Ο υπερρεαλισμός γεννημένος στα ορύγματα των δύο παγκοσμίων πολέμων, λειτούργησε απελευθερωτικά τόσο για τον ποιητή όσο και για τη γλώσσα. Και αυτή η έκφραση γκρεμίζοντας στερεότυπα έδωσε μία νέα προσέγγιση στην αισθητική λειτουργώντας ως αντίδοτο στην απολυτότητα του ρεαλισμού∙ μετατράπηκε σε όπλο ενάντια στη δεσποτεία του ορθού λόγου.

Ads

Στη σύγχρονη ποίηση η υπερρεαλιστική έκφραση λειτουργεί ως μία μεταγλώσσα που εκφράζει την εξέγερση του ασυνείδητου και του συναισθήματος κόντρα στον ρασιοναλισμό της εποχής. Εξελιγμένη πια φτάνει σε μία μετωνυμική υπέρβαση της ίδιας της γλώσσας ως δομικό στοιχείο της ποίησης. Παράταιροι γλωσσικά συνδυασμοί διαμορφώνουν ένα λόγο απεικονιστικό, επενδύοντας στο θυμικό με τη συνειρμική δύναμη των φθογγικών συμπλεγμάτων. Αναδεικνύει όχι μόνο την οπτική απεικόνιση μιας λέξης ή την ηχητική της διάσταση, αλλά ταυτόχρονα τη διασπά μέχρι να βρει εκείνο το συναισθηματικό υπόβαθρο που εξυπηρετεί το μήνυμα και τον ψυχισμό του ποιητή.

Σε ένα τέτοιο δρόμο κινείται και η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου, «εγχείρημα φωτός» (κουκίδα 2018), ακολουθώντας την πορεία που χάραξε από την αρχή σχεδόν της παρουσίας του στα ελληνικά γράμματα.

Ο Μυλόπουλος αξιοποιεί την ανοικείωση και ξαφνιάζει με τον μετωνυμικό του λόγο. Σε αυτόν θεμελιώνεται και η εικαστική του (ξημέρωνε λιακάδα, δημοπρασίες της μνήμης, άπιαστη χαρά, η εξόρυξη, αισθήματα επιούσια). Η στιχουργική του οικοδομείται σε μεταφορές και προσωποποιήσεις. Γοητεύει η σύμμειξη διαφορετικών νοημάτων, καθώς σχηματίζουν πρωτότυπα ονοματικά ή ρηματικά σύνολα (μοιραίο ν’ ακουστεί, ισόβια, το κόστος της μετανάστευσης, η διάμετρος της συνείδησης, στα χρόνια της κερασιάς, ωδικά δειλινά, χρώματα στέρησης) με υπερρεαλιστική καταγωγή (ταξική φυγή συναισθημάτων, φωτιάς ουρλιαχτό, ηρωικώς πεσόντων, ζωή, νυχτερινή διάλογοι). Την ανοικείωση ενίοτε υπηρετεί και η σειρά των λέξεων, με ονοματικά σύνολα που “χωρίζουν” (ξημέρωνε λιακάδα).

Ads

Ο αλληγορικός του λόγος με τη σουρεαλιστική προέλευση είναι βαθιά επηρεασμένος από την ελύτικη ποιητική παράδοση. Η οικοδόμηση των μεταφορών με την εικονοποιητική τους δύναμη έχουν σαφείς αναφορές στον νομπελίστα ποιητή. Ο Μυλόπουλος όμως εγκαταλείπει τον γαλανό και φωτεινό χώρο του Ελύτη και αφουγκράζεται τα συναισθήματα της πόλης.

Η ποίησή του, εξάλλου, είναι αστική και σκοτεινή –μεταφορικά και κυριολεκτικά. Εμφανής σε όλη τη συλλογή είναι η ανάγκη δραπέτευσης (χάρτινες πόλεις, ταξική φυγή συναισθημάτων, φίλιος φόβος, πύλες σκυφτές, οι ευθύνες των σκιών, ηρωικώς πεσόντων, νυχτερινοί διάλογοι) από το αποπνικτικό άστυ (η διάμετρος της συνείδησης, ράμφισμα στα χείλη). Το φυσικό στοιχείο με τη συχνή παρουσία του εντείνει την ανάγκη αυτή της διαφυγής. Διατηρεί έναν χαρακτήρα εξωτικής εικόνας και αγνότητας που έρχεται σε αντίθεση με τον συναισθηματικό κόσμο της σύνθεσης (αγριοκέρασα, τάγμα ασωμάτων, το κόστος της μετανάστευσης, ζωή, φύλλα δυόσμου, στα χρόνια της κερασιάς).

Η ποιητική του ισορροπεί σε μία πρισματική πολυθεματικότητα. Η αδηφάγα πόλη και η μοναξιά/απομόνωση (αγριοκέρασα, φωτιάς ουρλιαχτό, μαγεία έλλειψης) συνδέονται με την κοινωνική αγωνία, τον έρωτα, τον χρόνο και τη σιωπή. Με τη γλώσσα των ήπιων υπαινιγμών ο ποιητής σχολιάζει την κοινωνία και την πολιτική (κληρωτοί της ηδονής, οδός σιγής, χρονολόγιο, ωδικά δειλινά) με ένα αίσθημα απογοήτευσης. Τη λογική των νύξεων υιοθετεί, άλλωστε, σε όλη την ποιητική του (ηρωικώς πεσόντων, εαρινές διαθήκες). Συχνή είναι η παρουσία του χρόνου στις συνθέσεις του (φίλιος φόβος, νυχτερινοί διάλογοι, αισθήματα επιούσια, στα χρόνια της κερασιάς, εσπερινή φαντασίωση, δημοπρασίες της μνήμης, το αιώνιο βήμα, το κόστος της μετανάστευσης, ισόβια) και της μνήμης/νοσταλγίας (η διάμετρος της συνείδησης, σύντομη σχέση, δημοπρασίες της μνήμης, άχρονη εφηβεία).
Οι επιμήκεις στίχοι “σπάνε” τυπογραφικά σε δύο σειρές (αποφεύγουμε να μιλήσουμε για ημιστίχια, επειδή ο διαχωρισμός δεν γίνεται βάσει του ρυθμού απαγγελίας/εκφώνησης ή του ολοκληρωμένου νοήματος κατά την μοντερνιστική παράδοση). Ο στιχουργικός ρυθμός ακολουθεί την κίνηση των εικόνων μέσα στο ποίημα, καθώς κάθε -μακροσκελής- στίχος αποτελεί στην ουσία μία διαφορετική εικόνα. Και τούτη η κίνηση των εικόνων διαμορφώνει μία αίσθηση κινηματογραφική. Η ένταξή τους ως λειτουργικό τμήμα της ποιητικής αφήγησης, επιτρέπουν στον ποιητή να αποφύγει τον πληθωρισμό ασύνδετων στιγμιότυπων, αλλά, αντίθετα, υποστηρίζουν τον έλεγχο του στιχουργικού ρυθμού.

Οι ήπιοι τόνοι της στιχουργικής του Μυλόπουλου βρίσκουν σύμμαχο την κυριαρχία της σιωπής, που σκιαγραφεί ακριβώς το συναίσθημα απογοήτευσης και αγωνίας για το μέλλον. Και η σιωπή, άλλοτε εκφρασμένη άμεσα (πύλες σκυφτές, ταξική φυγή συναισθημάτων) και άλλες φορές ως αίσθηση που διαμορφώνει άηχες εικόνες, ορίζει το βουβό του κάδρο.

Ο ποιητής σε ακόμα μία συλλογή υιοθετεί το α’  πληθυντικό γραμματικό πρόσωπο ως κύριο φορέα της δράσης. Παρά όμως το πρωτοπληθυντικό υποκείμενο, το κάδρο του δεν είναι πολυάνθρωπο. Και τούτο όχι μόνο ισχύει το συναίσθημα απομόνωσης, αλλά ολοκληρώνει την εικόνα μιας άνυδρης ζωής/πόλεις που αποζητά τη συλλογικότητα. Είναι μία αγωνιώδης αναζήτηση απομάκρυνσης από το ιδιωτικό όραμα που καταρρέει. Τούτο φαίνεται και από τις περιορισμένες εικόνες κλειστών χώρων. Ο χώρος της ποιητικής δράσης είναι συνήθως εξωτερικός∙ οι ανοιχτοί χώροι κυριαρχούν -ακόμα κι αν δεν δηλώνεται άμεσα- ισορροπώντας με την απομόνωση του ποιητικού εγώ (ως μέρος του εμείς).

Με κυρίαρχο, άλλωστε, υποκείμενο το συλλογικό και το ερωτικό εμείς, ο Μυλόπουλος αποτυπώνει την ευρύτερη απογοήτευση του κοινωνικού χώρου, όπως τούτος σφραγίζει τη δική του συναισθηματική εμπειρία. Μας παραδίδει μία συλλογή που βιογραφεί το κοινό γοητεύοντας με την εκφραστική του αλληγορία, αναζητώντας λύτρωση από τον αστικό χώρο που τον πνίγει και τον κάνει να αισθάνεται μόνος.