Η αλογία είναι ένας μηχανισμός της ποίησης που μέσα από τη νοηματική και εικονοπλαστική παραδοξολογία αφήνει το συναίσθημα να ρέει εντονότερα. Αποαυτοματοποιεί το νόημα ως φυσική ροή ενός κειμένου και οξύνει τις αντιδράσεις του αναγνώστη. Άλλωστε, το ποίημα δεν είναι ένα περίκλειστο σύμπαν∙ μένει ανοιχτό στους συναισθηματικούς υποδοχείς του ακροατή για την ερμηνεία του.

Ads

Στην περίπτωση της Νιόβης Ιωάννου («πορτατίφ», μανδραγόρας, 2019) η ρητορική αυτονομείται και αξιοποιεί την εικαστική της λειτουργία εμπλουτίζοντας τελικά με νέα εφόδια την ποίηση και τον κόσμο των συναισθημάτων. Η αλογία λειτουργεί ως μία νέα σημειωτική στο περιεχόμενο κάθε σύνθεσης καταργώντας τους περιορισμούς της λογικής ροής εικόνων και αφήγησης (για σένα, στα ενδότερα, λίγο πριν απ’ το κύμα, [σε λίγο]) και θέτει στο επίκεντρο τη λογική του συναισθήματος (στις οκτώ, από τα μάτια σου, στον Αλέξανδρο, το πιο δικό μου απόγευμα, πισθάγκωνα). Η αλογία είναι μια έκφραση της γραμματικής της εικονιστικής και νοηματικής ανωμαλίας, σε έναν κόσμο που εξόρισε το συναίσθημα και το ενδιαφέρον για τον Άνθρωπο (τα δέντρα, όπως φθινόπωρο, βήματα).

Οι εικόνες της Ιωάννου συνθέτουν μια ακολουθία που εντάσσεται μέσα στο ίδιο επίπεδο του λόγου, στον μικρόκοσμο της συναισθηματικής ταύτισης της κοινής εμπειρίας του αναγνώστη με τη δημιουργό. Αναδύεται ένα σύστημα εικόνων που ξεδιπλώνει μία στοχαστική διάθεση (για να μου μοιάζει, κι εκείνο κλαίει, λίγο πριν από το κύμα, απροστάτευτες, ομιλίες παλιές, μην απορείς, [παραμείναμε], [μπράβο το σώμα σου])∙ γεννιέται ένας κώδικας συναισθημάτων απογοήτευσης (ως τον ουρανό, εδώ θα μείνω) και θλίψης (ένα πουκάμισο μακρινό), ένας μηχανισμός ανάγνωσης της ανάγκης για πάλη ([συχνά έπαιρνε την ψάθινη καρέκλα του], προς εαυτόν). Μια ακολουθία εικόνων από τα σπάργανα της κοινωνικής εμπειρίας (κι εκείνο κλαίει, ψευδαίσθηση, χαμηλώνοντας, όχι δεν είμαι, ο…, ενός λεπτού σιγή) εκδηλώνει την κοινωνική αγωνία της δημιουργού, καθιστώντας πτυχές του χάους γύρω μας ορατές μόνο μέσα από το χώρο των συναισθημάτων (επισκέπτες, λαθραίοι, κατάματα, το κόκκινο σπίτι, οι φίλοι μου).

Ένα διαρκές αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης διαπλέει τη συλλογή (Ιθάκη, [κι όλο βυθίζω τον άνεμο], [υπάρχει ένα φεγγάρι], επισκέπτες, [ήσυχη καλοσύνη], [εσωστρεφής και απέριττη], άγνωστα φώτα). Κυρίαρχο ποιητικό υποκείμενο το πρωτοενικό, εκφράζοντας μια απόσταση από το συλλογικό υποκείμενο. Η μνήμη επανέρχεται διαρκώς σε μία διπολική διαταραχή σύζευξης της αθωότητας του παρελθόντος και της απομόνωσης του παρόντος (με λένε Μαρία, [συχνά έπαιρνε την ψάθινη καρέκλα του], όπως εγώ), στη σύνδεση με το γιασεμί (εδώ θα μείνω, ψευδαίσθηση). Τα κυπαρίσσια λειτουργούν ως μια διαρκής υπενθύμιση του θανάτου και της μοναξιάς του ποιητικού χαρακτήρα, αγγίζοντας χαρακτηριστικά της ποιητικής του πένθους ([όπου το φως αγάλλεται], το σπίτι που αφήσαμε) και της φθοράς (πιο νωρίς, και απόψε, δύο φορές, ενός λεπτού σιγή, πισθάγκωνα, έξοδος κινδύνου). Σε αυτό συντείνει και η φροντισμένη τοποθέτηση λέξεων σε ποιήματα, όπως “μεσίστιες” (στις οκτώ), “κηροπήγια” (επισκέπτες), “λιβάνι” (απροστάτευτες).

Ads

Η ποίηση της Ιωάννου δεν είναι υπερρεαλιστική, δεν πηγάζει από το όνειρο. Διατηρεί έναν κορμό πολυσημίας και έναν νοηματικό πυρήνα με “αμοντάριστες” εικόνες που ξαφνιάζουν με τη δυναμική τους και γεμίζουν κίνηση και χρώματα το ποιητικό κάδρο∙ κυρίαρχα χρώματα το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού, το πράσινο των δέντρων και το κόκκινο. Μέσα στον θρυμματισμένο -μονολεκτικό ή ολιγόλεκτο- στίχο αποκτούν άλλη βαρύτητα κεντρίζοντας την προσοχή (αναμέτρηση). Η συχνή παρουσία πουλιών ([κι όλο βυθίζω τον άνεμο], [συχνά έπαιρνε την καρέκλα του], από τα μάτια σου, χαμηλώνοντας, μην απορείς, ένα πουκάμισο μακρινό, ακίνητοι φεύγουμε) ακόμα συχνότερα της θάλασσας διαμορφώνουν ένα καναβάτσο ανοιχτών χώρων γεμάτων κίνηση και φως που ισορροπεί προς το κλειστό ατομικό σύμπαν και το αίσθημα της εσωστρέφειας. Την ίδια στιγμή όμως στιγμή τόσο η θάλασσα όσο και τα πουλιά εκδηλώνουν μία ανάγκη συναισθηματικής δραπέτευσης∙ και μία υπενθύμιση των ναυαγίων της ζωής που βρίσκονται στον βυθό της θάλασσας και της άρνησης του ταξιδιού. Ακόμα και τα δέντρα με τη φθινοπωρινή κίνηση (τα δέντρα, όπως φθινόπωρο) και η συχνή παρουσία του ανέμου εκφράζουν μία επιθυμία αναχώρησης.

Το «πορτατίφ» αποτελεί ένα ώριμο έργο, όπου το εσώτερο της δημιουργού συναντά τη λεπτή επεξεργασία του στίχου, καθιστώντας τελικά την ποίηση προβολή των αγωνιών και της γραμματικής του ψυχισμού. Οι λέξεις τοποθετούνται με προσοχή στον συνταγματικό άξονα των συναισθημάτων.