Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία ιδιαίτερη παρουσία της υβριδικής λογοτεχνίας. Όλο και πιο πολύ δημιουργοί φέρνουν σε μία πειραματική μίξη την ποίηση με άλλα είδη του λόγου. Όσο και να διεκδικούν κάποιοι μία καθαρότητα στην ποίηση, η νέα χιλιετία κατάφερε να την φέρει σε επαφή και με άλλες μορφές της τέχνης (θέατρο, φωτογραφία, σινεμά) γεννώντας είτε ένα σύμμεικτο ύφος είτε υβριδικούς πειραματισμούς.

Ads

Ας μη λησμονούμε πως ο πειραματισμός ενυπάρχει γονιδιακά στην τέχνη, οδηγώντας την εξέλιξή της. Παρά τους κατά καιρούς αποτυχημένους πειραματισμούς ή την προκλητική τους παρουσία ως αυτοσκοπού, τούτοι αποτελούν το όχημα τόσο της καλλιτεχνικής αναζήτησης όσο και της προοδευτικής πορείας της. Και ο πειραματισμός απαιτεί τόλμη, ώστε να ξεπεραστούν τα οποία στερεότυπα.

Σε έναν τέτοιο πειραματισμό προχωράει και η Γεωργία Βεληβασάκη με το υβριδικό της έργο «κονσέρτο για μια ημέρα που πέρασε» ((γραφομηχανή, 2018). Άλλωστε, η Γεωργία Βεληβασάκη είναι άνθρωπος της μουσικής και του θεάτρου με δισκογραφική και θεατρική παρουσία για χρόνια πια.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία ποιητική σύνθεση η οποία συνδέει τον αφηγηματικό λόγο με την ποίηση και τη θεατρικότητα διαμορφώνοντας ένα έργο σκηνικής ποίησης. Με την τεχνική της συγκόλλησης (απομίμηση) η Βεληβασάκη συνδέει ποιήματα σε μία ενιαία σύνθεση, ορίζοντας την ποικιλία του ύφους και τον υβριδικό της χαρακτήρα. Έτσι και οι διακειμενικές αναφορές βρίσκουν τη θέση τους μέσα στο ποιητικό κονσέρτο εμπλουτίζοντάς το με μία πολυφωνικότητα.

Ads

Με επιρροές από την «έρημη γη» και άλλα μοντέρνα έργα, που κινούνται με τη λογική της συγκόλλησης, η ποιήτρια ερμηνεύει τις διακειμενικές αναφορές εγκαταλείποντας τη μεταμοντέρνα παρωδία που δεν έχει ανάγκη τη βιομηχανία ερμηνευτών και κριτικών για την ανάλυσή τους.

Ας σημειώσουμε πως η ποιήτρια δεν υιοθετεί τη μεταμοντέρνα στιχουργική ενσωμάτωση της διακειμενικότητας. Στη μεταμοντέρνα ποίηση η ενσωμάτωση των διακειμενικών στοιχείων γίνεται χωρίς κάποια ερμηνεία, όπως απαιτούσε ο μοντερνισμός, καθώς δεν μειώνεται η συναισθηματική πρόσληψη της σύνθεσης, αν ο ακροατής/αναγνώστης δε συλλάβει τη σύνδεση με το λογοτεχνικό παρελθόν∙ μα αν την αντιληφθεί, θα συλλάβει και το συναισθηματικό βάθος που φέρνει η διακειμενικότητα.

Με τη ζωντάνια του δραματικού λόγου που οικοδομεί προφορικότητα η Βεληβασάκη παραδίδει ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Ο ίδιος ο στιχουργός ρυθμός, μέσα στα έντονα πεζολογικά χαρακτηριστικά του, στηρίζεται ακριβώς σε αυτόν τον καθημερινό λόγο.

Και την ίδια στιγμή ένας ιδιόρρυθμος λυρισμός διαπνέει την ποιητική σύνθεση, Καθώς ο ποιητικός αφηγητής μέσα σε μία ρευστή χωροχρονική σκηνή επικεντρώνεται στην Φιλομήλα. Σαν σε μία συμφωνική ορχήστρα τα “μουσικά σύνολα” του λόγου (παρομοιώσεις, μεταφορές φυσιολατρικές εικόνες, επαναλήψεις κλπ) εναλλάσσονται στη στιχουργική αρμονία της Βεληβασάκη.

Αξίζει όμως να σημειώσουμε πως ενώ η ποιητική δράση στην πραγματικότητα περιορίζεται σε ένα δωμάτιο, η ποίηση της Βεληβασάκη δεν είναι “εσωτερικού χώρου”. Ο ακροατής/αναγνώστης δραπετεύει από το δωμάτιο, που ταυτίζεται με την ηρωίδα, και ταξιδεύει. Η μουσική και η κιθάρα, η θάλασσα, το φως και τα λουλούδια “ανοίγουν” τον ποιητικό χώρο, όπως μόνο το όνειρο γνωρίζει, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη ματαίωση. Σε μία ονειρική διάσταση μία λυρική διάθεση δραπέτευσης αφήνεται να μετεωρίζεται πάνω από τη μέρα, όπως τούτη διασπάται σε πέντε “μουσικές” ενότητες (πρελούδιο, αντάτζιο, μινουέτο, σονάτες) και ένα επίμετρο.

Επιλογικά, μολονότι το έργο εκτέθηκε στο κοινό ως μουσικοθεατρική performance (Αθήνα, Ιανουάριος 2017, και Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2017), ως βιβλίο διατηρεί την αυτονομία του, δίχως να χάνει τον υβριδικό του χαρακτήρα και την αναπαραστατική του δυναμική.