Για τον Fish η επίδραση του κειμένου εξαρτάται από το πώς επιδρά ο αναγνώστης πάνω στο κείμενο∙ και τούτο είναι ζήτημα ερμηνείας. Αντικείμενο της προσοχής των κριτικών είναι η δομή της εμπειρίας του αναγνώστη και όχι κάποια αντικειμενική δομή που υπάρχει στο ίδιο το έργο. Για τον εκείνον η κριτική δεν είναι τίποτε άλλο από μία έκθεση των κλιμακούμενων αντιδράσεων του αναγνώστη στην ακολουθία των λέξεων πάνω στη σελίδα. Υπό ένα τέτοιο σκεπτικό η νέα ποιητική συλλογή της Αγγελικής Δημουλή, «θενάρ» (βακχικόν, 2019), αφήνει ποικίλα συναισθήματα.

Ads

Η τρίτη ποιητική συλλογή της Δημουλή είναι βαθιά εσωτερική. Το κοινωνικό στοιχείο του παρελθόντος έχει υποκατασταθεί από τον ποιητικό εγωκεντρισμό και την ειρωνική διάθεση. Μολονότι αφήνει καμπύλες προς το κοινωνικό στοιχείο, τούτο υποτάσσεται στο πρωτοενικό υποκείμενο ή το βουβό β’ πρόσωπο (ροή, αμοργιανό)∙ ευτυχώς όχι πάντα (τα παιδιά στις γωνίες των δρόμων, γαϊτανάκι), ενώ άλλοτε γίνεται πιο κρυπτική (φύλλο πορείας) με μία υπαρξιακή διάθεση. 

Στο πρώτο μέρος διακρίνεται μία εσωτερικότητα με αντιθετικές δομές∙ ολιγόλεπτες συνθέσεις και πεζοποιήματα. Ενώ δεν έχει τέλειες, είναι διακριτή η αλλαγή των προτάσεων και των προϊόντων λόγω ακριβώς από το νόημα των πεζοποιημάτων. Ορισμένα εξ αυτών μοιάζουν περισσότερο με μικροδιηγήματα, έχοντας πλοκή στην αναγνωστική τους πρόσληψη (όλη η πολυκατοικία απέναντι κατοικείται από ηλικιωμένους), δυσκολεύοντας να τα δούμε ως ποιήματα. Ενώ τα ολιγόλεπτα ποιήματα αφήνουν μία λυρική διάθεση, τα γειτονικά πεζοποιήματα είναι αντιλυρικά. Ο εικονοκλαστικός λυρισμός που θεμελιώνεται στην ανοικείωση και τις μεταφορές, ανατρέπεται ως κλίμα από τις ελλειπτικές προτάσεις της πρόζας. Για τον Empson ο αναγνώστης μεταφέρει αναπόφευκτα στο έργο ολόκληρα κοινωνικά πλαίσια λόγου, σιωπηρές συμβάσεις για τη δημιουργία νοήματος τις οποίες το κείμενο ενδέχεται να αμφισβητεί αλλά με τις οποίες συμφωνεί επίσης. Το λογοτεχνικό έργο δεν είναι ένα δυσνόητο κλειστό αντικείμενο αλλά ανοιχτό. Για να το κατανοήσουμε δεν απαιτείται να ανιχνεύσουμε σχήματα εσωτερικής ρηματικής συνοχής, αλλά να συλλάβουμε τις κοινωνικές παραστάσεις στις οποίες οι λέξεις χρησιμοποιούνται. 

Η γλώσσα είναι ένα υλικό σώμα του σημείου που μετουσιώνεται σε νόημα μέσω μιας διαδικασίας κοινωνικής σύγκρουσης και διαλόγου. Για τον Bakhtine δεν υπάρχει γλώσσα που να μην είναι συνυφασμένη με συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις∙ αυτές οι κοινωνικές σχέσεις αποτελούν μέρος ευρύτερων πολιτικών, ιδεολογικών και οικονομικών συστημάτων. Οι λέξεις για αυτόν δεν έχουν πάγιο νόημα αλλά είναι πολυτονούμενες. Το διαθλασμένο και συχνά ανολοκλήρωτο νόημα μας θυμίζει μέσα από την αβεβαιότητα και την ανυπότακτη πολυσημία του, ότι η εξουσία λανθάνει πάντα ακαθόριστη και υφέρπουσα. Ο τρόπος προσέγγισης του κειμένου και του νοήματός του αποτυπώνει τις ιστορικές εξουσιαστικές μεταμορφώσεις και τον εκλεπτυσμένο τρόπο άσκησής της μέσα από τη λογοτεχνία (Τζιόβας). Άλλωστε, ο δημιουργός είναι ένα αλλοτριωμένο υποκείμενο (Lucacs), καθώς η λογοτεχνία αποτελεί έναν καθαρό εξουσιαστικό μηχανισμό (Eagleton).

Ads