Μία γυναίκα ανακαλύπτει την πνευματική γαλήνη καθηλωμένη στο κρεβάτι του σωματικού πόνου. Ένας άντρας αγωνίζεται να επιλέξει ανάμεσα στον έρωτα και την αφοσίωση. Ένας γιος βρίσκει και χάνει τη μητέρα του. Ένα κορίτσι ρισκάρει την οργή των γονιών του για να περάσει λίγα λεπτά σε μια σχολική αίθουσα. Απλοί, συνηθισμένοι κι όμως ξεχωριστοί, όσο ξεχωριστός είναι ο κάθε άνθρωπος αν πλησιάσουμε αρκετά ώστε να εστιάσουμε στο βαθύτερο είναι του, οι ήρωες της Ευαγγελίας Μινάρδου – Αδάμου λυγίζουν κάτω από το βάρος των ενοχών, της αποτυχίας ή του πένθους. Κάποιοι εξ αυτών, ωστόσο, βρίσκουν τη δύναμη να σηκωθούν, να συμμαζέψουν τα συντρίμμια της περηφάνιας τους και να διεκδικήσουν όσα πιστεύουν πως τους ανήκουν. Με την τόλμη και το πείσμα τους μας υπενθυμίζουν πως, μολονότι η απώλεια συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, η ελπίδα φυτρώνει ακόμα και στα χέρσα εδάφη.

Ads

Στο πρώτο της βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, η συγγραφέας και φιλόλογος επιχειρεί μια «κατάθεση ψυχής», όπως το θέτει η ίδια, φέρνοντας στο φως τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων της (εξού και ο τίτλος «Γκρο Πλάνο», προερχόμενος από τον χώρο του κινηματογράφου). Οι πρωταγωνιστές των 37 ιστοριών της είναι προϊόντα μυθοπλασίας, αλλά μοιάζουν τόσο αληθινά ώστε ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να βιώσει σε πρώτο πρόσωπο τον πόνο και τη λαχτάρα τους να απελευθερωθούν από τα δεσμά της οικογένειας, της κοινωνίας ή των ανομολόγητων φόβων τους. Και ίσως αυτό που συνδέει αυτούς τους τόσο διαφορετικούς ανθρώπους είναι η απεγνωσμένη ανάγκη για επικοινωνία, η «δίψα» για ουσιαστική επαφή.
Ορισμένες φορές, η συγκεκριμένη, πανανθρώπινη ανάγκη γίνεται αιτία να πληγώσουμε τους αγαπημένους μας: Στο διήγημα «Μια συνηθισμένη ιστορία», ο πρωταγωνιστής προδίδει την επί δύο δεκαετίες σύζυγο του όταν βιώνει για πρώτη φορά τον απόλυτο έρωτα. Στην «Ενοχή», η μάνα ανοίγει αυθόρμητα την αγκαλιά της όταν βλέπει όχι τον μεγάλο γιο, ο οποίος την φροντίζει ακούραστα, αλλά τον μικρότερο, που απλώς την κοιτάζει με στοργή και ξέρει πως να την κάνει να χαμογελάσει.

Η γονεϊκή παρουσία ή απουσία σημαδεύουν ουκ ολίγους τους από τους χαρακτήρες της συλλογής. Υπάρχει ο γιος που εγκαταλείφθηκε από τη μητέρα του, το κακοποιημένο κορίτσι που καταφέρνει να σωθεί, η μάνα που συνομιλεί με τα χαμένα παιδιά της, η κόρη που μεγαλώνει χωρίς αποδοχή. Υπάρχουν όμως και σχέσεις βασισμένες στην τρυφερότητα και την αυταπάρνηση. Αντίστοιχα, ο έρωτας είναι άλλοτε μοιραίος και άλλοτε λυτρωτικός, αφού σε λίγες μόνο σελίδες η συγγραφέας κατορθώνει να καλύψει όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου συναισθήματος από την οδύνη ως την έκσταση.

Σταθερό σημείο αναφοράς στις ιστορίες του βιβλίου αποτελεί το «νησί». Ακόμα και ο λιγότερο επιμελής αναγνώστης δεν θα αργήσει να αναγνωρίσει το Κυκλαδίτικο τοπίο με τα απόκρημνα βράχια, τα καλντερίμια και τα κατάλευκα σπίτια, ενώ πιο προσεκτικός θα δώσει ένα όνομα στον τόπο της Παναγίας, των ξωκλησιών, των μαρμαρογλυπτών και των αγιογράφων: Πρόκειται,= φυσικά για την Τήνο, όπου η συγγραφέας μεγάλωσε και εργάστηκε επί πολλά χρόνια ως εκπαιδευτικός.

Ads

Στο άκρως συγκινητικό «Επιμύθιο», η συγγραφέας «απεκδύεται το ποιητικό υποκείμενο» για να αποτίσει με την πραγματική της φωνή το ύστατο αντίο στον πατέρα της. Έτσι, με το αληθινό της πρόσωπο ορατό, αποχαιρετά και τον αναγνώστη ελπίζοντας ότι έχει πετύχει τον αρχικό της στόχο: «ένα ανακουφιστικό μοίρασμα του έσω κόσμου», μια «αίσθηση ψυχικής κοινότητας και κατανόησης», μια «σύζευξη ψυχών».