης Μητροφάνης, Όψεις του ιστορικού μυθιστορήματος στη νεοελληνική λογοτεχνία (19ος – 20ος ), 2013-2014.
[4] B. Foley, Telling the Truth. The Theory and Practice of Documentary Fiction, Ithaca and London, Cornell University Press, 1986.