Πολλές φορές τονίσει την έντονη εισαγωγή της ποιητικής της ανατροπής στην “ποίηση της αγανάκτησης” και ιδίως της ειρωνείας. Η ειρωνεία είναι η ελευθερία του συγγραφέα∙ ο συνειδητός δημιουργός είναι περιορισμένος από τη γνώση του. Ένας τρόπος να τη χειριστεί αποκτώντας την ελευθερία του είναι η ειρωνεία (Κωστίου). Ο Muecke υποστηρίζει ότι η ειρωνεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ρητορικό τέχνασμα για να πείσει ή ως σατιρικό για να “χτυπήσει” μια άποψη ή να εκθέσει την τρέλα, την υποκρισία ή τη ματαιοδοξία∙ ως ευρηματικό τέχνασμα για να οδηγήσει τον αναγνώστη να δει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, αλλά είναι σύνθετα κι αμφίβολα. Έτσι, αποτελεί τον καλύτερο τρόπο να για χειριστεί ο ποιητής τις πραγματικές δυσκολίες στις ανατροπές της ζωής.

Ads

Μέσα από την ειρωνεία ο Στέφανος Παντελίδης («εκεί που δεν με σπέρνουν», βακχικόν, 2019) εκφράζει βαθύτερα την αγωνία του για τον άνθρωπο και τη ζωή (λύκειο 1989, οι πιο ερωτικοί ποιητές, δύσκολη η ζωή των θνητών, σκοτάδι ΙΙ, πικρόν ποτήριον). Την ειρωνική διάθεση ισχύουν οι τίτλοι που λειτουργούν ως το κλειδί του νοήματος, κατά τον Barthes, ως ένας ακόμα στίχος που απελευθερώνει και ορίζει τον ερμηνευτικό χώρο. Είναι ένα ιδιαίτερο σχόλιο του ίδιου του δημιουργού ως αναπόσπαστο μέρος του ποιήματος, καθώς αξιοποιεί την γενική ειρωνεία των γεγονότων ή ματαιοτήτων των ανθρώπινων επιθυμιών.  Η ειρωνεία για τον Mueche είναι ο φυσικός, ο καλύτερος και ίσως ο μόνος τρόπος για να παλέψει κανείς αποτελεσματικά τη ζωή. Μια ζωή γεμάτη αντιθέσεις, παραλογισμούς, αυταπάτες, αδιέξοδα που πρέπει να γίνουν αποδεκτά. Ο αντίποδας της ειρωνείας είναι η απελπισία. Η σταθερότητα είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη, αλλά προσπαθώντας να την αποκτήσει κανείς διατρέχει τον κίνδυνο να κλειστεί σ’ ένα κλειστό συμπαγές πολιτικό, ηθικό, διανοητικό σύστημα. Η ειρωνεία είναι περισσότερο διανοητική δραστηριότητα, παρά ηθική, που σημαίνει ότι η ηθική της, όπως η ηθική της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της τέχνης, είναι η ηθική του πνεύματος (Κωστίου).

Η ειρωνική ποίηση οδηγεί κι αυτή σε ένα είδος κάθαρσης μέσα από μια διαδικασία ανάλογη με τη διαδικασία της λυρικής και της δραματικής ποίησης. Οι δύο τελευταίες προσφέρουν στον αναγνώστη την κάθαρση με τη δημιουργία μέσα του αντίρροπων ψυχολογικών καταστάσεων, που γίνεται δυνατή χάρη κυρίως στην ενέργεια του συναισθηματικού φορτίου των λέξεων. Η ειρωνική ποίηση οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα με τη συσσώρευση των συγκινήσεων που παράγονται από τις αντιθέσεις που δημιουργεί η ενιαία ενέργεια της λεκτικής και της δραματικής ειρωνείας. Οι λέξεις της ειρωνικής γλώσσας λειτουργούν κυρίως με το διανοητικό δυναμικό τους και, ακριβέστερα, με τη δύναμη της υποδηλωτικής τους ενέργειας (Βαγενάς).

Η αποφθεγματικότητα μέσα στο βραχυλογικό ύφος αφήνει στοχαστικές απολήξεις στην αναγνωστική πρόσληψη (αληθινά ανατρεπτικό, μόνο τότε, homo narcissus, ταξιδιώτες, ό,τι σπείρεις θα θερίσεις). Αγγίζουν την εμπειρία του αναγνώστη και αναζητούν μία – κατά Iser – δική του ολοκλήρωση, μολονότι πολλά εξ αυτών δεν θα το χαρακτηρίζαμε καν ποιήματα (φθονούμε τους ζωγράφους οι ποιητές, ας μείνουνε εννιά οι εντολές, για πάντα, οι δικές μου μετάνοιες, μασκέ, αλόγιστη κατανάλωση, στο κοιμητήριο, τραγική ειρωνεία, ο Χάρος, ευχή). Η ποιητική χρήση του λόγου δεν καθιστά κάτι ποίημα αναγκαία. Για τον Jakobson αντικείμενο δεν είναι λογοτεχνία, αλλά η λογοτεχνικότητα, αυτό δηλαδή που κάνει ένα δεδομένο έργο λογοτεχνικό.

Ads

Πιο πολύ λειτουργούν ως αποφθέγματα παρά ως συνθέσεις. Η απουσία ποιητικής πλοκής εμποδίζει τη δημιουργία συναισθήματος και μιας στοχαστικής ενατένισης, πέρα από την αρχική έκπληξη που χάνεται πολύ γρήγορα. Η ειρωνεία και ο σαρκασμός (επικαιροποίηση διεύθυνσης θείας κατοικίας, διαμαρτυρία 2017, κυπριακή παραδοσιακή ανευθυνότητα, δέκα χρόνια χαμένος ο Οδυσσέας, ουκ ηλθον βαλειν ειρηνην αλλα μαχαιραν) δεν εγγυώνται υποχρεωτικά ποίηση, παρά τη συμπυκνωμένη μη επικοινωνιακή χρήση της γλώσσας. Συχνά δε ο ίδιος ο ποιητής θεωρεί αναγκαίο να ερμηνεύσεις τη σύνθεσή του (σύγχρονη Ελλάδα/Κύπρος, δύσκολη η ζωή των αθλητών, παλινωδία). Για τον DeMan η προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων δεν βασίζεται σε εξωγλωσσικές υποθέσεις.

Η ποίηση δεν είναι θρησκεία, ούτε ψυχολογία η κοινωνιολογία αλλά μία ιδιαίτερη οργάνωση της γλώσσας. Έχει τις δικές της δομές και τεχνάσματα. Το λογοτεχνικό έργο δεν είναι απλά ένας φορέας ιδεών αλλά ένα υλικό δεδομένο, φτιαγμένο από λέξεις και συναισθήματα, που πηγάζει από τη συλλογική εμπειρία και τον προβληματισμό του δημιουργού έφεραν σε άμεσο διάλογο η κοινωνία με το λογοτεχνικό έργο. Η λογοτεχνία μας εξαναγκάζει να συνειδητοποιούμε έντονα τη γλώσσα, ανανεώνει τις συνήθεις αντιδράσεις και καθίσταται τα αντικείμενα περισσότερο “αντιληπτά” (Eagleton).