Η αυτοαναφορικότητα αποτελεί μία πρακτική με την οποία οι συγγραφείς επιχειρούν να προωθήσουν ή να ανανεώσουν τη λογοτεχνία και, ως εκ τούτου, πάντοτε αποτελεί έναν έμμεσο ή άμεσο στοχασμό πάνω στον ίδιο της τον εαυτό. Η προσπάθεια των ποιητών να αποκτήσουν μία βαθύτερη συνειδητότητα, σχετίζεται θεωρητικά με την αγωνία του μετανεωτερικού ανθρώπου να κατανοήσει τον εαυτό του. Η ποίηση ως μια θεμελιακή δημιουργική πράξη, με κύριο υλικό της τη γλώσσα, χρησιμοποιεί συγκεκριμένες μορφές και συμβάσεις για να επεκτείνει την κυριολεκτική σημασία των λέξεων ή για να προκαλέσει αντιδράσεις στις αισθήσεις ή τα συναισθήματα.

Ads

Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Γκανέλη, «ωδίνες της ποίησης» (στίξις, 2018) κινείται στο χώρο της ποιητικής αυτοαναφορικότητας μέσα από τη χρήση ενός πλούσιου μεταφορικού λόγου (ευχάριστα νέα, ταξίδι στην Ουαλία, τεχνικές και άλλα συναφή, στίχοι υπό κατασκευή) που θεμελιώνεται στην αλογία (ενύπνιο σχιζοφρενούς, ιστορία χωρίς τέλος, εχεμύθεια) με στοιχεία υπερρεαλισμού (ποίημα εκτός ύλης, θάνατος υπό έκδοση, η συνήθεια δεν αλλάζει, το πουλί ποίημα). Η λογοτεχνία ως προνομιακό συμβολικό σύστημα ενεργοποιεί αναπαραστάσεις της πραγματικότητας μέσα από τις οποίες γίνεται αντιληπτή η πραγματική και φαντασιακή θέαση του κόσμου. Από αυτή την άποψη, η ανάγνωση συνδέεται οργανικά με την ιδεολογία, τόσο ως διαδικασία αισθητικής εμπειρίας όσο και ως ευρύτερη πολιτισμική πρακτική. Τα σύνορα αυτοαναφορικότητας, ονείρου και υπερρεαλισμού στην ποιητική του Γκανέλη είναι δυσδιάκριτα. Η ποίηση χαρίζει φως στο κάδρο του, αισιοδοξία απέναντι σε έναν παράλογο κόσμο (ευχάριστα νέα, παρά ταύτα ποιητής, έλεγχος εισιτηρίου, περί γεωγραφίας, ανάπαυλα, λευκή σελίδα, η λαχαναγορά).

Αξίζει να θυμίσουμε ότι ο Γκανέλης από τα πρώτα του βήματα στα ελληνικά γράμματα ακολούθησε μία ποιητική του παραλόγου, με έντονες σαχτουρικές επιρροές. Με επίκεντρο την ποίηση στη νέα χιλιετία της κοινωνικής παρακμής, πειραματίζεται με τον στίχο και το ύφος. Η ειρωνεία (αυτοκάθαρση, αυτοαναφορικότητα, ο χρόνος και άλλα άτεχνα, φόρμουλα, άνευ κριτικής, ονοματοδοσία, κυριακάτικο ματς) και το θεατρικό ύφος (ποιητική τεχνική, ανεύρεση απόντος, λέξεις στον άνεμο, εδώ που φτάσαμε, εις μνήμην), με τα διαλογικά σημεία (έκθεση υπό σκιά, ιστορία χωρίς τέλος, 424 π.Χ., αυτοκαταστροφικό ποίημα, αυτοαναφορικότητα) και τις συχνές ερωτήσεις (η ωριμότητα αργεί, για πλάκα γράφω, η εκδίκηση του τείχους, ωσεί παρών) προσδίδουν μία δραματικότητα και μία αμεσότητα.

Απομακρύνεται από την εσωστρεφή αυτοαναφορικότητα του παρελθόντος και του κλειστού χώρου -μολονότι ορισμένες φορές δεν αποφεύγει την κοινοτοπία. Σε αυτό συνεπικουρούν η σουρεαλιστική διάρθρωση και το ά-λογο στοιχείο. Τα πλούσια σε χρώμα και ζωντάνια πλάνα, οι ανοιχτοί χώροι (αυτοκαταστροφικό ποίημα, ενύπνιο σχιζοφρενούς, για πλάκα γράφω, σπιτικά παραλειπόμενα, περί γεωγραφίας, τα ορφανά) και οι πολλοί ρόλοι του πρωτοπρόσωπου χαρακτήρα διαμορφώνουν μία εξωστρέφεια που καταγράφει τον γύρω χώρο, τον κοινωνικό χώρο και τα πάθη του με μία εξπρεσιονιστική διάθεση, ακόμα κι όταν δεν καταφέρνει να αποδράσει από τον ποιητικό εγωκεντρισμό, όπως δείχνουν τουλάχιστον οι συνθέσεις μετά τα καταληκτικά παρενθετικά σχόλια, ακόμα και αν διαχέουν μία ειρωνική ή αυτοσαρκαστική διάθεση, που διατηρούν μία συναισθηματική εξωστρέφεια (τεχνικές και άλλα συναφή, αυτοσαρκασμός, κατακλείδα, έλαια έλεγχος εισιτηρίου, ευχάριστα νέα, εχεμύθεια, φωνή δύο ταχυτήτων, υποχρεωτική αγρανάπαυση, τα ορφανά, τα ποδήλατα).

Ads

Ωστόσο, ο Γκανέλης δεν στέκει αποκλειστικά σε μία στείρα αυτοαναφορική διαχείριση∙ ενσωματώνει εικόνες κοινωνικές μέσα στο πνεύμα του μεταμοντέρνου σουρεαλισμού. Ενσωματώνει την κοινωνική αγωνία και κοινωνικά στιγμιότυπα (για πλάκα γράφω, περί γεωγραφίας) με τη βοήθεια του εξπρεσιονισμού. Λίγες λέξεις συχνά αρκούν για να μετατρέψουν τη σύνθεση και να της αλλάξουν ερμηνευτικό προσανατολισμό (τα ρεύματα, άσκηση γραφής, μυστικός δείπνος, η εκδίκηση του τείχους, αυτοκάθαρση). Έτσι διαμορφώνεται ένα σύμπλεγμα πολυπυρηνικό σε κάθε ποίημα, βάζοντας μέσα στις μεταφορές λέξεις με έμμεσο και άμεσο κοινωνικό προβληματισμό (ευχάριστα νέα, ήξεις αφήξεις, λευκή σελίδα, απολογία ενός κωφάλαλου). Οι λέξεις ακόμα και μέσα σε μία μεταφορά διατηρούν την αρχική τους νοηματοδότηση, δίνοντας νέες ερμηνευτικές κατευθύνσεις. Ο υπερρεαλισμός αξιοποιείται ως ένα τέχνασμα πολυσημίας, που συμβάλλει όμως σημαντικά στη συναισθηματική κλιμάκωση. Η χρήση της αμφισημίας, του συμβολισμού, της ειρωνείας και άλλων μορφολογικών στοιχείων του ποιητικού λόγου καθιστά ένα ποίημα ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες.

Τα υπερρεαλιστικά στοιχεία στη στιχουργική του διαμορφώνουν δυναμικές εικόνες (ονοματοδοσία, άνευ κριτικής, ρωσική ρουλέτα, ταξίδι στην Ουαλία, η ωριμότητα αργεί, ποιητικό μασάζ). Πρόθεση του ποιητή είναι με τη χρήση της αλογίας να απελευθερώσει τη γλώσσα και να τη μετατρέψει από όργανο σε υποκείμενο (Blauchot), φέρνοντας μία νέα σημειωτική και καταργώντας τους περιορισμούς της λογικής οργάνωσης του ποιήματος. Έτσι όμως, μεταδομιστικά, οι λέξεις χειραφετούνται από το σημαινόμενο και διαμορφώνουν έναν ορίζοντα πολλών σημαινόντων και σημαινομένων. Για τον Riffaterre ο υπερρεαλισμός συνθέτει ένα νέο κώδικα στο εσωτερικό του ποιητικού μικρόκοσμου, μία ακολουθία που καθορίζεται και αποδεικνύεται στο ίδιο το επίπεδο του λόγου.

Στο παρελθόν η αυτοαναφορικότητα, στρέφοντας τον ποιητικό φακό στον ποιητή και την τέχνη του, εγκατέλειψε τον περιβάλλοντα χώρο και τον οδήγησε σε ένα περίκλειστο σύμπαν. Η αυτοαναφορικότητα έγινε έτσι μία προέκταση του μονήρους βίου. Σήμερα προβάλλεται πια έντονο το αίτημα για μία ποίηση με κοινωνικό χαρακτήρα. Ο Γιώργος Γκανέλης προσπαθεί να συνταιριάξει την εσωστρέφεια της αυτοαναφορικότητας με την παρατήρηση του χώρου και την αποτύπωση του κοινωνικού συναισθήματος.