Η ποίηση δεν είναι απλά ένας γλωσσικός κώδικας, αλλά ένα σύστημα φιλτραρισμένο συναισθημάτων που ανασυνθέτουν την πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα ενός ποιητή λειτουργώντας ως μία μεταγλώσσα. Δεν είναι αντανάκλαση του κόσμου, αλλά το συγκείμενό του, που έρχεται σε έναν ιδιότυπο διάλογο με τη ζωή κατά την –κάθε– αναγνωστική διαδικασία. Αυτό αναπόδραστα οδηγεί στο “ανοιχτό” κείμενο του Ecο ή το απροσδιόριστο το Iser μιλώντας στον καθένα με διαφορετικά στοιχεία του κόσμου του.

Ads

Σε μία τέτοια ανάγνωση η ποίηση της Θάνογλου («αναπαράσταση», Πικραμένος, 2019) διαθλά το εσωτερικό περιβάλλον στον εξωτερικό χώρο σε μία σύμμειξη πάνω στην ψυχική αλληλεπίδραση (πληγιασμένες υδρίες, ανοιχτά παράθυρα ΙΙ, μοιρολόγια, επιστροφές Ι). Η πλούσια εικαστική συμβάλλει στη συγκρότηση του καντιανού “αισθητικού γεγονότος” (κίτρινη ηδονή, αποκαθήλωση, πληγιασμένες υδρίες), σε αρμονία με τον συναισθηματικό κόσμο των συνθέσεων (μαύρα ποιήματα) και το στοχαστικό περιεχόμενο.

Η ποίηση της Θάνογλου δεν είναι μοιρολατρική. Είναι η επίγνωση της ανθρώπινης τραγωδίας, που γνωρίζουμε τις άσχημες στιγμές και επιλέγουμε να συνεχίσουμε να παλεύουμε (προοπτικές ΙΙ). Η δημιουργός με την «αναπαράσταση» αφήνει πίσω της ένα λιθαράκι στην αυτογνωσία του αναγνώστη∙ του “αποκαλύπτει τη δική του ανθρωπολογική κατασκευή” (Iser), τον τρόπο κατασκευής και ερμηνείας του κόσμου, γιατί τελικά –κάτω από τον Vygotsky– “οι λέξεις δεν αρκούνται να εκφράζουν τη σκέψη∙ τη γεννούν” (ανοιχτά παράθυρα IV, πολιτείες στίχων, εικόνες).

Οι μεταφορές στη ρητορική της κατέχουν δομική θέση μέσα στην ποιητική αφήγηση (απογύμνωση, κίτρινη ηδονή, ανοιχτά παράθυρα ΙΙΙ, αντίδωρα). Η αλογία στις ήπιες εκφάνσεις της αισθητοποιεί εικαστικά την αγριότητα και το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης (μαύρα ποιήματα, ανοιχτά παράθυρα Ι & V, γυάλινες αποβάθρες). Ο λόγος της μέσα από τις συνυποδηλώσεις αφήνει ίχνη αμφισημίας, που καθοδηγούν τον αναγνώστη να ερμηνεύσει και με άλλους τρόπους (κλειστά σώματα). Οι ενδοκειμενικές ρηματικές ενδείξεις δεν επιτρέπουν όμως κάποια ερμηνευτική αυθαιρεσία∙ ωστόσο, ανοίγουν δρόμους εκείνος να αναστοχαστική για το ανθρώπινο δράμα (μοιρολόγια, μάταιες ακροάσεις, προοπτικές Ι) και τις αρνήσεις της ζωής (λευκό του λευκού, ανοιχτά παράθυρα Ι & ΙΙΙ, μηδενισμός). Οι συνθέσεις “προγραμματίζοντας” την αναγνωστική τους ανταπόκριση, κατασκευάζουν και τον αναγνώστη τους (Chelard-Mardoux). Η κατάλληλη τοποθέτηση των λέξεων ως συνυποδήλωση σε ων διαμορφώνει και τη συνεκτικότητα του έργου και της πρόσληψής του (επιστροφές Ι, ΙΙ).

Ads

Ο αναγνώστης της Θάνογλου δεν αναζητά μία προσομοιωτική εμπειρία, αλλά ταξιδεύει στο αποκαλυπτικό οικείο, εξερευνώντας το ανοίκειο (λεπτοδείκτης ο χρόνος)∙ διαμορφώνει τη δική του –συναισθηματική και κοινωνική– ταυτότητα μέσα από την ανταπόκριση του ποιήματος (πεταλούδα στα χείλη). Η ποίηση της Θάνογλου αποτελεί αισθητικό αντικείμενο. Ο αναγνώστης δεν είναι ούτε ο ναρκισσιστής, που προβάλλει τον εαυτό του, ούτε επιθυμεί μία εμπαθή φυγή, που αναζητά να χαθεί σε μία ψυχική ταύτιση∙ έρχεται σε διάλογο εμπλέκοντας την “απόσταση” και την “επικοινωνία” με το ποιητικό κείμενο (Bahtine), ως πηγή έντασης και αναστοχασμού. Φτάνει σε έναν διάλογο όχι με τον ποιητή αλλά με τον περιβάλλοντα χώρο –κοινωνικό και φυσικό– μέσα από την μεταφορική χρήση του ποιητικού λόγου (εικόνες).

Η δημιουργός αφήνει πίσω της ένα έργο ώριμο, που αλληλεπιδρά με την κοινωνία χωρίς να αναγνωρίζει προτεραιότητες. Δανείζει τον εαυτό της στη γλώσσα και καταναλώνει ως διακείμενα τις σάρκες της λογοτεχνίας (μέρες αργυραμοιβών, λεπτοδείκτης ο χρόνος, το λευκό του λευκού, ανοιχτά παράθυρα V). Η ποίηση της Θάνογλου δεν αναζητά κάποια χρησιμότητα∙ εκφράζει την ανάγκη του ανθρώπου να ζωντανέψει τα όνειρα και τις αγωνίες του, επιβεβαιώνοντας ότι αισθάνεται και άρα υπάρχει.