Η ειρωνεία στην ποίηση αποτελεί ένα στοιχείο που εντοπίζεται από τα πρώτα έγγραφα δείγματά της. Τόσο στα έπη όσο και στις τραγωδίες τούτη αποτελεί ένα από τα πιο δυναμικά και λειτουργικά στοιχεία της. Στην ουσία η ποιητική ειρωνεία -μαζί με άλλα ποιοτικά στοιχεία- συμβάλλει στη συναισθηματική και νοητική συμμετοχή του κοινού∙ τι είναι άλλωστε η αγωνία του κοινού αν όχι συναισθηματική εμπλοκή;

Ads

Και το ίδιο παρατηρείται και στη σύγχρονη ποιητική έκφραση. Μα έχει σημασία να μην ταυτίζουμε την ειρωνεία με τον σαρκασμό ή την παρωδία. Τούτα αποτελούν απλώς επιμέρους εκφράσεις της μαζί με τους υπαινιγμούς, τις ανατροπές, τις αντιθέσεις ή/και τις αρνήσεις, πάντα ως λειτουργικό μέρος μίας σύνθεσης.

Στη διαδρομή αυτή κινείται και η τελευταία ποιητική συλλογή του Χαριλάου Νικολαΐδη, «άλλες γεύσεις» (μελάνι, 2018), όπου η ποιητική ειρωνεία είναι το εκφραστικό κονίαμα στις ολιγόστιχες συνθέσεις του Νικολαΐδη.

Με υπαινιγμούς και με τον τίτλο να κατέχει κεντρικό ρόλο ως κλειδί ερμηνείας, ο ποιητής δημιουργεί ολιγόλεπτα καθημερινά στιγμιότυπα που μεταμορφώνει σε σύμβολα του κόσμου (εισαγωγή στην παγκόσμια ιστορία, κλόουν, κουκλάκι, επίλογος στην παγκόσμια ιστορία), που τελικά συνεχίζει την πορεία του αδιαφορώ για όσα γίνονται γύρω του (πανόραμα, μέντα, νυχτερινό λεωφορείο, αυλαία). Η περιπαιχτική διάθεση ως έκφανση ειρωνείας -αφήνοντας συχνά ένα μειδίαμα έκπληξης και δηκτικής προσέγγισης- εκφράζει τη βαθύτερη αγωνία του ποιητή για τις επιλογές των ανθρώπων και τις ανατροπές της ίδιας της ζωής (η σιωπή των αρνιών).

Ads

Η μικρή φόρμα που επιλέγει ο Νικολαΐδης ευνοεί τη συναισθηματική κλιμάκωση με την απότομη/απρόοπτη κορύφωση και την ειρωνεία (τέσσερις εποχές, προορισμός). Η ίδια διάθεση διακρίνεται όμως και στις παρωδίες (Κυριακή ή τι έχασε ο Yeats) μέσα από μία εξομολογητική ερωτική διάθεση (Πήτερ Παν, λογοτεχνία, γήπεδον Α. Εμπειρίκος, σαγηνεύει η θεά Αντώνιον, Γιατί όχι κύριε Eliot), ενώ άλλοτε συνδέει τον υπαινιγμό με την αφαιρετικότητα (υψηλή ραπτική, ερωτικό).

Η ποιητική του Νικολαΐδη είναι ώριμη μέσα στην παιγνιώδη αναζήτησή της. Άλλοτε δηκτική εκφράζοντας μια βαθιά αγωνία για τον Άνθρωπο και άλλοτε υπαινικτική και “γλυκιά” παρακολουθεί τον κοινωνικό χώρο με ευαισθησία.

Η στιχουργική του είναι ανατρεπτική με μία τραγική προσέγγιση, που εντείνεται από τη λιτότητα έκφρασης και τη λεκτική απλότητα, μακριά από την αυτοαναφορική εσωστρέφεια. Ακόμα και τα ερωτικά ποιήματα ξεπερνούν το απλό ατομικό βίωμα. Και σωστά επεσήμανε η κριτική ότι ο Νικολαΐδης στρέφεται κατά του κοινωνικού ναρκισσισμού. Και μολονότι η απάθεια και η φιλαυτία δεν αποτελούν νέα χαρακτηριστικά, για πρώτη φορά έχουν καλύψει τις σύγχρονες κοινότητες σε τέτοιο εύρος. Μας κυκλώνει μία κουλτούρα ναρκισσισμού και το κυνήγι της εφήμερης επιτυχίας είναι κυρίαρχο. Και ακριβώς αυτό φαίνεται να πονά τον ποιητή.