O Αλλαμανής, δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας,  ζορίζεται με τη μυθολογία. «Προτείνω να προσεγγίζουμε τους μύθους μας – και τον Χατζιδάκι  – στις ανθρώπινες διαστάσεις τους και μέσα από τεκμήρια. Ίσως έτσι τους αγαπήσουμε ξανά, χωρίς να μειώνεται η αξία τους. Αλλιώς τσαλαβουτάμε στο βουρκάρι του copy/paste και των emoticons.» λέει στο tvxs.gr με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου «Στον καιρό της Λιλιπούπολης – Η βιογραφία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής» (ΤΟΠΟΣ).

Ads

Αυτή η εστίαση του ερευνητή στην αληθινή ροή των γεγονότων χωρίς ωραιοποιήσεις, είναι που με είχε συγκινήσει και στο πρώτο του βιβλίο για τον Άσιμο «Δίχως Καβάτζα Καμιά» γιατί τελικά από μια σοβαρή έρευνα, προκύπτει κάτι μεγαλύτερο από την αξία του μύθου που ακολουθεί κάποιες προσωπικότητες.

Η μυθιστορηματική ζωή με τις σκιές και τις αχτίδες φωτός, αλλά συχνά και μια δράση ανθρώπινη κοινωνική και καλλιτεχνική, που ορίζει τον πήχη για το τι είναι δυνατό να βιώσουμε και να χτίσουμε συλλογικά, όπως η περίπτωση Χατζιδάκι και το συλλογικό έργο Λιλιπούπολη.

Η εξαιρετική έρευνά του, μας προσγειώνει στην εποχή του Χατζιδακικού Τρίτου Προγράμματος, να εργαστήρι ιδεών και ζυμώσεων (τη μήτρα του ραδιοφώνου στα χρόνια της μεταπολίτευσης όπως γράφει στον πρόλογο του ο Γ. Μητρόπουλος).

Ads

Μας συστήνει τους δεκάδες συμμετέχοντες πιάνοντας το νήμα από το προσωπικό τους background, μας θυμίζει το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα μέσα στο οποίο ξεφύτρωσαν τα χρυσαλιφουρφουρα με ντοκουμέντα που συνοδεύουν κάθε σελίδα του βιβλίου και αποκαλυπτικές συνεντεύξεις.

Αποκαλύπτει με ποιον τρόπο η ελευθερία που έδωσε ο Χατζιδάκις στους 150 ανθρώπους που πέρασαν από τα λαγκάδια της Λιλιπούπολης να εκφραστούν καλλιτεχνικά και πολιτικά, απέδωσε καρπούς και μετακίνησε τις τεκτονικές πλάκες της ραδιοφωνίας και της κοινωνίας.

«Το magic bus είναι το Τρίτο, η Λιλιπούπολη είναι μόνο ένα από τα φωτεινά του παράθυρα» γράφει ο Αλλαμανής. Ένα τόσο φωτεινό παράθυρο, που περιέγραψε την πολιτική πραγματικότητα, πηγαίνοντας πάντα ένα βήμα παρακάτω. «Οι πολιτικοί φάκελοι πρώτα διαβάζονται δημόσια και μετά καταστρέφονται. Δυστυχώς στην Ελληνική πραγματικότητα αυτό δεν έγινε ποτέ. Κάθαρση για τους φακέλους έγινε μόνο στη Λιλιπούπολη» λέει στον Αλλαμανή ο Ν. Ζηργάνος μιλώντας για τον Χαρχούδα που είχε φακελώσει αντιπάλους και δικούς του.

Ο Αλλαμανής όμως μας πρόσφερε και κάτι ακόμα εκτός από την πρώτη ενδελεχή έρευνα μετά από 45 χρόνια για το Χατζιδακικό Τρίτο. Επαναπάτρισε στην ΕΡΤ 73 επεισόδια που βρήκε από προσωπικά αρχεία ακροατών. Ούτε  η δισκογραφία, ούτε η ΕΡΤ είχε φροντίσει να τα ψάξει νωρίτερα.

Ξεκίνησα να διαβάζω τη «βιογραφία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής» και τελικά απόλαυσα την ανατομία μιας ολόκληρης εποχής, της εποχής του χατζιδακικού Τρίτου.  Μήπως τελικά αυτό υποδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου «Στον καιρό της Λιλιπούπολης»;

Στην κινηματογραφική εκδοχή του Ψυχρού Πολέμου, προβολείς σαρώνουν στο σκοτάδι τα όρια: τείχη, σύνορα, συρματοπλέγματα, θανάσιμες παγίδες. Από πίσω υπάρχουν άνθρωποι, ανθρώπων έργα και εποχές. Οι δικοί μου προβολείς ξεκίνησαν απ’ τα λαμπιόνια μιας κατ’ όνομα παιδικής εκπομπής για να φωτίσουν έργα και ημέρες των δεκάδων μαστόρων της τέχνης που έφερε ο Μάνος Χατζιδάκις στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ από τον Ιανουάριο του 1975 έως τον Μάρτιο του 1982. Είναι μια περιοχή της ευρύτερης Επικράτειας της Μεταπολίτευσης, τότε που τα όνειρα έμοιαζαν καλοκαιρινά φεγγάρια – θα άπλωνες το χέρι και θα τα ‘πιανες.

Ναι, ακριβώς αυτό που λες υποδηλώνει ο τίτλος, αν και η τελευταία λέξη για το χατζιδακικό Τρίτο δεν έχει ειπωθεί ακόμα. Πόσο μάλλον που το «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» προτείνει για πρώτη φορά ένα συμπαγές αφήγημα (όχι σκορποχώρι, ούτε βουτηγμένο στα σιρόπια της νοσταλγίας) για το επταετές ραδιοφωνικό «θαύμα». 

Αναφέρεις και περιστατικά που μας προσγειώνουν σε σχέση με τη μυθολογία κάποιων προσώπων. Παράδειγμα η φράση του Καμπανέλη «Μα τι έχετε πάθει όλοι με το Τρίτο;» και η γνώμη του Ξυλούρη για τα «ξενόφερτα» τραγούδια. Ηθελες  να υπογραμμίσεις πως το έργο δεν γεννήθηκε σε μια εποχή επαναστατική αλλά αντιθέτως μέσα σε ένα συντηρητικό κατά βάση περιβάλλον;

Λένε ότι η επανάσταση είναι ο λόξυγκας της Ιστορίας: δεν κρατάει πολύ, έχει υπερβολές, παρενέργειες και μακροχρόνιες συνέπειες.

Δεν ήταν «επαναστατικά» τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας. Αντίρροπες δυνάμεις πάλευαν στα ρινγκ της πολιτικής και της πνευματικής εξουσίας. Το 1982-83 ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ως Διευθυντής Ραδιοφωνίας γκρέμισε ό,τι μισόχτισε ο Χατζιδάκις.

Το έκανε για τουλάχιστον δύο λόγους. Πρώτον, για να πουλήσει τη νέα «αριστερή» Ελλάδα της Αλλαγής – à l’époque ήταν ΠΑΣΟΚ μέχρι το κόκκαλο. Και, δεύτερον, για να συνδεθεί αυτάρεσκα με το «δικό του» Δεύτερο Πρόγραμμμα. Η πλάκα είναι ότι με το Δεύτερο τα κατάφερε! Στη δεκαετία του ’80, με επικεφαλής τη Σοφία Μιχαλίτση, έγινε, σε γενικές γραμμές, μια χαρά πρόγραμμα.

Εκεί, μεταξύ πολλών άλλων, έκανε τότε εκπομπές και η Μαριανίνα Κριεζή. 

Ναι, η απαξιωτική γνώμη του Νίκου Ξυλούρη για «τα διάφορα ξενόφερτα, τα νέγρικα, τα χου χου!» καθρεφτίζει το κατά βάση συντηρητικό περιβάλλον μιας κοινωνίας σε σύγχυση. Από τη μια σταυροκοπιέται, συντονίζεται με το σλόγκαν του Γιάννη Μαρκόπουλου «επιστροφή στις ρίζες», εποφθαλμιά για τα παιδιά της μια θέση στο Δημόσιο και χαζεύει το σίριαλ  «Λούνα Παρκ».

Από την άλλη, τραγουδάει Θεοδωράκη και μελοποιημένη ποίηση, μηρυκάζει μαρξιστικά τσιτάτα, γεμίζει τα σινεμά με νεολαίους όταν προβάλλεται η ταινία για το Γούντστοκ και αγγίζει – πάμε στις μειοψηφίες τώρα – τον Ξενάκη, τον Ντεμπόρ ή τον Μαρκούζε. Ζορίζομαι με τη μυθολογία. Προτείνω να προσεγγίζουμε τους μύθους μας – και τον Χατζιδάκι  – στις ανθρώπινες διαστάσεις τους και μέσα από τεκμήρια. Ίσως έτσι τους αγαπήσουμε ξανά, χωρίς να μειώνεται η αξία τους. Αλλιώς τσαλαβουτάμε στο βουρκάρι του copy/paste και των emoticons. 

Η έρευνα είναι ενδελεχής και λεπτομερής, όμως ο αφηγηματικός λόγος σου ρέει με τρόπο που αναρωτιέται ο αναγνώστης πόσο χρόνο σου πήρε για να κάνεις τόσο δική σου την ιστορία, να βάλεις τα γεγονότα στη σειρά, να τα πλαισιώσεις με το κλίμα της εποχής και τελικά να γίνεις ο αφηγητής μιας χρυσής εποχής του ραδιοφώνου;

Μου πήρε 15 μήνες, απ’ τον Ιούνιο του 2020 που ξεκίνησα να γράφω έως τον Σεπτέμβριο του 2021 που έβαλα τελεία και παύλα. Κάθε ερευνητής έχει τα δικά του εργαλεία. Εμένα πάντως δεν με πρόδωσαν οι σημειώσεις μου (κατεβατά κάτω από τα απομαγνητοφωνημένα επεισόδια), τα μη ορατά στον αναγνώστη Έγγραφα Εργασίας (ονόματα, χρονολογίες, μαύρες τρύπες, αδιασταύρωτες πληροφορίες, όλες οι «συναυλίες Λιλιπουπόλεως», «να ξαναρωτήσω», «να ξαναπάω στο εφημεριδοστάσιο» κ.λπ) και η απόφασή μου να μην γράψω ούτε μία φράση απ’ το βιβλίο αν δεν σταθεί πρώτα η τεκμηρίωση στα πόδια της (πήρε τέσσερα χρόνια). Η προφορικότητα του γραπτού μου λόγου είναι το πιο ακονισμένο αφηγηματικό εργαλείο μου. Έφτυσα αίμα απ’ το 1984 μέχρι σήμερα για ν’ ακονίσω αυτό το μολύβι στα ΜΜΕ όπου φάγαμε τα νιάτα μας. Δεν τ’ αλλάζω με τίποτα.   

Τι σε παίδεψε περισσότερο;

Τεχνικά, με παίδεψαν οι έξι επαναριθμήσεις/ επαναχρονολογήσεις των 213 επεισοδίων της «Λιλιπούπολης». Ιδίως η πέμπτη, μας πήρε με τη γυναίκα μου τη Μάγδα μια εβδομάδα: δύο λάπτοπ πλάι πλάι στο ίδιο τραπέζι απ’ το πρωί ως το βράδυ. Αγιορίτικο καλογερίστικο εργόχειρο.  Ψυχικά, ο ναρκισσισμός ελάχιστων, ευτυχώς, συντελεστών της εκπομπής. Κάποιοι νόμιζαν ότι έγραφα βιβλίο για αυτούς. Και ως πληροφορία-σκληρό καρύδι, με παίδεψε η ακριβής ημερομηνία θανάτου ενός ξεχασμένου Γενικού Διευθυντή της ΕΡΤ, του Κωνσταντίνου Χόνδρου. Αν δεν την είχα, μία χρονολογία σ’ έναν πίνακα μισής σελίδας θα έμενε κενή – δεν το χωρούσε το μυαλό μου. Ο άνθρωπος έπαθε εγκεφαλικό τον Αύγουστο του 1981 εν ώρα συνεδριάσεως του ΔΣ της ΕΡΤ. Μετά χάνεται από όλα τα δημοσιεύματα. ‘Αρχισα να διαβάζω μέρα προς μέρα τα «Κοινωνικά» των εφημερίδων, ώσπου βρήκα το αγγελτήριο της κηδείας του τρεις μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 1981. Αν δεν το ‘βρισκα θα έσκαγα!   

Τι σε ξάφνιασε περισσότερο;

Στα ίχνη της εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη» με ξάφνιασε το ότι κανείς από τους συντελεστές της δεν ηχογραφούσε – και βεβαίως δεν είχε – επεισόδια. Η ζωή, η νεότητα, η εργασία και η δημιουργικότητα έτρεχαν με χίλια. Ευτυχώς βρήκα ακροατές-διασώστες που έγραφαν κασέτες και μάζεψα 73 χαμένα επεισόδια. Τα επαναπάτρισα στο Αρχείο της ΕΡΤ, εκεί είναι η θέση τους. Στα ίχνη του χατζιδακικού Τρίτου με ξάφνιασε η βεντάλια της ανθρωπογεωγραφίας του, αν και την είχα υποπτευθεί. Πάνω από 150 σπουδαίοι συνεργάτες επί επτά χρόνια. Ποια «μικρή ομάδα εκλεκτών» και ποια «αυλή του Χατζιδάκι»… Προσοχή: όχι ότι δεν υπήρξε «αυλή» – βασιλιάς-Ήλιος ήταν ο Μάνος – αλλά είναι άλλο η άτυπη ομάδα εργασίας στον Μαγεμένο Αυλό και άλλο το πολυπρόσωπο προσκλητήριο δεκάδων συνεργατών στο Τρίτο. 

Είναι τυχαίο που εμβάθυνες  στο χατζιδακικό Τρίτο σε μια εποχή ένδειας και μαρασμού της ελευθερίας στο ραδιόφωνο και γενικά στα ΜΜΕ;

Όχι, καθόλου τυχαίο. Έχω υποστεί και εγώ, μαζί με αρκετούς συναδέλφους, την ένδεια και τον μαρασμό της ελευθερίας που λες.

Μία από τις συνέπειές της είναι ότι το είδος της τεκμηριωτικής και κριτικής δημοσιογραφίας που ασκούμε δεν πολυενδιαφέρει τους εργοδότες – να ‘ναι καλά η λίστα Πέτσα, το άσπρο/μαύρο, τα non paper και οι κομματικές εξέδρες. Ανάσα προσωπική, οξυγόνο – παρά τις τοξικές αναθυμιάσεις και της Μεταπολίτευσης – ήταν η πενταετής καθημερινή περιήγησή μου στον «καιρό της Λιλιπούπολης». 

Όσοι -ες έχουν γνωρίσει τον Χατζιδάκι γνωρίζουν πάνω κάτω πώς εργάστηκε, ειδικά με τους νέους. Πόσο ευρύχωρος ήταν και πόσο χώρο άφηνε. Όσοι δεν το γνωρίζουν το μαθαίνουν από το βιβλίο σου. Τι ήταν αυτό που τον έκανε τόσο μεγάλη προσωπικότητα, πέρα από το ταλέντο του, ώστε να ρίξει φως σε μια εποχή με τα δικά της ερέβη;

Φαίνεται ότι ο Χατζιδάκις ήταν άνθρωπος της πράξης, «doer». Όταν ήταν 20χρονος αξιώθηκε χαριστικές δωρεές από άτυπους δασκάλους του, οι πιο γνωστοί είναι ο Κουν και ο Γκάτσος. Πιστεύω ότι αυτό που τον έκανε τόσο μεγάλη προσωπικότητα ήταν ότι δεν κλείστηκε σ’ ένα διαμέρισμα γράφοντας ποίηση για παράδειγμα, όπως έκανε ο Ελύτης, παρόλο που (και) αυτή η επιλογή είναι σεβαστή. Περπάτησε στην αγορά! Έγινε εκλαϊκευτής διανοούμενος, εξωστρεφής πολιτιστικός διαχειριστής, τροχονόμος του τραγουδιού και των τεχνών. Όλα αυτά όμως με νοοτροπία αριστοκρατίας του πνεύματος, με απέχθεια για τον χοντροκομμένο «λαό», με γνώση της δυναμικής και της συχνής κενοδοξίας της νεότητας. Και, για την εποχή που εξετάζω στο «Στον καιρό της Λιλιπούπολης», με την ασπίδα προστασίας του Καραμανλή, τουλάχιστον μέχρι τον Μάιο του 1980, όταν ο «μεγάλος» δραπέτευσε στην προεδρία της δημοκρατίας για να μην κάτσει να χάσει στις εκλογές από το προελαύνον ΠΑΣΟΚ.       

Είπες σε μια συνέντευξη «Θέλει Χατζιδάκιδες για να φυτρώσουν τα Χρυσαλιφούρφουρα». Αν υπήρχαν θα επιλέγονταν; Με την έννοια ότι Χατζιδάκιδες δεν υπάρχουν, αλλά υπάρχουν άνθρωποι με ένα όραμα πέρα από την άγονη λογική της play list.

Οι Χατζιδάκιδες είναι προϊόντα τoυ καιρού τους. Απ’ το καμίνι της Κατοχής και των Δεκεμβριανών ξεπήδησε ο Μάνος, από τις συναυλίες κλασικής μουσικής στον μικρόκοσμο της Αθήνας και τα ρεμπέτικα καταγώγια, από τις μεταπολεμικές ακροάσεις δίσκων στην Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών (USIA) στον «soft power» πυρήνα της στην οδό Πανεπιστημίου, από το Θέατρο Τέχνης, το ασπρόμαυρο λαϊκό σινεμά, τα καφενεία του Λουμίδη και του Φλόκα. Το ερώτημα λοιπόν είναι: γίνονται σήμερα ζυμώσεις ικανές να αναδείξουν τέτοιου μεγέθους προσωπικότητες; Όχι. Αλλά τουλάχιστον υπάρχουν ηγέτες στον χώρο του πολιτισμού που και σπουδαίους πυρήνες συγκροτούν, και περιφέρουν εκτός συνόρων μια φωτεινή εκδοχή της σύγχρονης Ελλάδας. Ας κατονομάσω δύο τέτοιους ωραίους αρχιμάστορες: τον σκηνοθέτη Νίκο Καραθάνο και τον μαέστρο Θεόδωρο Κουρεντζή.  Στο ραδιόφωνο πάλι… Ακέφαλες play list στα ερτζιανά με ελάχιστες εξαιρέσεις, ερασιτεχνικό χάος στα web radios. Μόνο στα podcasts κάτι (δια)σώζεται.

Μαθαίνουμε από το βιβλίο σου πως η Λιλιπούπολη ήταν ιδέα δύο γυναικών ωστόσο η τελική της μορφή ήταν μια πραγματικά ομαδική δουλειά. Έως κι ο Κυπουργός που ήταν συνθέτης, συνέβαλε στη διαμόρφωση των χαρακτήρων.

Είναι συλλογικό έργο τέχνης η «Λιλιπούπολη», δεν έχει αποκλειστικούς ιδιοκτήτες. Οι ηθοποιοί ήταν 30, οι μουσικοί δεκάδες, βάλτε και τους τέσσερις συνθέτες, την στιχουργό, την σκηνοθέτιδα Ρεγγίνα Καπετανάκη, την παραγωγό Ελένη Βλάχου, τον μαέστρο Βύρωνα Φιδετζή κ.ά. Οι απόπειρες, αργότερα, να φυλακιστεί στa δεσμωτήριa του copyright για να γεννηθεί μια «νέα Λιλιπούπολη» δεν καρποφόρησαν, εννοώ καλλιτεχνικά. Τα θαύματα επαναλαμβάνονται μόνο στο «αναπαραγωγή τώρα» του youtube – και πάλι, κάποτε τα χορταίνει κανείς.

Ο φακός σου δεν πέφτει μόνο στο έργο, αλλά και στις ζωές της dream team. Επιλέγεις να εντάξεις στο μωσαϊκό από που ήρθε ο καθένας, το οικογενειακό υπόβαθρο της Πλάτωνος, των εμπνευστριών, των μουσικών. Τι μαθαίνουμε από εκεί;

Μαθαίνουμε ότι το ποτάμι φουσκώνει από πολλά και διαφορετικά ρυάκια. Καλλιεργημένα πλουσιοκόριτσα ήταν οι τέσσερις κοπέλες του δημιουργικού πυρήνα, η Καπετανάκη, η Βλάχου, η Κριεζή και Άννα Παναγιωτοπούλου. Λαϊκή ή αγροτική καταγωγή είχαν πολλοί ηθοποιοί όπως ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης-Χαρχούδας, ο Θόδωρος Μπογιατζής-Δυστροπόπιγκας και ο Λάμπρος Τσάγκας-Παπαγάλος. Οι ηχολήπτες Γιάννης Συγλέτος και Γιάννης Σμπούνιας κατέβηκαν απ’ τα χωριά τους στην Αθήνα, φτωχοί και περήφανοι. Δεν λείπουν παιδιά μιας σχετικά καλοβαλμένης μεσαίας τάξης όπως ο Χριστοδούλου, ο Μαραγκόπουλος, ο Φιδετζής, από τους ηθοποιούς ο Φασουλής, ο Βογιατζής, η Οικονομίδου και άλλοι. Δεν με ενδιαφέρει μόνο ότι ο Αντώνης Κοντογεωργίου είναι εξαιρετικός μαέστρος χορωδίας και βαρύτονος. Με απασχολεί η διαδρομή του από τις αγορίστικες νεανικές χορωδίες των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων της Θεσσαλονίκης των sixties – «Ζωή» και τα τοιαύτα…  – μέχρι το Μόναχο όπου σπούδασε, το Τρίτο κι ακόμα παραπέρα. Αναζητώ αρώματα ζωής. Διαφορετικά θα μου αρκούσε ένα μηχάνημα που αναλύει κυματομορφές ήχων.    

Τι ήταν αυτό που έκανε τη Λιλιπούπολη ένα εμβληματικό έργο; Η  καλλιτεχνική ποιότητα, το πολιτικό στίγμα ή τελικά η φόρα όλων αυτών των δημιουργών και της εποχής;

Και τα τρία: το επίπεδο των συντελεστών της, τα αριστερόστροφα σενάρια που έφερε η Παναγιωτοπούλου από τις επιθεωρήσεις του «Ελεύθερου Θεάτρου», τα τέρμα γκάζια της Μεταπολίτευσης. Επίσης η γενναιόδωρη παροχή από τον Χατζιδάκι όλων των «μέσων παραγωγής» (ορχήστρες, στούντιο, πρόσβαση σε μεγάλα ακροατήρια στα ερτζιανά και στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Τρίτου κ.λπ.) καθώς και η συγκινητική, σχεδόν πατρική κάλυψη των συνεργατών του απέναντι σε όσους θεωρούσαν ότι αναρχικοί, κομμουνιστές και αδελφές κατέλαβαν μία συχνότητα της δημόσιας ραδιοφωνίας και βγάζουν γλώσσα.  Βέβαια, με τον καιρό τα τραγούδια αυτονομήθηκαν και τα επεισόδια ξεχάστηκαν. Το «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» είναι η πρώτη απόπειρα να φωτιστούν τα επεισόδια, να ενωθούν με τα τραγούδια και – όλα μαζί – να γίνουν όχημα για να καταλάβουμε τί πραγματικά ήτανε το Τρίτο Πρόγραμμα επί Χατζιδάκι.

Είναι η ουτοπία τελικά στο κέντρο της Λιλιπούπολης; Και κατά πόσο η ουτοπία αυτή είναι ένα όραμα για την εποχή μας;

Η εκπομπή «Εδώ λιλιπούπολη» διέθετε αφενός ονειρικά στοιχεία, αφετέρου στοιχεία κοινωνικοπολιτικής σάτιρας. Ως ουτοπία, είναι μια από τις Μητροπόλεις των Ονείρων, δίπλα στη Νεφελοκοκκυγία, την Neverland, τα Φαλανστήρια του Φουριέ ή την Οκτάνα του Εμπειρίκου. Δεν μπορώ να φανταστώ, ούτε να αντέξω, μια κοινωνία που τμήματά της δεν εμπνέονται από ουτοπίες. Όμως η Λιλιπούπολη του 1979 (χρονιά ακμής και του Τρίτου και την εκπομπής) δεν πιστεύω ότι σήμερα έχει την τιτάνια ισχύ ενός κοινωνικού οράματος. Μην ζητάμε να κουβαλήσει στους ώμους του τέτοια ευθύνη ο δόκτωρ Δρακατώρ, πανεπιστήμονας ενός ραδιοφωνικού παραμυθιού είναι ο καημένος, όχι υπεράνθρωπος. Το χειροπιαστό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, ναι, μπορεί θαυμάσια να ακούγεται πού και πού στα μεγάφωνα του τρένου προς την ουτοπία. Μόνο που περιμένουμε χρόνια στον σταθμό και τρένο δε λέει να φανεί. 

Γράφεις κάπου «… όταν κάθε νέο τραγούδι ήταν γεγονός». Σε μια εποχή που δεν αποτελεί γεγονός ένα νέο τραγούδι, πόσο εύκολο είναι να βγει ή να γίνει αντιληπτό ένα πρωτοποριακό έργο;

Ποιος ορίζει την πρωτοπορία; Οι έμποροι της τέχνης; Οι κριτικοί; Το καλλιτεχνικό συνάφι αν υψωθεί πάνω από κολακείες και μαχαιρώματα; Οι ιαχές των κοινωνικών δικτύων; Δεν ξέρω, πρέπει να μιλήσει ο χρόνος. Όταν όμως βλέπω παρέες ξαναμμένων πιτσιρικάδων να ρίχνουν σύρμα και να υποδέχονται πώς και πώς ένα νέο τραγούδι του ραπ συγκροτήματος «Βήτα Πεις» τότε μυρίζομαι ότι ακόμη, για κάποιους, αυτό συνιστά «γεγονός».

Το χατζιδακικό Τρίτο, όπως γράφει ο Γιώργος Μητρόπουλος στον πρόλογό του, επαναπροσδιορίζει το ραδιοφωνικό γίγνεσθαι. Θα ξαναδούμε τέτοια αναγέννηση πιστεύεις;

Στο ραδιόφωνο, δύσκολα. Σε multimedia πλατφόρμες ή στην πανάρχαια δοκιμασία της (ανα)παράστασης επί σκηνής, λιγότερο δύσκολα. Θα το καταλάβουμε όμως; Ή θα είμαστε απασχολημένοι με τις δουλειές στο ψηφιακό χωριό του ο καθένας;