Σαν σε σφοδρή θαλασσινή φουρτούνα, το νέο βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη, «Οι βάρδιες των πουλιών», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία, στροβιλίζεται ανάμεσα σε τέσσερις γενιές (από τον Μικέ Γλαράκη και τον Θανάση Δεληγιώργη που γεννήθηκαν το 1870 και το 1875 αντίστοιχα, μέχρι και τον Ανέστη Δεληγιώργη που «ετοιμάζεται» να γεννηθεί το 2019), που έρχονται και πάνε από το Κιόστε στη Χίο και τούμπαλιν. Γενιές που στιγματίζονται από τα ιστορικά γεγονότα, την βίαιη όσο και τραυματική ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, την προσφυγιά, τον ξεριζωμό, την Κατοχή, τον εμφύλιο, έως και τα γεγονότα των ημερών μας.

Ads

Η πλοκή σε ένα διαρκές βέρτιγκο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, με τις βάρδιες των περιστεριών σε ρόλο συνδέσμου, αφού όταν ελευθερωθούν όπου κι αν είναι θα γυρίσουν πάντα ακριβώς σε εκείνο το μέρος που γεννήθηκαν, και του αφηγητή που ακολουθεί το μπλεγμένο -σε ένα κομβικό σημείο- νήμα του γενεαλογικού του δένδρου, με τους πρωταγωνιστές και τις ιστορίες τους σαν να παραπέμπουν σε όλα σχεδόν τα προηγούμενα βιβλία (νουβέλες ή μυθιστορήματα) του συγγραφέα: ο συρματένιος στους Συρματένιους, ο Πετεινός στο Ζουμί του Πετεινού, οι ανεμότρατες στο Λαγού μαλλί, η μοναχή στη Δεξιά τσέπη του ράσου, η κακουχία των διωγμένων στο Όλα για καλό.

Η ορφάνια, ο φόβος, η πείνα, τα ναυάγια και οι φοβεροί πνιγμοί που σαν κατάρα ακολουθούν κάθε γενιά, αλλά και το θαύμα τελικά της επιβίωσης των απογόνων, διακατέχουν μαζί με υπόκωφο χιούμορ και αθώα ανθρωπιά, τις 172 σελίδες του, που νιώθεις να είναι γραμμένες μέσα στο αλμυρό νερό της θάλασσας με τους γλάρους να ακολουθούν το ταξίδι των ιδιαίτερων χαρακτήρων αλλά και ερωτημάτων του αφηγητή τους.

Ποιος είναι παιδί ποιού, ποιος κατάγεται από ποιόν και το μακρύ ταξίδι της αναγνώρισης της πατρικής καταγωγής, διακλαδώνεται με την καθημερινότητα του κεντρικού ήρωα, που μέσα από την εξιστόρηση των παθημάτων της γενιάς του, αναζητά τον πραγματικό πρώτο πρόγονό του.

Ads

Μέχρι που ο Ανέστης Δεληγιώργης, με πίεση της γυναίκας του Ελένης και του εγγονού του (τέταρτη γενιά) που σύντομα θα γεννηθεί, αποφασίζει μετά από περίσκεψη, αναμνήσεις και συναισθήματα, να βάλει τελεία -για χάρη του μέλλοντος που έρχεται- στις αναζητήσεις του και συγχρόνως μία παύλα στην Άτροπο κληρονομιά του οικογενειακού του δένδρου, με τον δικό του τρόπο.

Όχι τυχαία, ο συγγραφέας αφιερώνει αυτό το βιβλίο, στη μνήμη του παππού του, Γιάννη Μακριδάκη, που όπως γράφει, χάθηκε στη μάχη του Ατλαντικού.

Οι βάρδιες των πουλιών, δείχνουν να αφήνουν το αποτύπωμά τους στην τραγική θνητή μας φύση και στον αιώνιο αγώνα για την αθάνατη ετυμηγορία για κάθε έναν νεκρό, που αφήνει τα ίχνη της στους απόγονους, θέλοντας και μη. Αγωνιζόμενοι να νιώσουμε τους προγόνους μας, για να συνδεθούμε ή και να διαφοροποιηθούμε από αυτούς, προσπαθούμε να συντάξουμε την ετυμηγορία για τη ζωή τους, διότι αυτή -και μόνο αυτή- είναι αθάνατη. Κάθε ανάλογη διαχρονική διαδικασία είναι και η πιο δύσκολη, ίσως γιατί δεν τελειώνει ποτέ. Κάθε γενιά μνημονεύοντας μπορεί να συνεχίσει την ετυμηγορία για κάθε νεκρό της, από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη, επουλώνοντας πληγές, δικαιώνοντας, εκτιμώντας, εξιλεώνοντας, αποτίοντας φόρους τιμής, συν-χωρώντας.

Κάπως έτσι συμβαίνει και σ’ αυτό το βιβλίο, στη βάρδια του Μακριδάκη, και μακάρι σε όλες τις θνητές βάρδιες των ανθρώπων.

image

Οι βάρδιες των πουλιών, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

«Πάντοτε με έτρωγε περιέργεια μεγάλη για το μυστήριο αυτό της προγιαγιάς μας και μια αμφιβολία για τη φύτρα μου την είχα σε όλη μου τη ζωή· τελευταία όμως, μετά και από το μοιραίο ναυάγιο, τον περασμένο Αύγουστο, τότε που τα ‘φερε έτσι η ώρα η κακιά και μπατάραμε με κάλμα μπουνάτσα και έγινε ό, τι έγινε, μου μπήκανε ιδέες διάφορες μες στο κεφάλι μου και σιγά-σιγά, σαν άρχισα να συνέρχομαι κάπως από το σοκ, έπιασα, κρυφά από την Ελένη βεβαίως, για να μην καταλάβει ότι κάπως συνήλθα και πιάσει πάλι την γκρίνια της τη γνωστή για τα περιστέρια, να καταγράφω και να μελετώ τα μοιραία συμβάντα αλλά και την όλη πορεία μας την οικογενειακή μαζί με τα πουλιά, από τρεις γενιές πίσω ίσαμε σήμερα, μπας και βγάλω συμπέρασμα πιο ασφαλές από πού βαστά άραγε ακριβώς η δικιά μου η φύτρα”.

Τα ταχυδρομικά περιστέρια, μαντατοφόροι που διασχίζουν σύνορα χωρίς ελέγχους, φέρνουν χαμπέρια μαύρα ή χαρμόσυνα. Διανύουν αποστάσεις και εποχές, ασκημένα στην ελευθερία και στην επιστροφή. Γενιές περιστεριών και γενιές ανθρώπων σε παράλληλες πορείες, που τις καθορίζει η Ιστορία ή η σύμπτωση και τους αλλάζει τη φορά. Αυτές τις αξεδιάλυτες διαδρομές πασχίζει να ξεμπερδέψει ο ναυαγισμένος Ανέστης, για να βάλει το παρελθόν του σε τάξη και να αποφασίσει για το παρόν του. Μνημονεύει, για να επιβιώσει, ενός αιώνα ιστορίες από τη Μικρασία έως τη Μακεδονία και τη Μέση Ανατολή, ιστορίες του θαλασσινού νερού και του νησιωτικού αέρα».