Το ποίημα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που αιμορραγεί πόνο. «Ο ποιητής μένει πάντοτε χρεώστης / απέναντι στον πόνο / πληρώνει πάντα τόκους και υπερωρίες / για τον πόνο των ανθρώπων» (Μαγιακόφσκι). Γιατί τελικά «η ποίηση είναι μία διαρκής επανάσταση υπάρξεως, εκείνος ο εαυτός που δεν κοιμάται ποτέ» (Σαραντάρης). Ο ποιητικός λόγος, στερεομετρικός, ορθώνεται διαθλαστικά μέσα από την αλληλεπίδραση των οργανικών τμημάτων του: τις λέξεις∙ «λέξεις τετριμμένες» (Σουλιώτης).

Ads

Έτσι κι ο Ανδρέας Αντωνιάδης στη νέα του ποιητική συλλογή «τανγκό στον βυθό ή Λευκωσία» (βακχικόν, 2018), με μία γραφή απέριττη συνθέτει για την Κύπρο και τη μνήμη. Μολονότι δεν αναφέρονται στη Μεγαλόνησο όλες οι συνθέσεις άμεσα, η σύνδεση πολλών με τη μνήμη καθιστά τις συνθέσεις κομμάτι της ποιητικής της διχοτόμησης.

Ο ποιητικός λόγος του Αντωνιάδη θεμελιώνεται στην προφορικότητα. Η εκφραστική του θυμίζει τον Τέρι Ήγκλετον που δήλωνε πως «ο επιστημονικός ορθολογισμός κατέστρεφε την “αισθητική ζωή”, η ανθρώπινη εμπειρία απογυμνωνόταν από την αισθαντική της ιδιαιτερότητα». Εξάγει μία ποιητική φιλοσοφία που μοιάζει να αντικρούει τον μοντερνισμό. Αξιοποιεί τον καθημερινό λόγο απομακρύνοντας τα λογοτεχνικά σχήματα και αφήνοντας το συγκινησιακό φορτίο των λέξεων να συμπαρασύρει τον ακροατή/αναγνώστη. Αν και ο Ρωσικός Φορμαλισμός προήγαγε την ανοικείωση ως ποιητικό τέχνασμα, ο Αντωνιάδης ποιεί με την πρακτική γλώσσα, την οποία αποαυτοματοποιεί μέσα ακριβώς από το συγκινησιακό φορτίο που διαχέει ο στίχος του, φτάνοντας τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα που επιθυμούσε ο Viktor Shklovsky. Η αμεσότητα της εκφραστικής του, παράλληλα με τον θρυμματισμένο στίχο, τόν φέρνουν στην καρδιά της μεταμοντέρνας ποίησης.

Πλάι στα αμιγώς “κυπριακά” ποιήματα (γυναίκα στο μπαλκόνι, Αγαμέμνονος 5, ταυτότητα στη Λευκωσία, Πάρης Πάφος, Πόλεμος), παρατίθενται και ποιήματα για τη μνήμη (ταγκό στον βυθό ή Λευκωσία, συλλογισμένο τοπίο, εσύ και η θάλασσα, το υφασματοπωλειο, … και μάλιστα…) αποτυπώνοντας «την αδυναμία του ποιητή να ξεπεράσει την εγγενή αντιφατικότητα της ζωής του, η οποία θεμελιώνει ειρωνικά την αρμονία της τέχνης του» (Καραβίας). Στη συλλογή ξεχωρίζουν και τα ποιήματα που αναφέρονται στον Τίτο Πατρίκιο (ταγκό στον βυθό ή Λευκωσία, πρωινό στις Βρυξέλλες), προσωπικού φίλου του δημιουργού, ή εκείνα που του αφιερώνει εμφανώς (Κουρείο 4 Νοεμβρίου, τα κόκκινα τετράδια,  Ρ-Τ, όπου με βρίσκει η ποίηση).

Ads

Το ποιητικό εγώ ταυτίζεται με τον δημιουργό συνθέτοντας ποιήματα ως μυθοπλασιακές απομιμήσεις προσωπικών εκφωνήσεων. Το ποίημα δεν αποτελεί μία εκφώνηση απροσδιορίστου ταυτότητας. Ένα ποίημα στοχεύει στην συνοχή και την ενοποίηση της γλώσσας και των συναισθημάτων, του συγγραφέα και του κοινού με το ποιητικό υποκείμενο. Το ποίημα νοείται ως μια ανεξάρτητη αισθητική ολότητα, ένα ενιαίο σώμα με το ατομικό και κοινωνικό βίωμα, την ύπαρξη του δημιουργού και την κίνηση της κοινωνίας. Αποτελεί ένα αδιάσπαστο όλον, έναν αυτοδύναμο οργανισμό με υπαρκτική αυτάρκεια.

Όταν ο αναγνώστης “χάνεται” στους στίχους του Αντωνιάδη, βάζει τον εαυτό του στη θέση της αφηγηματικής φωνής και με την απλότητα της στιχουργικής του συμπαρασύρεται συναισθηματικά. Καθώς του “μιλά” η φωνή του ποιητή στοχάζεται. Για τον Τζον Στιούαρτ Μιλ «η ποίηση είναι μία εκφώνηση που ακούμε λάθρα». Και αυτό ενεργοποιεί την προσοχή μας αναπλάθοντας στο μυαλό του αναγνώστη/ακροατή τον ομιλητή και τα συμφραζόμενα, την ποιητική σκηνή και το διαλογικό περιβάλλον, κάνοντας τμήμα του κοινού τις ανησυχίες, τον πόνο και τη συμπεριφορά του στιχουργού υποκριτή.