Ο Πέτερ Χούχελ είναι ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς ποιητές. Βαθύς μελετητής θρύλων και επικών έργων ταξίδεψε στα Βαλκάνια και τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη και την Τουρκία διαμορφώνοντας μία ξεχωριστή κοσμοπολίτικη αντίληψη, διατήρησε ένα ελεγειακό/αρχαϊκό ύφος σε όλη την ποιητική του διαδρομή.

Ads

Η ποίηση του Χούχελ διακρίνεται από μία ενστικτώδη εξάρτηση από το φυσικό περιβάλλον ως ένα συμβολικό μοτίβο-ποιητικό σκηνικό. Χαρακτηρίστηκε ποιητής της φύσης, μα ο χαρακτηρισμός αποδείχθηκε βιαστικός, καθώς στην ποιητική του η φύση με το ιερό της μυστήριο αντανακλά το αρνητικό δυναμικό του ανθρώπου. Ο αγροτικός κόσμος του πρόσφερε μία εκφραστική διέξοδο προκειμένου να εκφράσει τις ανησυχίες του για τις αδυναμίες του κόσμου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στις μεταπολεμικές συνθήκες της κατεστραμμένης, ενοχικής και διαιρεμένης Γερμανίας νέοι ποιητές (Christine Busta, Gunter Eich, Peter Huchel, Marie Luise Kaschnitz και Kaes Krolow) στράφηκαν στον παραδοσιακό στίχο και τις μεταπολεμικές παραλλαγές του με περιπλεγμένες κι απροσδόκητες παρατηρήσεις φυσικών εικόνων και μυθικών αναφορών. H φυσιολατρική ποίηση αυξήθηκε δε έντονα μέσα στη δεκαετία του 1950, αν και οι μεταπολεμικές αβεβαιότητες είχαν ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη δυσαρέσκεια με το εξαντλημένο παραδοσιακό περιεχόμενο.

Η φυσιολατρία του συνδέεται, βέβαια, και με την επί μακρόν διαμονή του στο αγρόκτημα του παππού του όπου μεγάλωσε (λόγω ασθένειας από την οποία έπασχε η μητέρα του), όπου ήρθε σε επαφή τόσο με τον φυσικό χώρο όσο και με τον πόνο των χωρικών, κάτι που τον φόρτισε και πολιτικά.
Ευνοϊκά διακείμενος προς την αριστερά, ο Χούχελ είδε τη σοσιαλιστική μεταρρύθμιση ως το μέσο για την αξιοπρεπή διαβίωση του συνηθισμένου ανθρώπου της υπαίθρου, μία αξιοπρέπεια που του είχαν προηγουμένως αρνηθεί. Για ένα, μάλιστα, διάστημα η ανθρωπιστική αποστολή του ποιητή και η κοινωνικοποίηση του αγροτικού κόσμου συνενώθηκαν με μια άμεση αποδοχή της πολιτικοποίησης της τέχνης. Αυτό φαίνεται στη μεταφορική έκφρασή του που αντλεί έντονα από εικόνες της φύσης, μέσα σε μία λογική υπονόησης παρά άμεσης δήλωσης.

Ads

«Κανείς άλλος δεν χρησιμοποίησε τόσο λίγα λόγια για την πληρότητα της γλώσσας του». Το φυσικό περιβάλλον διατηρεί μία αγνότητα στην ποιητική του, μία καθαρότητα, μακριά από το άγχος της πόλης και την καταπίεση των ανθρώπων. Ο φυσικός κόσμος δε γνωρίζει σύνορα. Ο λυρισμός του συνδέεται άμεσα με το τοπίο και τους ανθρώπους. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τα φυσιολατρικά ποιήματα της πρώιμης περιόδου, αλλά και για το μεταγενέστερο έργο του, στο οποίο είναι χαρακτηριστική η σύνθεση του πολιτικού ποιήματος και της φυσιολατρικής ποίησης. Πολωνικοί θησαυροί, τσιγγάνοι και αγρότες εμφανίζονται στις πρώτες ποιητικές του συλλογές.

Με τον καιρό βέβαια και μπροστά  στο αμετάκλητο της ανθρώπινης μοίρας, η φύση στην ποιητική του διαδραματίζει μικρότερο ρόλο. Το φυσικό στοιχείο συνδέεται πια με την ιστορία του παγκόσμιου πολιτισμού διαμορφώνοντας την κοσμοπολίτικη οπτική του για την Ιστορία και τον Πολιτισμό και καθιστώντας τον έναν οικουμενικό ποιητή. Οι εικόνες της φύσης εμφανίζονται ως αφηγήσεις για απειλή, πολιτική απογοήτευση και κοινωνική στερεοποίηση. «Η φύση γι’ αυτόν γίνεται είναι μια σελίδα που καλύπτει, σκοτεινό με ένα αρκετά σκοτεινό κείμενο».

Γίνεται έτσι φανερό πως ο ελεγειακός τόνος του βρίσκεται στον αντίποδα του αρκαδισμού. Τόσο ο πεσιμισμός όσο και η εξπρεσιονιστική του γραφή αφήνουν μακριά κάθε βουκολική φυσιολατρία. Η φύση μέσα στο κάδρο του λειτουργεί όχι ως χώρος στοχασμού, αλλά ως ένας πόλος όπου συναντιούνται τα αντιθετικά ζεύγη ελευθερία-καταπίεση, όνειρο-ματαίωση, υλικός/βιομηχανικός κόσμος-φυσική κατάσταση.

Έτσι δεν είναι τυχαία η παρουσία τσιγγάνων (Βραδεμβούργο, καθ’ οδόν, τα μάγια λύθηκαν) ή ξένων (ο ξένος), κάρων και αλόγων στην ποιητική του με συμβολισμό ενός ρομαντικού κοσμοπολιτισμού με έθνικ στοιχεία και μια αγροτική διάθεση. Μέσα στον πλούσιο λόγο του το φυσιολατρικό τοπίο συνδέεται με το επικό παρελθόν και τις δοξασίες. Με οδηγό τις μεταφορές προσδίδεται μία πολυσημία και μία συμβολική διάσταση στην εικονοποιία του.

Το ύφος του διατηρεί λυρικές επιρροές από την παραδοσιακή ρυθμική που υιοθέτησε στην πρώιμη περίοδό του πριν μεταβεί στον ελεύθερο στίχο. Η παραδοσιακή ποίηση εμπλούτισε την ποιητική του φωνή στην πρώιμη περίοδο. Μεγάλο μέρος της ποίησής του καλύπτει ένα αισθητικά ισχυρό με πολυκεντρικό περιεχόμενο που διαμορφώνεται από λέξεις και μεταφορές.

Το λυρικό του σύμπαν είχε καθοριστεί από την αρχή σε ένα ποιητικό λεξιλόγιο πλούσιο σε εικονιστικές συνενώσεις και μεταφορές, με ανοίκειες γλωσσικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες στον πυρήνα τους παρέμειναν σταθερές και ακλόνητες. Διακρίνονται σημαντικές επιρροές από τον εξπρεσιονισμό, μολονότι δεν θήτευσε σε αυτόν. Στη συνειρμική ροή του στίχου ο ποιητής ξαφνιάζει το κοινό με τον ανοικειωτικό του λόγο. Η αμφισημία ξεπερνώντας την απλή φυσιολατρική εικονοποιία αξιοποιεί την υπερρεαλιστική μεταγλώσσα ως έναν κώδικα συναισθηματικής επικοινωνίας και ταυτόχρονα έκθεσης διαθλασμένων εικόνων μέσα από το ποιητικό πρίσμα της ματαίωσης.

Και είναι αλήθεια ότι συχνά ίχνη εξπρεσιονισμού διακρίνονται στους νεολογισμούς του μέσω των οποίων αύξησε την ονειροπόλα οπτική του. Η ποίηση για εκείνον δεν είναι παιχνίδι απόκρυψης και αναζήτησης του νοήματος. Προσέχει να μην συγχέει την τολμηρή με τη υπερτροφική μεταφορά. Ο δε μετωνυμικός του λόγος διαστέλλει το συναίσθημα συνδεδεμένος με το παρωδιακό στοιχείο. Και δεν πρόκειται για μία στείρα μιμητική διακειμενικότητα, μα και μία νέα πνοή σε έργα του παρελθόντος, με την ανάσα των προβληματισμών του ποιητή.

Η ερμητική ποιότητα των εικόνων στο τελευταίο έργο του συγκρίνεται συχνά με εκείνη της ποίησης του Paul Celan. Ένας διαρκής χειμώνας με χιόνι και παγωνιά (χειμωνιάτικο πρωινό στην Ιρλανδία, Αριστέας ΙΙ, Φίλιππος, σκωτσέζικο καλοκαίρι, ο παππούς μου, η γάτα, Βραδεμβούργο, τα μάγια λύθηκαν, ο αιρετικός από την Πάδουα, Τότμος) και καλύπτει τον ποιητικό χώρο πνιγμένος στην ομίχλη (Jan-Felix Caedal, χειμωνιάτικο πρωινό στην Ιρλανδία, Αριστέας Ι, ειρήνη, σκωτσέζικο καλοκαίρι, Ζνορόβυ). Στο σταθερό νυχτερινό τοπίο διαρκής είναι η παρουσία των πουλιών και του θανάτου (η αφροξυλιά,  ο αμμωνίτης, Μελπομένη, Αριστέας ΙΙ, συνάντηση, ο αιρετικός από την Πάδουα), ενώ το γλυφό νερό (ο τάφος του Οδυσσέα, Αριστέας Ι & ΙΙ) εντείνει ως σύμβολο τις δυσκολίες της ζωής μαζί με το συχνό αλάτι (Jan-Felix Caedal,  συνάντηση, ο τάφος του Οδυσσέα, η γάτα) πλάι στην παρουσία δοκάνων (Φίλιππος, ο παππούς μου) διαμορφώνοντας ένα ζοφερό ποιητικό κάδρο κι εικόνες κόπου των αγροτών  (η ένατη ώρα).

Παρωδεί αρχαία έπη (η αφροξυλιά, ο αμμωνίτης, Μελπομένη, ο τάφος του Οδυσσέα, Αριστέας Ι & ΙΙ) και λατρείες (συνάντηση, η ένατη ώρα, καθοδόν) ή δραματικά έργα (μες στη μυρωδιά απ’ τα καλάμια)  προσαρμοσμένος στις δικές του αναζητήσεις υπό το φως των ανατροπών της ζωής. Ο στοχαστικός προσανατολισμός του αποκτά μέσα από την παρωδία μία νέα συναισθηματική προσέγγιση λειτουργώντας ως επίλλυο. Μύθοι και θρύλοι (Βραδεμβούργο, Ζνορόβυ, η γάτα, χειμωνιάτικο πρωινό στην Ιρλανδία, σκωτσέζικο καλοκαίρι, ειρήνη, στην οροσειρά Κουνλούν) αναβιώνουν στον φυσιολατρικό καμβά του ποιητή που εκφράζει μία διάθεση ελευθερίας και δραπέτευσης.

Και η ματαίωση είναι διαρκώς παρούσα διαμορφώνοντας ένα μελαγχολικό κλίμα. Και σε τούτο ακριβώς το συναίσθημα η εικαστική του κατέχει λειτουργική θέση. Είναι σαφές από την κριτική ότι ένα αίσθημα πνιγμονής διακατέχει πολλούς Γερμανούς ποιητές. Η γερμανική λογοτεχνία κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, άλλωστε, υποβλήθηκε σε μία εξαιρετική αναδόμηση που κατά ορισμένες απόψεις ήταν παράλληλη με τις αλλαγές της πολιτικής σφαίρας. Και τούτο συνδέεται τόσο με την ένοχη για τις ναζιστικές θηριωδίες όσο και το διαμελισμό της χώρας, πόσο μάλλον για έναν άνθρωπο με πολιτικές αναζητήσεις. Η ματαίωση τούτη είναι η φυσική ορμή της απελπισίας του ρημαγμένου κόσμου και της ανελευθερίας.

Επιλογικά, ο Πέτερ Χούχελ υπήρξε ένα ποιητής που μοιράστηκε ανάμεσα στις δύο Γερμανίες του ψυχρού πολέμου. Μετά τον πόλεμο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πνευματική ζωή της νεοσύστατης λαϊκής δημοκρατίας τόσο ως ποιητής όσο κι ως αρχισυντάκτης του περιοδικού Sinn und Form, με γνώμονα το συμφέρον της πνευματικής ανεξαρτησίας και σύντομα απέκτησε μεγάλο κοινό. Το φυσικό τοπίο στην ποιητική του δεν αποτελεί απλά μια ειδυλλιακή παρένθεση στην ιστορία. Είναι ένας παγωμένος ομιχλώδης κόσμος, γεμάτος σκιές, όπου παρ’ όλα αυτά διατηρεί μια υπόσχεση. Ο ποιητικός χώρος της υπαίθρου κατοικείται από ζητιάνους, μοναχούς, τσιγγάνους, επισφαλείς και εύθραυστους χαρακτήρες που αναζητούν ο ένας τον άλλον. Ο Χούχελ αξιοποιεί την απλότητα της γλώσσας δημιουργώντας εύληπτες μεταφορές με εξπρεσιονιστική χροιά. Υπήρξε ένας χαμηλών τόνων ποιητής που έγινε πολιτικό σύμβολο και αποδεικνύει ότι μιλώντας κανείς για τις σκιές των λόφων ή τη μυρωδιά της βροχής δεν σημαίνει απαραιτήτως την φυγή από την κοινωνία και τον κόσμο ή την ιστορία.