Όπως κάθε γενιά, έτσι και η δική μου ξανανακάλυψε εν είδει ανθρακωρύχου το «Η Αγάπη είναι ένας Σκύλος απ’ τη Κόλαση» του Μπουκόφσκι, το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ, τη «Βενζίνη» του Κορσό, το «Κι ο θάνατος δεν θα ’χει εξουσία» του Ντύλαν Τόμας, εκεί γύρω στα 20 χρόνια της.

Ads

Όμως η δική μας γενιά είχε το προνόμιο να απολαύσει τις μεταφράσεις των τεκτονικών αυτών έργων μέσα από μυστηριωδώς βιωματικές μεταφράσεις. Το όνομα του μεταφραστή συχνά περνά απαρατήρητο όταν αδημονείς να βυθιστείς στο βαθύ χρώμα του διαμαντιού που νομίζεις ότι ξέθαψες. Εκείνα τα βράδια όμως δεν συνέβη το ίδιο.

Ο Γιώργος Μπλάνας, ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός, έστησε την μετάφραση αρχαίων και νεώτερων έργων στα νεοελληνικά της πόδια. Αργότερα, η ποίησή του με κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, στιγμή του τα «Στασιωτικά», κατέκλυσε μία ακόμα δεξαμενή της σκέψης μου. Η άκρως ποιητική μετάφραση του «Αγαμέμνονα» που απογείωσε το έργο του Αισχύλου στην Επίδαυρο το 2018, με ώθησε να δημιουργήσω ένα κανάλι επικοινωνίας με έναν από τους σημαντικότερους διανοούμενους που διαθέτουμε αυτή τη στιγμή. Δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ κοιτάζοντας κάθε 1 ώρα το messenger. Οι απαντήσεις του ήρθαν σαν καταιγίδα. Από αυτές που θες να κάτσεις στο κέντρο τους και να τρανταχτείς, μαζί με ό,τι συνηθισμένο και ανιαρό τραντάζουν οι σκέψεις του.
 
Ξεκινώ με μια “καταστατική’’ ερώτηση: θα αντέξει η ποίηση;
 
Αρχικά  θα αντέξει σ’ ένα πνευματικό περιθώριο, που θα συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, καθώς η βαρβαρότητα του νεο-φιλελευθερισμού από τη μια θα επιβάλλει -σε επίπεδο κουλτούρας- τον συντηρητισμό και από την άλλη θα διαχέει -σε επίπεδο αγοράς- την πιο χυδαία εκδοχή αντιπνευματικότητας. Έπειτα η μοίρα της θα εξαρτηθεί από τη μοίρα του ανθρώπινου είδους. Εδώ που φτάσαμε, ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει αν μέσα σε αυτόν τον αιώνα δεν συμβεί μια μεγάλη ιστορική αλλαγή, η οποία θα τον προσανατολίσει προς μια καινούργια ριζοσπαστική πνευματικότητα και συνεπώς ένα καινούργιο κοινωνικό μοντέλο επιβίωσης. Η ποίηση θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την αλλαγή.
 
 Ποια ποίηση θα αντέξει;
 
Αυτή που δεν θα έχει καμία διάθεση να υπαναχωρήσει από την αρχαϊκή καταστατική της διακήρυξη. Τι εννοώ. Αυτό που ονομάζουμε σήμερα ποίηση κυκλοφορεί ανάμεσά μας με δύο ονόματα: ποίησις και στιχουργία. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Η στιχουργία είναι συνεχής επανάληψη ρητορικών κανόνων και κλασικών, τυποποιημένων θεμάτων. Πρόκειται για αναπαραστατική πρακτική, γι’ αυτό που σύσσωμος ο Δυτικός και «δυτικίζων» κόσμος χαρακτηρίζει ως «ένα γλωσσικό παιχνίδι με στόχο την πρόκληση λεπτών συναισθημάτων». Η ποίησις είναι κατασκευή βιωματικών μοντέλων. Δεν χρησιμοποιεί την γλώσσα σαν εργαλείο πρόκλησης συναισθημάτων. Ανασκάπτει την γλώσσα και ανασκάπτεται από την γλώσσα, προκειμένου να εντοπίσει εκείνα τα σημεία, όπου το Είναι προβάλλει άγνωστες μέχρι εκείνη την στιγμή δυνατότητες βίωσης τού κόσμου. Η ποίησις μας προτείνει να πίνουμε το βράδυ το «Μαύρο γάλα του πρωινού» (Τσέλαν) ή να μην έχουμε «Ούτε μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή (Μαγιακόβσκη) ή να αφαιρέσουμε από τον ήλιο την «λαίμαργη αστρονομία» για να δούμε πως είναι μια «πυγολαμπίδα που διαστέλλει την κίνηση μες στο άναυδο σκοτάδι» (Καρούζος). Η στιχουργία διαθέτει ένα είδος αντοχής, λόγω της τυποποίησής της, αλλά όσο περνά ο καιρός δεν θα μπορεί κανείς να την διακρίνει από μια -έστω καλογραμμένη- ημερολογιακή σημείωση. Στο τέλος, θα σταματήσει να γράφεται.
 
Αν είχατε μπροστά σας αυτή τη στιγμή έναν νέο ποιητή, τι θα του λέγατε;
 
Καν να μην διανοηθεί να καταπιαστεί με την ποίηση, αν δεν είναι διατεθειμένος να ριχτεί σε έναν αγώνα (έστω αποτυχημένο – όμως αγώνα) λογικής, ηθικής και αισθητικής τελειοποίησης του εαυτού του. Η γλώσσα δεν είναι εργαλείο, για να μάθει να το χειρίζεται. Η γλώσσα είναι ψυχή. Και επειδή η ψυχή είναι αυτή η άγνωστη οντότητα που απασχόλησε τα καλύτερα πνεύματα από τον Πλάτωνα μέχρι τον Ντεριντά κι από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Βίτγκενσταϊν, ο δρόμος του ποιητή είναι μακρύς. Μπορεί, βέβαια, να στιχουργήσει και να χαρεί κάποιες επιτυχίες. Φτάνει αυτό σε έναν άνθρωπο με υψηλούς στόχους;
 
 Αναρτάτε τα έργα σας στο διαδίκτυο με ελεύθερη πρόσβαση. Τι σας ώθησε σε αυτή την στάση;
 
Η σταθερή προσήλωσή μου στην δημοκρατία. Την πραγματική αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, όχι το αριστοκρατικό πολίτευμα που ονομάζουμε σήμερα δημοκρατία. Στην δημοκρατία όλοι πρέπει να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην ποίηση, τη φιλοσοφία, την επιστήμη. Υπάρχουν άνθρωποι, που μπορούν και θέλουν να δαπανήσουν χρήματα για να αποκτήσουν πρόσβαση. Και υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να μειώσουν το εισόδημά τους. Γιατί οι άνθρωποι που πληρώνουν πανάκριβα την ελλιπέστατη ελληνική παιδεία να μην μπορούν  -αν θέλουν- να διαβάσουν τις εργασίες μου; Τους οφείλω τόσα πολλά. Κυρίως το ότι κρατούν ζωντανή και πλουτίζουν καθημερινά την γλώσσα στην οποία γράφω.  
 
Θα μπορούσε η ποίηση -με την ευρεία έννοια- και ο κύκλος των ανθρώπων που την απαρτίζουν να αποτελεί μια συγκροτημένη πολιτική δύναμη;
 
Αποκλείεται. Αυτό δεν έγινε ούτε στις αρχές του 20ού  αιώνα, όταν το μεγαλύτερο μέρος των σημαντικών ποιητών μοιράζονταν την ίδια ιδεολογία. Το ζήτημα δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα. Πάντως έχει σχέση με την στιχουργία και την ποίησιν. Αυτοί που ασκούν το πρώτο είδος είναι συντριπτικά περισσότεροι από αυτούς που ασκούν το δεύτερο και έχουν πάντα κάθε διάθεση να εξυπηρετήσουν την όποια εξουσία, προκειμένου να αποσπάσουν κάποια προνόμια. Εξάλλου δεν νομίζω πως θα είχε νόημα μια συγκροτημένη πολιτική δύναμη ποιητών. Πολύ φοβάμαι πως θα άρχιζε να ερωτοτροπεί με την Πολιτεία του Πλάτωνα – την ίδια από την οποία ο φιλόσοφος τους έδιωχνε.
 
Κάποιες πρόσφατες μεταφράσεις σας στην αρχαία τραγωδία – ο “Αγαμέμνων’’ του Αισχύλου επί παραδείγματι- προκάλεσαν αντιδράσεις. Τις παρακολουθείτε; Πως τις προσλαμβάνετε;
 
Τις παρακολουθούσα αναγκαστικά, όταν είχαν ευρεία δημόσια διάσταση. Θέλω να πω: με παρακολουθούσαν εκείνες. Τώρα κάπου βρίσκονται, κάποιους απασχολούν κι έτσι μπορώ με την ησυχία μου να αδιαφορώ γι’ αυτές.  Δυστυχώς -αν εξαιρέσει κανείς τις κριτικές παρατηρήσεις κυρίως νέων και θεατρολογικά καταρτισμένων αρθρογράφων, παρατηρήσεις που έλαβα πολύ σοβαρά υπόψη μου- οι αντιδράσεις είχαν συντεχνιακό και πολιτικό χαρακτήρα. Πλησίασα πολύ -χωρίς να το θέλω- τις συντεχνίες του θεάτρου και οι αρμόδιοι ανέλαβαν να αποκαταστήσουν την τάξη. Σαν προσπάθεια καταστολής τις προσλαμβάνω. Στον χώρο της ποίησης είχα πάντα καλούς κριτικούς. Δεν μου χαρίστηκαν ποτέ. Και οι παρατηρήσεις τους ήταν πάντα πηγή δημιουργίας για μένα. Ξέρω τι είναι κριτική. Αυτό που έγινε με τις μεταφράσεις μου δεν ήταν κριτική. Άρα δεν με αφορά.
 
Τι θα λέγατε σε έναν νέο μεταφραστή;

Η μετάφραση είναι μορφή ερμηνείας. Αναγκαστικά, ο ερμηνευτής είσαι εσύ. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα περισσότερο από τον εαυτό σου. Αλλά μην δεχθείς να κάνεις τίποτα λιγότερο.
 
Η παγκόσμια λογοτεχνία έχει τους μεταφραστές που της αξίζουν στην Ελλάδα;
 
Στην Ελλάδα έχουμε σήμερα -όπως πάντα άλλωστε- εξαίρετους μεταφραστές, πραγματικούς δημιουργούς. Συχνά σκέπτομαι πως είναι κρίμα κάποιοι από αυτούς να μην γράφουν δικά τους πράγματα. Και να σκεφτεί κανείς πως οι περισσότεροι είναι χαμηλών τόνων άνθρωποι. Ίσως έτσι γλυτώνουν την μοχθηρία των αυτόκλητων «ειδημόνων».
 
Στηρίζετε κάποια από τις κοινοβουλευτικές ή εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις; Η κρατική αυθαιρεσία εκρήγνυται με τη μορφή της αστυνομικής καταστολής. Έχετε άποψη για το πώς αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί;
 
Είναι γνωστό -με δική μου δήλωση- πως είμαι κομμουνιστής. Τώρα αυτό έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη είναι πως μεγάλωσα με το ίνδαλμα ενός αρχειομαρξιστή παππού, τον οποίο δεν γνώρισα. Η δεύτερη διάσταση κυριαρχείται από μιαν απόφανση του Αλαίν Μπαντιού: «Η Ιδέα του κομμουνισμού είναι αυτό μέσω του οποίου μπορούμε να διατυπώσουμε τη διαδικασία μιας αλήθειας […] να μετατοπίσουμε, για κάποιο χρόνο, τις δυναμικές γραμμές μέσω των οποίων το κράτος προδιαγράφει τι είναι δυνατόν και τι αδύνατον». Από την εφηβεία μου συμπαθούσα και ψήφιζα το ΚΚΕ. Στήριξα, βέβαια, τον ΣΥΡΙΖΑ, αρχικά, ελπίζοντας σε μια πολιτισμική στροφή κυρίως. Είμαι πολύ απογοητευμένος. Το πολιτικό κενό έχει εισβάλει μέσα μου.

Ads

Πάντως με πληγώνει αφάνταστα η αντικομμουνιστική υστερία, που έχει καταλάβει ανθρώπους με σημαντικά μορφωτικά εφόδια. Ειδικά στην Ελλάδα, έπρεπε να σέβονται -έστω και μόνο για ιστορικούς λόγους- τους κομμουνιστές. Η ελληνική γη είναι ποτισμένη με το αίμα τους, για δίκαιους αγώνες. Και σημειωτέον δεν επέτρεψαν ποτέ σε ξένη δύναμη να βομβαρδίσει την πατρίδα τους. Όσο για την κρατική αυθαιρεσία, δεν εκρήγνυται μόνο με την μορφή της αστυνομικής καταστολής. Το σύνταγμα γενικώς έχει παροπλιστεί από την πρώτη στιγμή που η συμμορία των Ευρωπαίων βιομηχάνων και γαιοκτημόνων -η οποία καταχράται τις ελπίδες των λαών της Ευρώπης για μιαν ειρηνική και δημιουργική ζωή- αποφάσισε να εφαρμόσει στην Ελλάδα το σχέδιο «Κατάσταση Εξαίρεσης».

Η ΝΔ άνοιξε τα μπαούλα του «Γένους»,  έβγαλε έξω τα συμπράγκαλα του «Αντισυμμοριτικού Αγώνα» και τα παρέδωσε αφενός στα θλιβερά απομεινάρια της παραδοσιακής ακροδεξιάς και αφετέρου στα χειρότερα είδη πολιτών: τον ιδεολογικό τυχοδιώκτη, τον «αριστεύσαντα» πνευματικό νεοσσό, που νομίζει πως ο κόσμος γεννήθηκε την ώρα που άνοιξε το πρώτο και μοναδικό του For Beginners  βιβλίο και τον δειλό εραστή της βίας. Ο βούρκος που κρατούσε στον βυθό η μεταπολιτευτική ηγεμονία της αμφισβήτησης (με όλη την κουλτούρα και την υποκουλτούρα της) ήρθε στην επιφάνεια. Θα δώσουν την παράστασή τους και ύστερα θ’ αρχίσουν να αδιαφορούν για τα πάντα και τους πάντες. Θα ασχολούνται μόνο με τα συμβόλαια που μπορούν να κλείσουν – από τον πιο χαμηλόβαθμο αστυνομικό, μέχρι τον πιο ισχυρό υπουργό.

Στο μεταξύ, εμείς οφείλουμε να προβάλουμε αντίσταση. Και όταν λέω αντίσταση, δεν εννοώ να παραστάσεις «επεισοδίων» της κακιάς ώρας, για να τροφοδοτούμε την τηλεόραση με δωρεάν υλικό θεάματος. Πρέπει να βρούμε τρόπους πιο αποτελεσματικούς. Ο λόγος μπορεί να τρυπώσει παντού, διαμορφώνει κλίμα. Και η σωματική παρουσία στην διαμαρτυρία – ιδίως με την έντονη επιτελεστικότητα που έχει αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες.