Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες.

Ads

Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν (οι δυτικοευρωπαίοι) δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.

Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά (για κάθε εποχή) ό,τι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του.

Μα ποιοι, επιτέλους, είναι αυτοί των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τοσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος.

Ads

Κανένας απο τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το  κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ’ αυτούς.

Όλα τα δηλητήρια του φθονου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.

Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες.

Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδον πάντα τόσο τα άρματα άσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους (Έλληνες), οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα.

*Απόσπασμα από το βιβλίο του Friedrich Nietzsche, Η γέννηση της τραγωδίας, 1872, κεφ. 15.
(Eκδόσεις: Πανοπτικόν – 2010, Βιβλιοπωλείον της Εστίας – 2009, Βάνιας – 2008, Κάκτος – 2006, Νησίδες – 2001, Γκοβόστης – 1983).

Το πρώτο δημοσιευμένο έργο του Νίτσε (1844-1900), η “Γέννηση της τραγωδίας”, είναι και το γνωστότερο.
Μέσα από μια πρωτότυπη ανάλυση της αρχαίας τραγωδίας περιγράφει μια στάση ζωής χαρακτηριστική της νεωτερικότητας: το “τραγικό αίσθημα της ζωής”, σύμφωνα με το οποίο μόνον η ζωή δίνει νόημα στον κόσμο, αλλά η ίδια η ζωή δεν έχει κανένα νόημα.
Κατά τον Νίτσε, αυτό το αίσθημα εκφράζεται κατ’ εξοχήν μέσα από τη μουσική. Γι’ αυτό τον λόγο, η “Γέννηση της τραγωδίας” επηρέασε καθοριστικά τις αισθητικές αντιλήψεις από την εποχή της μέχρι σήμερα. (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009)


Ο Friedrich Nietzsche γεννήθηκε το 1844 στο Ρέκεν, κοντά στη Λειψία. Σε ηλικία πέντε ετών έχασε τον πατέρα του, προτεστάντη πάστορα. Έπειτα από λαμπρές σπουδές κλασικής φιλολογίας στη Βόννη και στη Λειψία, έγινε, σε ηλικία εικοσιπέντε ετών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Εκείνη την εποχή γνώρισε το έργο του φιλόσοφου Σοπενάουερ και συνδέθηκε φιλικά με τον μουσικοσυνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Πολύ σύντομα ο Νίτσε θα χαράξει το δικό του δρόμο. Παραιτείται από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο, απομακρύνεται από τις θεωρίες του Σοπενάουερ και διακόπτει τη σχέση του με τον Βάγκνερ.
Ζώντας περιπλανώμενη ζωή, σε μικρές πανσιόν της Ελβετίας, της Ιταλίας και της νότιας Γαλλίας, αφοσιώνεται στην κριτική της μεταφυσικής, της ηθικής, της θρησκείας και των άλλων πλευρών του δυτικού πολιτισμού γράφοντας ασταμάτητα.
Έργα του η “Γέννηση της τραγωδίας” (1872), οι “Παράκαιροι στοχασμοί” (1873-1876), το “Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο” (1878-1879), η “Χαραυγή” (1881), η “Χαρούμενη γνώση” (1882), το “Πέρα από το καλό και το κακό” (1886), η “Γενεαλογία της ηθικής” (1887), το “Λυκόφως των ειδώλων” (1888), ο “Αντίχριστος” (1888), το “Ίδε ο άνθρωπος” (1888) και η ανολοκλήρωτη “Θέληση για δύναμη” (1883-1888). Ανάμεσά τους το κορυφαίο του, το “Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα” (1883-1885).
Ο Νίτσε πέθανε το 1900, σε ηλικία πενήντα έξι ετών, αφού πέρασε τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του έχοντας χαμένα τα λογικά του.