Ένας ποταμός είναι ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, μια θάλασσα είναι, βαθιά, της γλώσσας ιντερμέδιο και το βιβλίο του «Αντιποίηση Αρχής» μια «ευχή» που πέτυχε γιατί γράφτηκε, και μια «κατάρα» είναι, πως τάχατες –δύσκολα- μπορεί να γραφτεί κάτι καλύτερο για κείνα τα χρόνια… 

Ads

 
Λάτρης του λαϊκού μυθιστορήματος και του Καραγκιόζη στήνει τον μπερντέ του σε δυο μέτρα πλάτος, με την παράγκα των παρακατιανών και των απόκληρων, πότε υγρό υπόγειο, πότε αυλή της συ(μ)φοράς, πότε παράγκα κανονική του Μήτσου κι ένα σεράγι απέναντι, στα ψηλά πολυκατοικιών, στον  τέταρτο όροφο της Μαυρομματαίων, στο Κολωνάκι, στου γιατρού, με τους προθαλάμους, εισόδους των πολυκατοικιών που ορθοποδιάζουνε οι λακέδες, πότε στα κάτω σκοτεινά διαζώματα, στο κάτεργο και στη φυλακή, που βασιλεύει ο κάθε Βελιγκέκας κι οι δάρτες.
 
Κι οι ήρωες -ξέπνοες φιγούρες, διαβολομαζώματα –ανεμοσκορπίσματα νταραβερίζονται ντελαλώντας και υφέρποντας ανάμεσα παράγκα και σαράϊ, στους δυο κόσμους, άβουλες χάντρες κομπολογιού στα δάκτυλα του αφέντη, σε κόσμους όπου υπερτερούν οι προσταγές και τ’ άγρια διατάγματα του πασά-δικτάτορα και των υπηρετών του- Στην «παρενδυματική» (πνευματική;) κατάσταση που οδηγούν τους πολίτες τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.
 
Ο Καραγκιόζης είναι το λαϊκό αριστούργημα που επέτρεψε την κριτική ματιά στην εξουσία. Μου αφηγήθηκε μάλιστα αυτόπτης μάρτυρας την διάλυση στα χρόνια της κατοχής με ριπές πολυβόλου μιας παράστασης του Σπαθάρη στο Χαλάνδρι από τους Γερμανούς, διότι το έργο εξετράπη…Το μοτίβο και το θεατρικό στήσιμο του έργου του Καραγκιόζη χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στο μυθιστόρημα του: Μικρή χρονικά ιστορία -μόλις τριών ημερών, διαρκείς εναλλαγές σκηνών, επαναλήψεις, είσοδος πολλών ηρώων, «υπερβολικοί» και «φορτωμένοι» στα χαρακτηριστικά τους οι ήρωες, έως παραμορφωμένοι, δισυπόστατοι, μ’ άλλη εσωτερική λαλιά και άλλο αρθρωμένο προς τα έξω λόγο, π.χ. ο άλλοτε Μένιος – Καρδερίνης, ως μείγμα Καραγκιόζη και Χατζηαβάτη κ.λ.π., Κεχαγιάς –Βεληγκέκας κ.ο.κ
 
Πυκνή η λαλιά και καταιγιστική, της γλώσσας σπαράγματα, λέξεις παραπεταμένες σαν τούβλα που αράδιασε από την καρότσα του τις μέρες της εξέγερσης ένα φορτηγό στην Τοσίτσα αντί για την οικοδομή που τα προόριζε και εκτοξεύονται αίφνης από ένα οργισμένο συλλογικό Ασυνείδητο, που διαπερνά τις μεγάλες στιγμές τις μεγάλες ομάδες ανθρώπων, που περιφέρονται γύρω από το (μετέπειτα) εθνικό «ξέπλυμα» –Το Πολυτεχνείο.
 
Λέξεις δεύτερες, μισιακές που αποκτούν (επιτέλους) νόημα και κυριολεξία: χάψε, βαβά, μόμολο, δρωτσίλα, λουτροκαμπινέ, κατρουλής, δάρτες, ασπριτζήδες, ζάβαλη, τουρλόπαππας, ντόκ…   
 
Που σταματά η πραγματικότητα και που αρχίζει η μυθοπλασία στην τόσο καλοστημένη αφήγηση του; Ο ίδιος ο συγγραφέας επαναλαμβάνοντας τις σκηνές από το ’21 και την κατοχή θολώνει περισσότερο τα νερά; Άρχισα να χάνω τα πόδια μου όταν συνειδητοποίησα ότι στο διπλανό μου διαμέρισμα από το παλιό μου γραφείο στην οδό Μαυρομματαίων 29 με την πανέμορφη είσοδο και τα ακριβά φώτα, σε πολυτελές αντίστοιχο με το περιγραφόμενο στο βιβλίο διαμέρισμα έμενε ένας πρώην υπουργός και πολιτευτής (οι χουντικοί είναι απροσδιορίστου εποχής πρώην…) που γυρόφερνε ηλικιακά στον Κατσαντώνη. «Έρμα γρόσια, έρμα γρόσια» που ψέλλιζε ο ετοιμοθάνατος Κατσαντώνης, υποκείμενος σε μαρτυρικό θάνατο δια της συντριβής των οστών του από τον Αλή Πασά.  «Έρμα γρόσια» ψέλλισα και ‘γω.
 
Εδώ η ιστορία του Κατσαντώνη στήνεται ανάποδα απ’ την μεριά του προδότη-χαφιέ Καρδερίνη, όμως Κατσαντώνη κι αυτού. Κοινός ο τόπος κι η ρίζα ήρωα-προδότη. Ποιος δίνει τάχατες τον ορισμό, ποια χούντα;
 
Το ράσο του προδότη μοναχού Καρδερίνη έχει γίνει μοναχά… ασφαλίτικη καπαρντίνα…
 
Ο «αντιήρωας» Καρδερίνης, σαποκωλιασμένος  σωματικά και ψυχικά περιφέρεται ανέστιος ως κρεμασμένος στον σταυρό του, ως άλλος Ιησούς, χωρίς ψίχουλο να μπαίνει στο στόμα του, δίχως νερό να αποπειράται να ξεπλύνει το σώμα του και τις πληγές του …τρείς μέρες… Ο συγγραφέας «τίμησε-θύμισε» την κομματική εντολή: “ούτε φαϊ, ούτε νερό, ούτε στέγη στον (προδότη) Βελουχιώτη”.       
 
Οι σελίδες με τον Μήτσο στην παράγκα  αριστουργηματικές. Ότι καλύτερο έχει γραφτεί για την Αριστερά και τον «τριακονταετή πόλεμο της» από την ελληνική λογοτεχνία (–κι έχω διαβάσει εγώ).
 
Άψογοι διάλογοι και σουρεαλιστικές σκηνές στον Φάρο τυφλών, απίστευτη απεικόνιση του κλίματος των βασανιστηρίων και των προσώπων των βασανιστών, με την μπάλα να γίνεται ματωμένο κεφάλι και με τον παρακείμενο γραμματικό που συντάσσει τις προανακριτικές καταθέσεις να μοιάζει στην παράφραση «γραμματυφλός» στο έργο ο Καραγκιόζης Γραμματικός (–Το λέω μετά λόγου γνώσεως αφού έχω υπάρξει δικαστικός γραμματέας στον Στρατό και δυστυχώς μάρτυρας βασανισμού).
 
Σαρκαστικός: «Και τον Χίμλερ θα γιάτρευες για να σταθεί υγιής…» λέει η γιατρίνα.
 
Αριστοτέχνης: «Οι νυχτερίδες της πολιτείας έχουν ξετρυπώσει, όπως κάθε νύχτα στα πεζοδρόμια της Ομόνοιας…». Νομίζω μάλιστα ότι αυτή η περιγραφή της Ομόνοιας στην 219 σελ. είναι 33 χρόνια μετά το ίδιο ζωντανή με τη σημερινή.
 
Ο ήρωας Καρδερίνης, όπως όλοι οι ήρωες βαδίζει μόνος, μόνοι, μόνοι σημαδεύουν, μόνοι κλέβουν, μόνοι πυροβολούν, μόνοι, μόνοι, μόνοι, αλλά… όχι στα τυφλά. Ευφάνταστοι και επιτυχείς όλοι οι στόχοι του συγγραφέα τον τοποθετούν με αυτό το κείμενο του στην θέση του κορυφαίου «ανταποκριτή-λειτουργού» της εποχής του.
 
Ότι καλύτερο διάβασα τα τελευταία χρόνια, πέθανε δυστυχώς ο συγγραφέας και εγώ ο δυστυχής δεν μπορώ να του φιλήσω τα πόδια για να εκφράσω την ευαρέσκεια μου στο μεγαλείο του.