Ανέβηκε την τσιμεντένια σκάλα με αργά βήματα. Πριν απλώσει το χέρι στο σκουριασμένο πόμολο της πόρτας κοντοστάθηκε. Κοίταξε ένα γύρω, είχε πάρει να σουρουπώνει, ψυχή δεν φαινόταν πουθενά. Σαν να μην άλλαξε τίποτα, σκέφτηκε, ίδια σχεδόν η γειτονιά όπως την άφησε εκείνο το βροχερό πρωινό, όταν αποχαιρετούσε στο κεφαλόσκαλο τη μάνα του βιαστικός να προλάβει το λεωφορείο για Θεσσαλονίκη.

Ads

Σφίγγονταν εκείνη πάνω του, δεν έλεγε να τον αφήσει, να τον αγκαλιάσει ακόμα μια φορά, να τον κοιτάξει κατάματα, να τον ακούσει να την διαβεβαιώνει για εκατοστή φορά ότι δεν θα ξεχαστεί στα ξένα, θα αποσώσει γρήγορα ότι είχε να κάνει και θα γύριζε κοντά της. Το γρήγορο του Πέτρου κράτησε κοντά σαράντα χρόνια. Δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα είκοσι όταν αναχωρούσε και τώρα στην οριστική επιστροφή ήταν ένας μεσήλικας εξηντάρης. Ο ήχος από τους πολυκαιρισμένους μεντεσέδες της πόρτας καθώς την άνοιγε, ακούστηκε οξύς και πένθιμος μαζί. Τα τελευταία τρία χρόνια κάτοικος του σπιτιού ήταν η ερημιά και ο φυλακισμένος άρρωστος αέρας που βιάστηκε να τρυπώσει στα ρουθούνια του. Προχώρησε μερικά βήματα στο μικρό σαλονάκι ψάχνοντας με το βλέμμα στο μισοσκόταδο κάπου να ακουμπήσει το κατάκοπο από την κούραση κορμί του.  Ψαχουλεύοντας το τραπέζι μπροστά του βρήκε το σπαρματσέτο και το άναψε. Στο χλωμό φώς που χύθηκε τριγύρω, αντίκρισε στην απέναντι πλευρά του σαλονιού τον τριθέσιο καναπέ με τα μεγάλα μαξιλάρια στη ράχη του περιποιημένα στη σειρά. Το καύχημα και το καμάρι του σπιτιού τους ήταν γι αυτόν και τη μάνα του την Ιουλία, αυτός ο καναπές. Ήταν η χρονιά που η σοδειά πήγε καλά και τα καπνά είχαν πιάσει καλή τιμή. Επιστέγασμα και ανταμοιβή των κόπων τους, υπήρξε η αγορά αυτού του καναπέ. Του καναπέ που θαύμασαν και είχαν να λένε οι γειτόνισσες για την χάρη και την ομορφιά του, να παινεύουν το γούστο της μητέρας του και να την μακαρίζουν για την αξιοσύνη της. Κάθισε στην άκρη του και με τα χέρια του χάιδεψε απαλά το σκέπασμα. Αντίκρυ στο μικρό κομοδίνο η ασπρόμαυρη  φωτογραφία σε κάδρο της εποχής. Αυτός στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου με το υποχρεωτικό χαρακτηριστικό καπέλο όλων των Γυμνασιόπαιδων εκείνου του καιρού και δίπλα του χαμογελαστή η μάνα του να τον κρατά τρυφερά από τους ώμους. Αυτό το σαλόνι μια κάμαρα και  η κουζίνα, ήταν όλο το έχει τους. Την κουζινούλα τους και την κάμαρα που τις έβρισκε έτσι ακριβώς όπως τις άφησε ύστερα από τόσα χρόνια. Κάθε γωνιά του σπιτιού τους, κάθε αντικείμενο, κάθε πράγμα δεμένο και με μια ακατάλυτη, ανίκητη στο χρόνο ανάμνηση. Όλα στη θέση τους, δεν λείπει τίποτα. Λείπει όμως εκείνη στην οποία υποσχέθηκε όχι μόνο μια φορά, ότι σύντομα θα είναι μαζί της, ότι δεν  θα την λησμονήσει, ότι το τέλος της θα τον έβρισκε δίπλα της. Τώρα τα δάκρυα του στάζουν πάνω στο άψυχο γυαλί της καδραρισμένης φωτογραφίας τους  δεν του προσφέρουν ούτε μια στάλα ψυχικής ανακούφισης.

—————————-

Ότι ήξερε για τον πατέρα του, ήταν μέσα από τις διηγήσεις γειτόνων και φίλων  και πιο σπάνια της μητέρας του. Εκείνη απέφευγε την κουβέντα, λίγες οι φορές  που μιλούσε για τον άντρα της και μόνο όταν ο Πέτρος επέμενε φορτικά. Μικρός στο δημοτικό σχολείο άκουγε τους συμμαθητές του να ψιθυρίζουν διάφορα για τον πατέρα του. Ψίθυροι που γίνονταν συχνά κουβέντες φανερές γεμάτες πίκρα και κακία, σαν μάλωναν πάνω στο παιχνίδι και για να τον εκδικηθούν στόλιζαν με χαρακτηρισμούς τον πατέρα του.  «Και τι λένε δηλαδή;» τον ρωτούσε η μάνα του όταν αυτός γυρνούσε στο σπίτι σεκλετισμένος, άκεφος, αρνούμενος να βάλει μπουκιά στο στόμα του. «Να…τον βρίζουν, λένε ότι ήταν κακός, τεμπέλης, δεν αγαπούσε το χωριό κι ότι κυνηγούσε συγχωριανούς του να τους πάρει τα χωράφια και τα ζωντανά και…» Τον άκουγε εκείνη σκεφτική και αφού τον έπαιρνε στην αγκαλιά της προσπαθούσε να τον παρηγορήσει. «Πόσες φορές θα σου το πω, να μην τους ακούς, να κλείνεις τα αυτιά σου στο ψέμα και τα βρομόλογα. Ο μπαμπάς σου Πετρή, να το ξέρεις, αγαπούσε τους ανθρώπους, χαίρονταν με τη χαρά τους και στενοχωριόταν όταν έβλεπε την ανθρώπινη δυστυχία. Γι αυτό έκανε ότι έκανε, γι αυτό πάλεψε για να έχουν όλοι μια ήσυχη και καλή ζωή. Αργότερα σαν μεγαλώσεις θα καταλάβεις, θα είσαι περήφανος για εκείνον. Ύστερα πόσες φορές θα στο πω, την αλήθεια για τον πατέρα σου μοναχά από τον ήλιο θα την μάθεις. Κοίταξε τον κατάματα και θα σου πει». «Τον ρώτησα μαμά… τον ρώτησα» απαντούσε αυτός με την παιδική του αθωότητα, «μα δεν μου αποκρίνεται, δεν καταλαβαίνω τι λέει…». «Κι εγώ σου λέω γιόκα μου, ότι ποτέ δεν λέει ψέματα, και όσες φορές κι εγώ τον ρώτησα για τον πατέρα σου, αυτός χαμογελάει και μου γνέφει ευχαριστημένος. Και να μην ξεχνάς αυτός περιδιαβαίνει ολημερίς, αμέτρητα  χρόνια τώρα τον κόσμο και καταγράφει τις ιστορίες καλές και κακές των ανθρώπων και ποτέ δεν κάνει λάθος. Όταν τον ρωτούν για τους δίκαιους, τους αγνούς και τους καλούς, αυτός αστράφτει πιο πολύ και χαμογελά, όπως καλή ώρα με τον μπαμπά σου».  Μαξιλάρι μαζί και παρηγοριά τα λόγια της μάνας του, σαν έπεφτε τα βράδια να κοιμηθεί.

Ads

————————-

Ο Πέτρος, ο Πετράκης της, ήταν όλη η ζωή της. Το χειροπιαστό ενθύμιο που της άφησε ο Σταύρος Λινός ο άντρας της. Αυτός που πριν καλά-καλά τον γνωρίσει και παραδεχτεί στα εικοσιπέντε της χρόνια, ότι μαζί του θα πορευτεί το υπόλοιπο της ζωής της, ένα βράδυ της ανακοίνωσε την απόφαση του. «Δεν μπορώ Ιουλία μου να κάθομαι άλλο με σταυρωμένα χέρια και να κοιτάω τη βολή μας την ώρα που καίγεται ο τόπος, που θυσιάζονται άνθρωποι, μήπως και αλλάξουν τα πράγματα και για το φτωχολόι. Μας περιμένει ένας καινούργιος κόσμος δίχως την αδικία και την ανέχεια. Διώξαμε τον Γερμανό μα φοβούμαι πως αυτοί που θα πάρουν την θέση του θα είναι χειρότεροι για τον κοσμάκη…» Είπε κι άλλα, μιλούσε συνεπαρμένος κάμποση ώρα. Πήρε να βηματίζει πάνω-κάτω στη κάμαρα καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο. Τον κοιτούσε εκείνη αμίλητη με σταυρωμένα τα χέρια πάνω στη κοιλιά της. Στην κοιλιά της που ήδη κουβαλούσε πέντε μήνες τώρα τον καρπό της αγάπης τους. «Και τι θα απογίνουμε εμείς Σταύρο μου;» μουρμούρισε κάποια στιγμή εκείνη «τι θα πούνε οι συγγενείς, οι συγχωριανοί. Ξέρεις τώρα θα αρχίσουν ο καθένας το μακρύ και το κοντό του και δεν το αντέχω να σε κακολογούν. Μετά μη ξεχνάς δεν είμαστε πια οι δυό μας μοναχά. Αυτό εδώ τι θα απογίνει;» είπε και έδειξε με το χέρι την κοιλιά της. «Μα γι αυτό ακριβώς Ιουλία μου, κυρίως γι αυτό. Tο παιδί μας είναι που διαφεντεύει την απόφαση μου. Θέλω το δικό μας, όπως και όλα τα παιδιά του κόσμου να αξιωθούν να ζήσουν σε μια άλλη καλύτερη από τη δική μας κοινωνία, δίχως κατατρεγμούς και διακρίσεις, φτώχεια και δυστυχία». Την πλησίασε και κάθισε κοντά της, παίρνοντας τα χέρια της μέσα στα δικά του. «Μη μαραζώνεις καλή μου και θα δεις πως όλα καλά θα πάνε. Μέχρι να γεννηθεί ο γιός μας, γιατί γιός είναι να το ξέρεις, θα έχουν τελειώσει όλα και το χτίσιμο του άλλου κόσμου που ονειρευόμαστε θα είναι γεγονός». Έγειρε το κεφάλι της στο στήθος του χωρίς άλλη κουβέντα. Τον ήξερε καλά, πολύ καλά τον άντρα της και δεν αμφέβαλλε μήτε στιγμή από την αρχή της κουβέντας τους, ότι η απόφαση είχε παρθεί.

Βούιξε όλο το χωριό και από στόμα σε στόμα το νέο διαδόθηκε παντού. Δεν υπήρχε χωριανός που να μη το γνωρίζει μέχρι το βράδυ εκείνης της μέρας. Ο Σταύρος ο Λινός, έφυγε για το βουνό, πήγε στους αντάρτες. Λίγοι ήταν αυτοί που σωπαίνανε και δεν σχολίαζαν το φευγιό του, για τους περισσότερους δεν περίσσευε ούτε μία ανεκτική κουβέντα. Πρώτος και καλύτερος ο γείτονας του Σταύρου, ο Μάρκος που δεν χαρίζονταν μήτε του Αγίου του. «Τι περιμένατε ρε», σχολίαζε στο καφενείο «κάνετε πως δεν ξέρετε τι σοι κουμάσι ήταν, τι σιγανό ποταμάκι, φίδι φαρμακωμένο. Τι φίδι, κακιά οχιά να λες. Ακαμάτης και άχρηστος. Το μάτι του με ζήλεια πάνω στο βιός των άλλων. Όλα του φταίνε, όλοι τον αδικούνε και μόνο αυτός είναι ο σωστός, ο δίκαιος. Τι σου φταίει ρε το κράτος και το βρίζεις από το πρωί ίσα με το βράδυ, αν εσύ είσαι άχρηστος; Από θεωρίες να φάνε και οι κότες. Του πήραν, βλέπεις τα μυαλά και εκείνοι οι τύποι που σουλατσάρανε κάθε δυο και τρείς στη περιοχή όταν ήταν ακόμα εδώ οι Γερμανοί. Κι έτσι ο Σταυράκης μας αποφάσισε μαζί με τους νεραϊδοπαρμένους τους φίλους του να αλλάξουν τη σειρά του κόσμου. Ρε κούνια που σας κούναγε…». Βουβό το καφενείο, όλοι σιωπηλοί, βυθισμένοι στους συλλογισμούς τους. Ύστερα ποιος τολμούσε να αντικρούσει τον Μάρκο που έκανε σχεδόν κουμάντο στο χωριό; Πάνω από εκατό στρέμματα χωράφια και με δυο κοπάδια ζωντανά, οι περισσότεροι κάτι του χρωστούσαν. Είχε βλέπεις και τον τρόπο του να τάχει καλά  με το γκουβέρνο και ο λόγος του να περνάει παντού.

—————————-

Μέχρι να γεννηθεί ο γιός μας θα έχουν τελειώσει όλα και μια καινούργια ζωή μας περιμένει. Έτσι της είχε πει εκείνος πριν εξαφανιστεί από τη ζωή της το ίδιο βράδυ. Περίμενε και η Ιουλία με την κοιλιά στο στόμα το πλήρωμα του χρόνου και την υλοποίηση της υπόσχεσης του. Μόνο που έμελλε να περιμένει πολύ, πάρα πολύ, κάποια χρόνια. Χρόνια βουτηγμένα στο μίσος, την αδερφοσφαγή, τον τρόμο και την θανάσιμη καχυποψία. Στους δρόμους και τα σοκάκια του χωριού τα χωρατά και το γέλιο δραπέτευσαν μη αντέχοντας εκείνη την ασύλληπτη αγριάδα των καιρών, όπου τον πρώτο και τελευταίο λόγο είχαν η προδοσία και ο θάνατος.  Κλεισμένοι οι άνθρωποι στους εαυτούς τους να αναρωτιούνται ακόμη και για τον τρόπο που τους καλημέρισε ο γείτονας, για το πώς τους κοίταξε και να βάζουν με το νου τους χίλιες δυο υποψίες για κάποιο επικείμενο κακό. Ένα και μοναδικό το όνειρο όλων, δικαίων και αδίκων. Να τελειώσει το κακό, να ημερέψει ο τόπος, να σμίξουν ξανά οι φίλοι και οι γείτονες, να μαλακώσει η έχθρα, να ανασάνουν οι καρδιές.

Τριών χρόνων ήταν ο Πέτρος όταν έπαψε το κακό. Άρχισαν να μαλακώνουν οι καρδιές, να πιστεύουν στην αρχή δειλά οι άνθρωποι ότι τέλειωσαν οι μέρες του τρόμου και του αίματος και ότι σύντομα η ζωή τους θα έπαιρνε τον κανονικό της ρυθμό. Για την Ιουλία και τον Πέτρο όμως ο Γολγοθάς έκρυβε πολλά χιλιόμετρα ακόμη μέχρι το τέρμα. Άδικα πρόσμεναν κάποιο νέο, κάποια είδηση για την τύχη του Σταύρου. Κανείς δεν γνώριζε, ούτε ήξερε τι απέγινε. Και αυτοί με τους οποίους στις τελευταίες μάχες ήσαν μαζί, ο καθένας αφηγούνταν την δική του εκδοχή για το τι απέγινε η ομάδα του Σταύρου και άκρη δεν έβρισκες με τίποτα. Ούτε η αναζήτηση του από τον Ερυθρό Σταυρό έφερε αποτελέσματα. Κυλούσε ο καιρός, οι ελπίδες λιγόστεψαν και η Ιουλία άρχισε να συμβιβάζεται με την πικρή αλήθεια. Μάζεψε κουράγιο και υπομονή και ρίχτηκε στη δουλειά. Μάνα και πατέρας μαζί τώρα, έπρεπε να δώσει τη μάχη της επιβίωσης, όχι μόνο της δικής της μα και του γιού της. Είχε να το λέει το χωριό για την μαυροφορεμένη μάνα που πάλευε σωστό παλληκάρι για να τα φέρει βόλτα και να μη λείψει τίποτα από τον Πετράκη της, τον γιό της. Μοναδική της έγνοια και καθημερινή λαχτάρα το παιδί.

Κι όσο μεγάλωνε εκείνος της θύμιζε όλο και πιο πολύ τον πατέρα του. Σαν κι εκείνον, σκεφτόταν, έτσι ψηλός και όμορφος, με περήφανη περπατησιά, ευγενικός και καταδεκτικός με φίλους και γειτόνους. Πρόθυμος να συντρέξει στην ανάγκη του διπλανού, λες και ήταν καθήκον και υποχρέωση του να το κάνει. Ο δάσκαλος στο δημοτικό και αργότερα οι καθηγητές του στο Γυμνάσιο μόνο επαινετικά λόγια είχαν για τον Πέτρο Λινό. Να λιώνει και η Ιουλία από χαρά για τις προκοπές του γιού της και να τρέχει ο λογισμός της στον αδικοχαμένο που στερούνταν αυτές τις στιγμές της ευτυχίας. Αλλά δεν ήταν μόνο η μάνα του που νοιάζονταν γι αυτόν. Ήταν και η Σμαρούλα η γειτόνισσα, δυο χρόνια μικρότερή του, που έχανε τα λόγια της και η καρδιά της κτυπούσε γρήγορα κάθε που τα βλέμματα τους αντάμωναν. Ώσπου το πήρε χαμπάρι και ο πατέρας της ο Μάρκος και έγινε Τούρκος. Η Σμαρώ η μοναχοκόρη του Μάρκου που έδενε και έλυνε σε όλη την περιοχή, η Σμαρώ που τα προικιά της μοναχά μπορούσαν να συντηρήσουν το μισό χωριό, με τον γιό του Εαμοβούλγαρου; «Κατά μάνα κατά κύρη ο κερατάς» ωρύονταν έξαλλος, «Κοίτα να δεις ρε γυναίκα καμώματα. Του γυάλισε του λεγάμενου η περιουσία της και έβαλε μπρός τα κόλπα. Ίδιος εκείνος ο πατέρας του, αλλά δεν θα του περάσει. Εν τω μεταξύ συμμάζεψε κι εσύ την  σαψάλω την θυγατέρα σου, γιατί να το ξέρετε στα σκυλιά την δίνω κομμάτια, παρά σ αυτόν». Εκείνη δεν μιλούσε αφοσιωμένη στο πλεκτό της και μόνο σαν αυτός σταμάτησε να ανάψει τσιγάρο, ψιθύρισε, «τα βάζεις Μάρκο με την νιότη και δεν θα μας βγει σε καλό».

Στη τελευταία τάξη του Γυμνασίου ο Πέτρος άρχισε την προετοιμασία για το πανεπιστήμιο. Θα τα καταφέρει και με καλή σειρά κ. Ιουλία έλεγε και ο Γυμνασιάρχης, σίγουρος για την αξία του μαθητή του. Άλλη όμως η γνώμη του προέδρου του χωριού, όταν η Ιουλία τον επισκέφτηκε στη κοινότητα για κάποιο πιστοποιητικό που χρειαζόταν. «Τι τα θες Ιουλία άξιο και καλό και έξυπνο παλληκάρι ο Πέτρος μα νομίζω πως θα πάει στα χαμένα. Δε πάει να γράψει και άριστα, αυτοί να δεις που θα τον κόψουν».  «Ποιοι αυτοί πρόεδρε και γιατί να τον κόψουν άμα το αξίζει;» τον ρώτησε η Ιουλία γεμάτη απορία «Αυτοί είναι το κράτος και με το κράτος δεν τα βάζει κανείς. Είδες τι έπαθαν όσοι του εναντιώθηκαν και πρώτος και καλύτερος ο άντρας σου. Τα κατορθώματα του προκομμένου του πατέρα του πληρώνει τώρα ο γιός σου. Ο φάκελος του στην ασφάλεια δεν χωράει σε ολόκληρο συρτάρι. Συμβούλεψε τον να καθίσει φρόνιμα, να κοιτάξει τα χωραφάκια σας και έχει για όλους ο Θεός…» Κάτι ήξερε ο πρόεδρος και όπως το είπε, έτσι και έγινε. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τη λίστα με τους επιτυχόντες στην παιδαγωγική ακαδημία ο Πέτρος μα πουθενά το δικό του όνομα. Κι ας ήταν σίγουρος ότι τα γραπτά του σχεδόν αρίστευσαν.  Έπεσε από τη στενοχώρια και το κραυγαλέο άδικο να πεθάνει. Άδικα πάσχιζε η δόλια η μάνα του να τον παρηγορήσει. Φαρμακωμένη και η Σμαρούλα, σκαρφίζονταν διάφορα για να τον κάνει να ξεχαστεί λίγο, να χαμογελάσει. Τότε ήταν που έφτασε το γράμμα από την Γερμανία. Ο Μανώλης μακρινός συγγενής του Σταύρου, χρόνια στα ξένα τους θυμήθηκε. «Μη τον κρατάς Ιουλία  άλλο τον μικρό» της έγραφε «Αυτοί εκεί κάτω θα τον θάψουν ζωντανό. Να έρθει εδώ, να φάει ένα κομμάτι ψωμί, κι αν είναι άξιος θα προκόψει, θα δει άσπρη μέρα».  Ξεσηκώθηκε και ο Πέτρος θεωρώντας τη φυγή στα ξένα ως πραγματική λύτρωση. Είδε κι απόειδε η Ιουλία, καταχώνιασε στα βάθη της ψυχής της αντιρρήσεις, στενοχώρια και αγωνία, αρκεί να έβλεπε το βλαστάρι της να ξαναχαμογελά και να κάνει σχέδια για το μέλλον. Ανήφορος κακοτράχαλος και η υπόθεση του διαβατηρίου. Παρακάλεσαν, φίλησαν κατουρημένες ποδιές μέχρι να τα καταφέρουν. Την τελευταία βραδιά πριν την αναχώρηση, αντάμωσαν στο συνηθισμένο μέρος λίγο έξω από το χωριό. Εκείνη γαντζωμένη πάνω του να κλαίει, κι αυτός να την γεμίζει φιλιά και υποσχέσεις πως γρήγορα θα σμίξουν και θα είναι για πάντα. Μάρτυρας μοναδικός των υποσχέσεων του Πέτρου και της Σμαρούλας, το χλωμό φεγγάρι εκείνης της νύχτας.

——————————

Σε ξένο τόπο χωρίς να γνωρίζεις και τη γλώσσα, τα πράγματα αγριεύουν. Από την άλλη όμως και ο Πέτρος ήταν αποφασισμένος. Έκανε τη νύχτα μέρα για να τα καταφέρει. Του στάθηκε και ο Μανώλης στα δύσκολα. Αξίζει ο μικρός και να δείτε πως θα τραβήξει μπροστά, έλεγε στους φίλους του, και δεν έπεσε έξω. Με τα πρώτα αποταμιευμένα χρήματα ο Πέτρος συνεταιρίστηκε με κάποιο πατριώτη μετανάστη εδώ και αρκετά χρόνια που διέθετε δυο εστιατόρια. Δουλειά, ξενύχτι και κόπος δίχως τελειωμό.

Απορροφημένος από τις υποχρεώσεις και τα τρεχάματα, λησμόνησε χωρίς να το καταλάβει και αυτούς που αγωνιούσαν γι αυτόν στη πατρίδα. Έγραφε και ξανάγραφε γράμματα η Ιουλία, να μάθει νέα του και ήταν τυχερή αν στα τρία-τέσσερα δικά της, έπαιρνε ένα δικό του. Θυμωμένη τον πρώτο καιρό ιστορούσε τα παράπονα και τον καημό της στη Σμαρώ, ζητώντας της στα δικά της γράμματα να του πει να μη στενοχωρεί τη μάνα του, να τη νοιάζεται, να την πονά. Γελούσε η Σμαρώ την αγκάλιαζε για να την καθησυχάσει και να την διαβεβαιώσει πως οι παραγγελιές της θα γίνονταν πράξη. Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να σμίξουν μάνα και γιός για πρώτη φορά από τη μέρα του φευγιού του. Κόντευαν και Χριστούγεννα και αυτός ήταν απαραίτητο να κάνει το ταξίδι σατράπη μέχρι την Αθήνα δια δουλειές. Ανείπωτη η ευτυχία και για την Ιουλία που τον ξανάβλεπε μετά από τόσο καιρό. Μεθυσμένη από χαρά και η Σμαρώ , στημένη με τις ώρες στο παραθύρι του σπιτιού της να παραμονεύει την άφιξη του καλού της. Ακριβή, πανάκριβη η χαρά, δυο μέρες όλες κι όλες κράτησε και ύστερα η συννεφιά και το μαράζι. Αυτός αναχώρησε βιαστικός. Οι δουλειές δεν περιμένουν, ούτε οι ευκαιρίες. Ήδη  είχε πλέον δικό του μαγαζί με ρουχισμό και ετοιμαζόταν να ανοίξει ένα ακόμη με τρόφιμα τα οποία θα έφερνε τα περισσότερα από την Ελλάδα. Οι συγκυρίες και η καπατσοσύνη του γρήγορα τον έφεραν στο προσκήνιο της εμπορικής επικαιρότητας στη ξένη χώρα και η φήμη του άρχισε να ξεπερνά τα όρια της Ελληνικής παροικίας. Στα δέκα χρόνια παραμονής του εκεί θεωρούνταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας. Μυαλό και έγνοια είχε μόνο για τις δουλειές του, κι όταν στα λίγα διαλλείματα ξεγνοιασιάς τρύπωναν σαν τους κλέφτες στη θύμηση του η Ιουλία και η Σμαρώ, φρόντιζε να βρει τις πειστικότερες δικαιολογίες και να καθησυχάζει τον εαυτό του με το επιχείρημα ότι ο αγώνας που κάνει είναι και γι αυτές τις δυο. Κάποτε αξιώθηκε η Ιουλία, αφού αυτός δεν μπορούσε να έρθει στο χωριό, να πάει η ίδια να τον βρει. Φρόντισε ο ίδιος όλες τις λεπτομέρειες του ταξιδιού της και σαν την υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο, μάνα και γιος είχαν γίνει για αρκετή ώρα ένα κουβάρι. Έμεινε λίγο καιρό μαζί του και είχε την ευκαιρία πέρα από τα δικά τους, να συζητήσουν και για την Σμαρώ. «Ως πότε θα σε περιμένει καλό μου. Μη κοιτάς, άλλο το κουράγιο και η υπομονή η δική μου και άλλο εκείνης. Στο σπίτι της και τι δεν τραβάει από τον μπαμπά της, όταν πεισματικά αρνείται τους γαμπρούς που κάθε λίγο της κουβαλάει» Η μάνα του είχε δίκιο. Ο Μάρκος είχε κυριολεκτικά λυσσάξει με την επιμονή της κόρης του. «Πάρε το μορφονιά απόφαση και άντρα σου ποτέ δεν θα γίνει αυτός. Αν εσύ είσαι χαζή και δεν καταλαβαίνεις, ο κόσμος κι εγώ δεν τρώμε χόρτο. Αυτός ίδιος σαν τον πατέρα του ξέχασε τη μάνα του, εσένα νομίζεις θα θυμάται;» Γύρισε εκείνη προς τη μεριά του και με μάτια που άστραφταν είπε «εκείνον η κανένα». Η απάντηση του πατέρα της αυτή τη φορά ήταν ένα γερό χαστούκι.

«Ποτέ δεν τη λησμόνησα μάνα, ποτέ. Πως θα μπορούσα εξάλλου να το κάνω; Την παρουσία της στην καρδιά μου ποτέ δεν θα τη σβήσουν οι εφήμερες περιπέτειες και γνωριμίες με λογής-λογής γυναίκες. Λίγο καιρό υπομονή ακόμα και όλα θα διορθώσουν». Η λίγη υπομονή του Πέτρου έγιναν αμέτρητα  χρόνια. Οι δυο αγάπες που έλεγε πως κουβαλάει στη ψυχή του, γέρασαν να τον περιμένουν. Ελάχιστες οι φορές όλο αυτό τον καιρό, που τον συνάντησαν η Ιουλία με την Σμαρώ. Η πρώτη το πήρε κιόλας απόφαση και εγκατέλειψε την προσδοκία πως στα τελευταία της θα τον έχει σιμά της. Έτσι άφησε τα εγκόσμια ένα χειμωνιάτικο χάραμα, ξεκινώντας για το μεγάλο το χωρίς επιστροφή ταξίδι, μήπως και βρει  εκεί στον άλλο κόσμο εκείνον με τον οποίο δεν πρόλαβε να ζήσει. Το τηλεγράφημα για τον χαμό της Ιουλίας που του έστειλε η Σμαρώ τον συντάραξε.

—————————–

«Πήγα προς νερού μου δεν έχει φέξει ακόμα και αντίκρισα αμυδρά φώς στο παράθυρο της γειτόνισσας της Ιουλίας και σκιάχτηκα Σμαρώ. Μια στιγμή μου πέρασε η τρέλα από το μυαλό πως ξαναγύρισε η πεθαμένη πίσω. Σαν να ακούω τη γιαγιά μου που λεγε για τις ψυχές που δεν ησυχάζουν και τριγυρίζουν ανάμεσα στους ζωντανούς, ώσπου ο καημός τους να βρει λύτρωση…» Έτρεμαν τα χέρια της γριάς της Κωνσταντίνας καθώς διηγούνταν το συμβάν στην κόρη της . Εκείνη έριξε βιαστικά μια ζακέτα στη πλάτη της και κατευθύνθηκε με βιαστικό βήμα προς το σπίτι της Ιουλίας. Άνοιξε προσεκτικά την πόρτα και τον βρήκε να κοιμάται στο καναπέ του μικρού σαλονιού. Έμεινε μερικές στιγμές ακίνητη σιωπηλή και μετά πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Απόλυτη ησυχία στο σπίτι. Μοναχά οι ρυθμικές αναπνοές και των δύο που μόλις ακούγονταν. Πήρε να φέγγει όταν εκείνος μισάνοιξε τα μάτια του. Στη θέα της με βιασύνη ανακάθισε πιάνοντας τα χέρια της. Κοιτάχτηκαν χωρίς να πούνε κουβέντα. Κρατούσε τα παγωμένα χέρια της στα δικά του, ενώ προσπαθούσε κάτι να πει δίχως να τα καταφέρνει. «Σε ζητούσε… σε ζητούσε συνέχεια ως και τη στιγμή που έκλεισε οριστικά τα μάτια της» έσπασε πρώτη τη σιωπή. Ο λυγμός του Πέτρου ήταν η απάντηση στα λόγια της. Λυγμός που μετατράπηκε σε βαθύ, βουβό, απελπισμένο κλάμα. Πέρασαν στιγμές που της φάνηκαν μια αιωνιότητα. Κάποτε ησύχασε και στράφηκε προς αυτήν, «κι εσύ Σμαρώ σπατάλησες μια ζωή περιμένοντας ενώ θα μπορούσες…», «Πως μπορείς και το λες αυτό ζωή μου» τον διέκοψε εκείνη «το τελευταίο μας βράδυ εδώ, σου είπα πως θα σε περιμένω. Θα σε περιμένω αν χρειαστούν ακόμα και δυο ζωές». 

Ξημέρωσε. Ένας λαμπερός, κεφάτος ήλιος έκανε την εμφάνιση του στο βάθος του ορίζοντα. Σηκώθηκε ο Πέτρος και άνοιξε διάπλατα τα παραθυρόφυλλα. Πλημμύρισε το σαλονάκι από το  ανοιξιάτικο φώς. Σήκωσε όπως τότε ψηλά το κεφάλι κοιτάζοντας τον κατάματα, όταν για λίγες στιγμές ένα μικρό άσπρο συννεφάκι τον έκρυψε από τα μάτια του. «Βλέπεις Σμαρώ μου, κι αυτός ακόμα είναι κακιωμένος μαζί μου και δεν λάμπει σαν τον κοιτώ, ούτε χαμογελά όπως τότε που τον ρωτούσα για τον πατέρα μου».

Γέλασε εκείνη και τρέχοντας τον αγκάλιασε σφιχτά.